Kathimerini.com.cy
Η «Καθημερινή» της Κυριακής, που κυκλοφορεί στις 10 Iούλιου , φιλοξενεί τον έκτο από τους δώδεκα τόμους με μαρτυρίες από τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Οι μαρτυρίες αυτές αποτελούν καρπό μιας ερευνητικής Οδύσσειας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, η οποία διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες.
Στον έκτο τόμο της Εξόδου περιλαμβάνονται μαρτυρίες από επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου και συγκεκριμένα τις περιφέρειες Ακdαγμαdέν, Τοκάτης, Νεοκαισάρειας, Σεβάστειας, Ρεσαdιέ, Σεbίνκαραχισαρ και Άρdασας.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η ανακωχή του 1918, η εξορία και τα αμελέ ταμπουρού (τάγματα εργασίας), οι επιδρομές του Τοπάλ Οσμάν και η ανταλλαγή κυριαρχούν στις μαρτυρίες από τις εν λόγω επαρχίες.
«Στο 1918 έγινε η Ανακωχή», αναφέρει ο Ιωάννης Κυριαζίδης, που ζούσε στον οικισμό Έργιαπα. «Ένας ένας γύριζαν απ’ τα αμελέ ταμπουρού οι Χριστιανοί. Σα φαντάσματα ήτανε απ’ την κακοπέραση. Μερικοί δε γύρισαν καθόλου. Έξι εφτά από το χωριό μας πίσω δεν ήρθανε. Είπαμε πως θα ησυχάσουμε. Τα σχολεία πάλι ανοίξανε και αρχίσαμε τη δουλειά. Ένας χρόνος πέρασε δεν πέρασε και τα πράματα χειρότερα από πόλεμο γίνανε. Πήρε ο Κεμάλ την εξουσία κι αυτός είπε Χριστιανός στην Τουρκία δε θα μείνει. Δικός του ήτανε ο Τοπάλ Οσμάν αγάς από την Κερασούντα. Αυτός ήτανε σκύλος. Μάνα δεν τον γέννησε. Φωτιά και τσεκούρι έβαζε.
«Μάιο του 1921 ακούσαμε πως έρχεται στο Νικσάρ. Φοβηθήκαμε πως θα μας κάψει όλους και ανεβήκαμε, το χωριό όλο, στο βουνό. Αυτός στο Νικσάρ έκανε μερικές σφαγές Χριστιανών και σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε Έρμπαα κι εκεί σκότωσε όλο τον αντρικό πληθυσμό των Χριστιανών και ύστερα βγήκε και στα χωριά του Έρμπαα κι έκαψε και θέρισε.
Στο χωριό μας δε γυρίσαμε, μείναμε από τότες στο βουνό και γλιτώσαμε την εξορία που πήγανε οι άλλοι. Κι από το δικό μας χωριό κάτι λίγοι, ίσως καμιά δεκαπενταριά οικογένειες, γυρίσανε στο χωριό και τους πιάσανε και τους εξορίσανε με τους άλλους. Εμείς στο βουνό, ένα χρόνο ύστερα, ακούσαμε πως έγινε Ανταλλαγή και μπορούμε να πάμε σε λιμάνι, να μπούμε σε πλοίο και να φύγουμε».
Ο Σταύρος Κοτσαρίδης, από τον οικισμό Κιλαβούζ, θυμάται: «Ιανουάριο του 1921 βγήκε η εξορία. Όλα τα χωριά αδειάσανε. Άνθρωπος δεν έμεινε μέσα. Τ’ αφήσανε όλα και φύγανε. Τους πήγανε Νικσάρ, χώρισαν τους άντρες όσοι ήτανε στρατεύσιμοι και γυναικόπαιδα και γέρους τους στείλανε εξορία στο εσωτερικό της Τουρκίας. […] Τότε το μεγάλο κακό και η συφορά. Μανάδες χάσανε τα παιδιά τους, τα παρατήσανε στην τρέλα τους επάνω, στο δρόμο αρρωστούσανε, πεθαίνανε, λιποτακτούσανε και τους πιάνανε και τους σκοτώνανε επί τόπου. Πενήντα οικογένειες ήμαστε στο χωριό. Ζήτημα είναι αν βρίσκονται εδώ στην Ελλάδα είκοσι οικογένειες. Εγώ ήμουνα στο βουνό τότες και γλίτωσα την εξορία. Από το βουνό κρυφά έφυγα, πλήρωσα Τούρκο κατιρτζή και με πήγε στο Σαμψούν. Εκεί έμεινα δέκα πέντε μέρες. Φορούσα όλο κουρέλια να μη με καταλάβουνε στο δρόμο. Βρήκα πλοίο που ήρθε, μπήκα με πληρωμή μέσα και ήρθα Θεσσαλονίκη στο 1921. Οι δικοί μου δεν ήξερα τι απέγιναν».
Μια πολύτομη έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών από τη Βιβλιοθήκη Μνήμης της «Καθημερινής».
Μαζί Beautiful People, K, Βιβλίο Burger και New York Times.