Kathimerini.gr
Στο βιβλίο «Dusty Measure» (John Murray, 1939) του σερ Τόμας Μοντγκόμερι Κάνινγκχαμ (1877-1945), ο διακεκριμένος Βρετανός αξιωματικός σκιαγραφεί ένα πορτρέτο του Ιωάννη Μεταξά όταν εκτελούσε χρέη αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη το 1915. Ο Κάνινγκχαμ βρέθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, απεσταλμένος της βρετανικής κυβέρνησης, για να βοηθήσει τον τότε Βρετανό πρεσβευτή «να βάλει την Ελλάδα στο πλευρό μας». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε τότε η Ελλάδα να συμμετάσχει στην εκστρατεία της Καλλίπολης στο πλευρό της Αντάντ. Αντίθετα ήταν το Παλάτι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ο Μεταξάς παραιτήθηκε και η κυβέρνηση Βενιζέλου έπεσε τον Σεπτέμβριο του 1915. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το υπό έκδοση βιβλίο του Κάνινγκχαμ στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καπόν σε μετάφραση της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη:
Την εποχή που έφθασα εγώ, ο Δούσμανης είχε χάσει τη θέση του στο Επιτελείο (…) και έτσι με κατηύθυναν στον διάδοχό του, τον συνταγματάρχη Μεταξά. Αυτό είχε τα πλεονεκτήματά του, γιατί ο Μεταξάς μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, ενώ ο Δούσμανης μόνον ελληνικά.
Ο συνταγματάρχης «Γιαννάκης» Μεταξάς είχε εκπαιδευθεί στη Γερμανία, και εάν υπήρχε ένας Ελληνας που εύκολα μπορούσες να του κολλήσεις τη ρετσινιά του «γερμανόφιλου» ήταν αυτός. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στη Γερμανία και τον εκτιμούσε πολύ το Γενικό Επιτελείο στο Βερολίνο. Αλλά ο Μεταξάς τούς γνώριζε τόσο καλά, ώστε όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξει η Ελλάδα στρατιωτική εκπαιδευτική αποστολή, εκείνος μεταξύ Γερμανών ή Γάλλων προτίμησε τους δεύτερους! Θαύμαζε σε πολλά σημεία τις γερμανικές στρατιωτικές μεθόδους και τις θεωρούσε κατάλληλες για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα. Αλλά ήταν ακλόνητος στον πατριωτισμό του και δεν θα άφηνε κανένα συναίσθημα να τον επηρεάσει. Την εποχή εκείνη ήταν ένας πολύ ξύπνιος στρατιωτικός, ευφυής, άψογα ντυμένος, προσηνής και ακριβής στις εκφράσεις του. Θαυμαστά προικισμένος με πνευματικά χαρίσματα, ήταν πρόθυμος να καταβάλει άπειρες προσπάθειες προκειμένου κάθε επιχείρημα που παρέτασσε να υποστηρίζεται σωστά και να είναι σαφέστατο. (…) Ηταν ετοιμόλογος και πνευματώδης (…) δεν μιλούσε με αμφισημίες και με γενικολογίες, εξέθετε πάντα σαφώς και αιτιολογημένα τις θέσεις του. Ανθρωπος με δυνατά αισθήματα, ήταν απαλλαγμένος από τις προσωπικές μνησικακίες του Δούσμανη και –πράγμα αξιοσημείωτο για Ελληνα– εκτιμούσε την αξία των συμβιβασμών. (…)
Πριν καλά καλά περάσω πέντε λεπτά μέσα στο γραφείο του κατάλαβα ότι αντιμετώπιζα σοβαρές αντιρρήσεις στο σχέδιο του κ. Βενιζέλου (σημ. μετ. να σταλεί Ελληνικός Στρατός στην Καλλίπολη). Μολονότι δεν μου το είπε εκείνη την ώρα, είχε ήδη διατυπώσει την αποδοκιμασία του για το σχέδιο.
