Της Δωρίτας Γιαννακού
Τα δώσαμε όλα, δεν αφήσαμε τίποτε. Οι εταιρείες ελληνικών συμφερόντων μπήκαν πολύ δυναμικά στην κυπριακή αγορά και επένδυσαν σχεδόν παντού. Από εταιρείες Real Estate, νοσοκομεία, υπεραγορές, καταστήματα πώλησης παιχνιδιών, ενέργεια, καταστήματα ηλεκτρονικών συσκευών, αντιπροσωπείες οχημάτων μέχρι και τράπεζες. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τις 1.500, οι επιχειρήσεις από την Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο. Ειδικότερα, η ελληνική επιχειρηματικότητα πρωταγωνιστεί στην κυπριακή αγορά, μέσω της παρουσίας σημαντικών ονομάτων που προέρχονται από διάφορους κλάδους.
Και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα θετικό καθώς προσδίδει αξιοπιστία στο κυπριακό επιχειρείν και αποδεικνύει την ελκυστικότητα του. Παράλληλα, οι εξαγορές και οι επενδύσεις από εταιρείες ελληνικών συμφερόντων αποτελούν σχεδόν πάντοτε ένα θετικό νέο για το επιχειρείν, καθώς η κοινή κουλτούρα και γλώσσα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου προσφέρονται για αμοιβαία ανοίγματα. Ωστόσο, αυτό που θέλουμε να θίξουμε εδώ είναι άλλο και αφορά τους λόγους για τους οποίους τα έχουμε ξεπουλήσει όλα. Χωρίς να θέλουμε να φανούμε απαξιωτικοί, μήπως έχουμε βρει την εύκολη λύση και δεν επιδιώκουμε καν να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε κυπριακές τις επιχειρήσεις μας; Χωρίς να διατηρώ δική μου επιχείρηση αντιλαμβάνομαι ότι για αυτούς που διαθέτουν επιχείρηση, αυτή η επιχείρηση αποτελεί το «παιδί τους», κάτι που δημιούργησαν από το μηδέν και το είδαν να αναπτύσσεται. Βεβαίως την ίδια ώρα επιφέρει και πολλά προβλήματα για τα οποία επιβάλλεται να βρεθούν λύσεις από τους επιχειρηματίες. Συνεπώς αντιλαμβάνομαι ότι αναμφίβολα, οι επιχειρήσεις μπορεί να αποτελέσουν και έναν μεγάλο βραχνά για τους ιδρυτές τους μέχρι να στηθούν και να δικτυωθούν στο παζάρι και αυτός μπορεί να αποτελεί λόγο για τον οποίο κοιτάζουν να τις ξεφορτωθούν.
Από την άλλη, υπάρχει ακόμα μια συνιστώσα η οποία αφορά τους δεύτερης και τρίτης γενιάς επιχειρηματίες οι οποίοι βρέθηκαν στο τιμόνι εταιρειών με το έτσι θέλω. Δεν έφτιαξαν δηλαδή από το μηδέν την επιχείρηση τους και σαφώς δεν την πονούν το ίδιο με αυτόν που την έστησε από την αρχή. Οι κληρονόμοι επιχειρηματίες λοιπόν που έλαβαν επιχειρήσεις με ή χωρίς προβλήματα από τους προγόνους τους είναι κάπως πιο αναμενόμενο εάν επιδιώκουν να τις ξεφορτωθούν. Ωστόσο, θα επιμείνουμε στο ερώτημα που θέτουμε. Μήπως δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε τελικά να κρατήσουμε κυπριακές τις επιχειρήσεις μας; Είναι ζήτημα δεξιοτήτων ή διάθεσης; Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους έχουμε πλέον φτάσει να διατηρούμε λίγες σχετικά εταιρείες αμιγώς κυπριακών συμφερόντων. Αυτοί οι λόγοι είναι η συνταξιοδότηση, η οικονομική ανάγκη, η αλλαγή καριέρας ή ενδιαφερόντων, μια πολύ ελκυστική αγοραστική πρόταση, η διαχείριση κινδύνου, προσωπικοί λόγοι και η επιχειρηματική αναδιάρθρωση. Θα πρέπει λοιπόν οι εμπλεκόμενοι επιχειρηματικοί και εργοδοτικοί φορείς να μπουν σε μια διαδικασία προβληματισμού αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Οφείλουν να αφουγκραστούν τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν οι Κύπριοι επιχειρηματίες και να δώσουν λύσεις. Διότι είναι κρίμα το επιχειρείν μας να απαρτίζεται κατ’ εξοχήν από εταιρείες ξένων συμφερόντων. Καλές, χρήσιμες και ωφέλιμες οι ξένες επενδύσεις ωστόσο αναμένουμε εξίσου καλά παραδείγματα από εταιρείες που προέρχονται από Κύπριους.