ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Θυσίες στον βωμό της ύβρεως και της αλαζονείας

«Προδοσία - Παιδιά - Θυσία» το τρίπτυχο της Λέας Μαλένη, που σκηνοθετεί τη «Μήδεια» του Ευριπίδη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Ο Ευριπίδης διαμόρφωσε τον μύθο της Μήδειας με τρόπο που να μπορεί να μιλήσει τόσο στο κοινό της εποχής του, όσο και στους μετέπειτα αιώνες, για να δημιουργήσει ένα έργο βαθιά πολιτικό, με αφετηρία την πάλη του αρσενικού με το θηλυκό» λέει η σκηνοθέτρια Λέα Μαλένη για τη «Μήδεια» που σκηνοθετεί. Η παράσταση έρχεται και στην Κύπρο, μετά από την επιτυχημένη της πορεία στα ελληνικά θέατρα το καλοκαίρι που μας πέρασε. Η Λέα αναφέρει στην «Κ» πως δεν την ενδιέφερε να δώσω έμφαση στην ερωτική ιστορία μεταξύ της Μήδειας και του Ιάσονα: «Προτιμώ να εστιάσω στα αρχέτυπα και στο πώς λειτουργούν διαχρονικά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρά σε μια προσωπική ιστορία πάθους».

–Λέα, μπορούμε να αντιληφθούμε την υπόθεση της «Μήδειας» στην ολότητά της σήμερα, με την ίδια ματιά του αρχαίου θεατή;

–Ο κάθε θεατής διαμορφώνει τις προσλαμβάνουσες του σύμφωνα με την εποχή και τον τόπο που ζει. Αντιστοιχίες όμως υπάρχουν σε κάθε εποχή μέσα από τους μύθους, όπως τους διαμορφώνει κάθε φορά ο ποιητής. Και ο Ευριπίδης διαμόρφωσε τον μύθο της Μήδειας με τρόπο που να μπορεί να μιλήσει τόσο στο κοινό της εποχής του, όσο και στους μετέπειτα αιώνες, για να δημιουργήσει ένα έργο βαθιά πολιτικό, με αφετηρία την πάλη του αρσενικού με το θηλυκό. Σ’ ένα κοινό τότε, αμιγώς αρσενικό, με πολλές υποβαθμισμένες μειονότητες, όπως οι γυναίκες και οι δούλοι, ανάμεσα σε δύο μεγάλους πολέμους και με χιλιάδες άντρες νεκρούς στα πεδία των μαχών εξαιτίας της επεκτατικής πολιτικής των Αθηνών που θυσίαζε ανθρώπους σαν μυρμήγκια στον βωμό του πλούτου, της δύναμης και της εξουσίας, ο Ευριπίδης, υπέρμαχος των αδυνάτων, τοποθετεί τη δράση στην Κόρινθο, που τότε ήταν σε ένταση με την Αθήνα, για να μπορέσει να μιλήσει για τη θυσία και την απώλεια αλληγορικά, μέσα από το πρίσμα της ιστορίας μιας γυναίκας αλλόθρησκης, που δακτυλοδείχνεται ως βάρβαρη, ξένη σε ξένο τόπο. Πιο αντιληπτή δεν θα μπορούσε να είναι λοιπόν η υπόθεση στο σύγχρονο κοινό. Άλλωστε, η ιστορία της ανθρωπότητας επαναλαμβάνεται, κάθε φορά, με διαφορετικά θύματα και θύτες.

–Θα μπορούσαμε να πούμε πως η «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι μια ψυχογραφία και της σημερινής κατάστασης πραγμάτων στις κοινωνίες μας;