O Ιωάννης Μεταξάς, δεύτερος από αριστερα δίπλα στον διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στους Βαλκανικούς Πολέμους
Επιπλέον είχε ήδη παραιτηθεί από τη θέση του, αν και δεν μου το είπε ούτε κι αυτό τότε. Φαίνεται ότι ήδη από την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου είχε συντάξει ένα υπόμνημα όπου συνιστούσε να μη λάβει καθόλου η Ελλάς μέρος στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων. (…) Είχε υποδείξει τον κίνδυνο που θα διέτρεχαν οι Ελληνες της Μικράς Ασίας εάν οι Ελληνες συμμετείχαν σε οιανδήποτε εκστρατεία αβεβαίας εκβάσεως κατά των Τούρκων. «Για εμάς», είχε πει, «δεν υπάρχει μέση οδός. Είτε θα ζήσουμε εν ειρήνη με τους Τούρκους ή θα τους νικήσουμε κατά κράτος». Ο κ. Βενιζέλος είχε επαινέσει την οξύνοιά του. «Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση», είχε πει ο πρωθυπουργός της Ελλάδος στον κολλητό του, τον πρεσβευτή της Αγγλίας, «τα επιχειρήματα του κ. Μεταξά». (…)
Ηταν πολύ νέος για τη θέση που κατείχε – το 1912 ήταν μόλις ταγματάρχης. Ηταν επομένως μεγάλη θυσία γι’ αυτόν να χάσει τη θέση του. Αλλά τίποτα δεν θα τον έπειθε να αποσύρει την παραίτησή του όσο επεκρέματο η συμμετοχή της Ελλάδος σε μια χερσαία περιπέτεια κατά των Δαρδανελλίων. (…)
Ολα αυτά είχαν συμβεί προτού τον δω εγώ. Επομένως μου μιλούσε υπό την επήρεια έντονων συναισθημάτων, εγώ όμως δεν γνώριζα το γιατί. Ο Μεταξάς μου εξήγησε (…) λοιπόν προσεκτικά και λεπτομερώς την κατάσταση στη Μακεδονία: ο Ελληνικός Στρατός είχε δεσμεύσεις προς τους Σέρβους, αλλά είχε και προς την ίδια τη Μακεδονία, πού ώφειλε να προστατεύει.
Ηρθαμε κατόπιν στο θέμα των Δαρδανελλίων. Υπέθετε ότι σχεδιαζόταν (σημ. μετ. από τους Αγγλους) μια χερσαία επιχείρηση. (…) Στηρίζοντας τα επιχειρήματά του στην προειδοποίηση που είχαν δώσει στους Τούρκους οι δύο ναυτικοί μας βομβαρδισμοί, είπε πως «το σχέδιο προδόθηκε». Τώρα πλέον οι Τούρκοι θα είναι σε επιφυλακή. Δεν υπάρχει ελπίς να αιφνιδιαστούν, ενώ τα δικά του σχέδια της επιθέσεως βασίζονταν στην ελπίδα του αιφνιδιασμού (σημ. μετ. αναφέρεται στο σχέδιο καταλήψεως της Καλλίπολης, εμπνεύσεως και επεξεργασίας Ιωάννη Μεταξά, της ανοίξεως 1914), επομένως οι μάχες θα καταλήξουν σε κατά μέτωπον επιθέσεις και αντεπιθέσεις, δηλαδή σε μια παρατεταμένη εκστρατεία, με μεγάλες απώλειες σε άνδρες. Η Ελλάς, λόγω των υποχρεώσεών της στη Μακεδονία, δεν άντεχε ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Επομένως, το να αποσύρει σοβαρές δυνάμεις από τη Μακεδονία, είτε για μία επιχείρηση είτε για δύο διαδοχικά, θα ήταν σαν να προσκαλεί τους Βουλγάρους να έρθουν να τη χτυπήσουν. Αυτό ήταν – απλά και κατανοητά! Η συζήτηση ήταν μεν πικρά απογοητευτική στην ουσία της, αλλά τη φαίδρυναν έκτακτα ευφυολογήματα και απολαυστικά επιγράμματα. Οταν ξαφνιασμένος από κάποια απαξιωτική αναφορά στον κ. Βενιζέλο τον ρώτησα «μα δεν είναι ένας μέγας ανήρ;», «είναι, αναμφιβόλως!», ήρθε καρφωτή η απόκριση, «αλλά για μια μικρή χώρα μπορεί να αποτελεί μεγάλη ατυχία το να περιέχει έναν μεγάλο άνδρα!».
Από τις σημειώσεις που κράτησα τότε είναι και τα παρακάτω λακωνικά σχόλια, που όλα μαζί καλύπτουν ολόκληρη την οπτική των Ελλήνων στρατιωτικών, όπως τότε έβλεπαν τα πράγματα: «Καλό είναι το συναίσθημα, αλλά κακή η πολιτική πολέμου που βασίζεται αποκλειστικά στο συναίσθημα».
«Υποστήριξα πως η επίθεση στη Χερσόνησο της Καλλίπολης είναι δυνατή, εφόσον δεν έχει γίνει ακόμη επιστράτευση. Ποτέ δεν διανοήθηκα πώς θα μπορούσε να επιτύχει, από τη στιγμή που οι Τούρκοι θα έχουν μπει σε επιφυλακή». «Η Ελλάς δεν θα μπει ποτέ σε πόλεμο χωρίς συμφωνημένο σχέδιο, διότι έτσι θα εκτεθεί σε εχθρικές κινήσεις χωρίς τα μέσα να τις αντικρούσει». «Για την πολιτική της Ελλάδος, το μόνον που μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα είναι ότι δεν θα συμπαραταχθεί ποτέ με τη Γερμανία ή με κάποιον σύμμαχο της Γερμανίας». «Για τον πόλεμο μπορεί να υπάρχει μία μόνον αυθεντία – η στρατιωτική αυθεντία».