Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Τα αποτρόπαια γεγονότα που συμβαίνουν την προκειμένη στιγμή στην Ουκρανία δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν τη ματιά μου απέναντι στο δικό μας» μου λέει ο Φώτης Καράλης, ο οποίος στην παράσταση της ΕΘΑΛ «Motortown» του Σίμον Στήβενς, σε σκηνοθεσία Αχιλλέα Γραμματικόπουλου, υποδύεται τον Ντάννυ, έναν Βρετανό στρατιώτη, που υπηρετούσε στη Βασόρα και επιστρέφοντας στην πατρίδα του έχει να πολεμήσει έναν ακόμα πόλεμο... Ο Φώτης αναφέρει πως η μεγαλύτερη μάχη πλέον του ήρωά του είναι η αλλαγή... «Επιστρέφοντας, η κοινωνία έχει προχωρήσει σε μια καινούργια πραγματικότητα και είναι πρόθυμη να μην τον εντάξει....». Όσο για το ίδιο το έργο λέει πως το έργο τελειώνει σε μια άνω τελεία. «Ας γράψει ο κάθε θεατής το τέλος που πιστεύει. Και μετά ας το επεξεργαστεί. Ας το σκεφτεί καλά».
–Φώτη, υποδύεσαι τον Ντάννυ, έναν Βρετανό στρατιώτη που υπηρετούσε στη Βασόρα, ο οποίος επέστρεψε στην ειρήνη για να ξαναπολεμήσει... Ποια ήταν η πιο δύσκολή του μάχη;
–Ο Ντάννυ δεν μπορεί πλέον να μην πολεμάει. Οι επιπτώσεις ενός πολέμου, πάνω στους ανθρώπους που καλούνται να είναι στην πρώτη γραμμή, στη σειρά που πραγματικά βιώνει και βλέπει τη φρίκη από κοντά, είναι ανυπολόγιστες. Η μετατραυματική αγχώδης διαταραχή, όπως αλλιώς ονομάζεται, τυλίγει τον Ντάννυ τόσο σφιχτά που αναπόφευκτα τον παρασέρνει σε μια δίνη. Επιστρέφοντας, δεν είναι σε θέση να ενταχτεί πουθενά, όχι μόνο επειδή όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι έχουν αλλάξει, αλλά ταυτόχρονα επειδή και η ίδια η κοινωνία έχει προχωρήσει σε μια καινούργια πραγματικότητα και είναι πρόθυμη να μην τον εντάξει. Η μεγαλύτερή του μάχη πλέον είναι η αλλαγή.
–Ποια είναι τα ερωτήματα που έκανες στον εαυτό σου διαβάζοντας το έργο, αλλά και τον ρόλο σου;
Το “Motortown” είναι ένα έργο που θέτει ερωτήματα. Είναι μια κατάθεση γεγονότων που αφήνουν τον θεατή να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι όχι
–Νοιαζόμαστε αρκετά για την επανένταξη αυτών των ανθρώπων στο κοινωνικό σύνολο; Στο πλαίσιο της έρευνας για το έργο, έπεσε στα χέρια μου μια έρευνα που μιλούσε για τους 121 περιστατικά δολοφονίας από βετεράνους του Ιράκ και του Αφγανιστάν, μετά την επιστροφή τους στη χώρα τους. Πώς μπορούμε να προσπερνάμε κάτι τέτοιο; Κατανοώ ότι τα γεγονότα που εξελίσσονται στο έργο μπορεί να φαντάζουν θεατρική αδεία, αλλά δεν είναι. Τι θα γινόταν αν και οι γύρω του είχαν μεγαλύτερη κατανόηση; Ίσως να μην έκανε διαφορά. Μπορεί μερικά μυαλά, να είναι εκ φύσεως διαστροφικά, γι’ αυτό και οι πράξεις τους να είναι μονόδρομος. Θέλω να πιστεύω, ως ηθοποιός που προσπαθεί να αγαπήσει τον ήρωά του όσο γίνεται περισσότερο, ότι ο Ντάννυ αδικήθηκε, από έναν πόλεμο που του φορτώσανε και από μια συστημική κοινωνία που νοιάζεται περισσότερο για τον εαυτό της. Ίσως απλώς να είναι ονειροπόλος.
–Πώς προσέγγισες τον χαρακτήρα συ; Ανέτρεξες σε άλλους, όπως ο Βόυτσεκ;
–Για μένα ο Βόυτσεκ, ήταν πάντα ένα υποχείριο των ανθρώπων γύρω του. Ο Μπύχνερ έπλασε ένας χαρακτήρα που ανώτερες κοινωνικές τάξεις και βαθμίδες εκμεταλλεύονται. Δεν είναι διόλου μακριά από τον ήρωα του Στήβενς που εκμεταλλεύτηκε και εγκαταλείφθηκε. Ήταν αρκετά εύκολο να συνδέσω την εσωτερική πάλη αυτών των δύο. Ο Ντάννυ είναι ένας μεταγενέστερος Βόυτσεκ, ένας σύγχρονος Αίας.
–Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό έργο, που επελέγη από την ΕΘΑΛ, πριν από τα γεγονότα στην Ουκρανία, αυτά σε ώθησαν να δεις και αλλιώς τον ρόλο σου;
–Τα αποτρόπαια γεγονότα που συμβαίνουν την προκειμένη στιγμή στην Ουκρανία δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν τη ματιά μου απέναντι στο δικό μας. Δυστυχώς παρακολουθούμε αμέτοχοι, ως θεατές, ένα έργο, κακόγουστα γραμμένο, όπως ακριβώς παρακολουθούμε τα γεγονότα που συμβαίνουν στο έργο του Στήβενς. Οι πράξεις του Ντάννυ είναι αποτέλεσμα του ίδιου στην τελική πολέμου, ενός πολέμου που προϋπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει. Προσωπικά για εμένα δεν άλλαξε τίποτα απέναντι στον ρόλο, άλλαξε η ματιά μου απέναντι στους θεατές.
–Έχουμε κι εμείς ως κοινωνία τις ευθύνες μας για ό,τι μαύρο συμβαίνει γύρω μας;
–Εννοείται. Όπως προανέφερα με το να μην ευαισθητοποιούμαστε και να μην πράττουμε ενεργά, γινόμαστε συμμέτοχοι στον κάθε πόλεμο. Είτε αυτό είναι μεταξύ κρατών, είτε μεταξύ ανθρώπων, είτε μεταξύ ψυχών.
–Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι «τώρα ξεπέρασα τα όρια, τι κάνω για να διορθώσω τα λάθη μου»;
–Ποιος ορίζει τα όρια; Ναι, υπάρχουν και ίσως να τα έχω περάσει, αλλά τι και πού είναι τα όρια; Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στο πώς προσεγγίζουμε αυτή την έννοια. Πιστεύω ότι υπάρχουν για να μετακινούνται και να προσπερνιούνται. Πολλές φορές η ίδια η τέχνη στηρίζει την ύπαρξή της εκεί ακριβώς. Το ότι δεν μας επιτρέπεται κάτι σήμερα δεν σημαίνει ότι δεν θα επιτρέπεται αύριο. Φυσικά, αυτά που θα κάνει ο Ντάννυ στη σκηνή είναι αδιανόητα. Αλλά αυτό είναι συνάρτηση της τοποθεσίας και της περίστασης που βρίσκεται. Αλλά αν βρισκόταν ακόμα στο Ιράκ δεν θα ήταν τα όρια ίδια. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή από μέρος μας. Αν εγώ νιώσω πάντως ότι κάτι που έκανα ξεπέρασε το όριο κάποιου, τότε φυσικά προσπαθώ αμέσως να το διορθώσω. Με όποιο τρόπο είναι δυνατόν.
–Εσύ αισθάνεσαι πως κουβαλάς βία επάνω σου ή η ζωή δεν σου έχει δώσει τέτοια βαρίδια;
–Επειδή τη έζησα στη ζωή, στο σχολείο και στην γειτονιά που μεγάλωσα στην Αθήνα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι έχω μεγάλη αποστροφή σε όποια μορφή βίας. Έζησα και είδα πόσο καταστροφική και τοξική μπορεί να γίνει. Ό,τι διαφορετικό δυστυχώς πάντα χλευάζεται. Νιώθω ότι αν συμβεί γύρω μου δεν θα αντέξω, θα ξεσπάσω, θα θελήσω να βοηθήσω. Ό,τι δεν έκανα μικρός, εξαιτίας του φόβου, θα ήθελα να είμαι ικανός να μπορέσω να το κάνω τώρα.
–Εν τέλει γιατί μας αφορά όλους το «Motortown»;
–Εκτός από το ότι είναι ένα έργο που γίνεται με πολλούς καλούς συνεργάτες, είναι επίσης ένα έργο που θέτει ερωτήματα. Είναι μια κατάθεση γεγονότων που αφήνουν τον θεατή να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι όχι. Πού είναι τα όρια; Τι είμαστε ως κοινωνία; Το έργο τελειώνει σε μια άνω τελεία. Ας γράψει ο κάθε θεατής το τέλος που πιστεύει. Και μετά ας το επεξεργαστεί. Ας το σκεφτεί καλά.