–Πιστεύω πως ναι. Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του έργου είναι το πέμπτο στάσιμο, το οποίο ηχεί ως μανιφέστο σε μια κρίσιμη στιγμή της πλοκής, όταν πια η Μήδεια έχει ήδη στείλει το δηλητηριασμένο πέπλο στη Γλαύκη, αναμένοντας την είδηση του θανάτου της. Εκεί ο χορός μιλάει για τα παιδιά και τον μάταιο μόχθο και την αγωνία που περνά ο γονιός για να τα μεγαλώσει και να τα δώσει βορά στον πόλεμο, πριν προλάβει να τα χαρεί. Το αιματοκύλισμα και η απώλεια χιλιάδων ανθρώπινων ζωών στον βωμό του πλούτου και της επιβολής εξουσίας, η καταπίεση των αδύναμων, η περιφρόνηση των μειονοτήτων, η επιβολή των δυνατών και η οργή και το μένος που γεννά μια τέτοια συνθήκη, αποτελούν μεγάλες ανοιχτές πληγές στον σύγχρονο κόσμο, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Γι’ αυτό και εστιάζουμε στα παιδιά, ως σημείο αφετηρίας, γύρω από το οποίο ξετυλίγεται ο τραγικός ιστός της δράσης, προσδίδοντας σ’ αυτά σημαίνουσα αξία. Σχεδόν όλα τα πρόσωπα στη «Μήδεια» συνδέονται με κάποιον τρόπο με παιδιά, αλλά και με την απώλειά τους: ο Κρέοντας θυσιάζει στην ουσία τη Γλαύκη, επιλέγοντάς την ως σύζυγο του Ιάσονα, ενώ η Μήδεια θυσιάζει τα παιδιά της με τον Ιάσονα. Ο Αιγέας επιθυμεί διακαώς να αποκτήσει παιδιά, για να επιτύχει κι αυτός τη συνέχειά του μέσα από τους απογόνους του. Ενώ η Τροφός, ο Παιδαγωγός και ο Άγγελος έχουν μια στενή σχέση αγάπης με τα παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα, αφού τα γνοιάστηκαν και τα μεγάλωσαν. Γι’ αυτό, κι ο πόνος τους είναι μεγάλος, όταν μαθαίνουν πως τα στέλνουν στην εξορία Ο Ευριπίδης, ζώντας και δημιουργώντας ανάμεσα σε δύο μεγάλους πολέμους, γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει απώλεια και πού μπορεί να οδηγήσει η οργή και το μένος των υποδουλωμένων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι γυναίκες. Ο κύκλος βίας επαναλαμβάνεται. Το αίμα φέρνει αίμα. Κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και στις μέρες μας. Η ύβρις κι η αλαζονεία του ανθρώπου στην προσπάθειά του να κατακτήσει πλούτο, εξουσία και δύναμη, έχει ως αποτέλεσμα τη θυσία αυτών των παιδιών. Όπως και χιλιάδων άλλων στα πεδία των μαχών. Και τότε και σήμερα. Οι γυναίκες επαναστατούν απέναντι σ’ αυτή τη θέση των αντρών. Σ’ όλη τους τη ζωή αφοσιώνονται με μόχθο και έγνοια στα παιδιά τους, ενώ οι άντρες έχοντας τις περιορίσει σ’ αυτό τον ρόλο, τους στερούν όλα τα άλλα δικαιώματα, και κυρίως το δικαίωμα της γνώμης. Τις χρησιμοποιούν μόνο ως αναπαραγωγικές μηχανές στρατιωτών, αναλωσίμων ανθρώπων στο βωμό του κέρδους, του πλούτου και της εξουσίας. Και γι’ αυτό παραμένουν στο πλευρό της Μήδειας μέχρι τέλους. Γιατί εκείνη τολμά να μιλήσει εκ μέρους τους, τολμά να πει αυτά που αισθάνεται. Να μιλήσει γι’ αυτό που συμβαίνει. Τα παιδιά –ο άνθρωπος– δεν μπορεί να είναι έρμαιο της κάθε επεκτατικής επιβολής προς επίτευξη ενός στόχου, ούτε αναλώσιμος αριθμός στον βωμό του κέρδους και του πλούτου. Αυτό υπογραμμίζει ο Ευριπίδης μέσα από τη φωνή του αδύναμου καταπιεσμένου λαού, ο οποίος εδώ εκπροσωπείται από την περιθωριοποιημένη μειονότητα των γυναικών: οι άνθρωποι οφείλουν να αποδώσουν ξανά στον άνθρωπο την αξία του. Η πατριαρχία κινδυνεύει να αφανίσει τη ζωή με την περιφρόνηση που δείχνει στον ίδιο τον άνθρωπο και την αξία της ζωής. Δεν είναι τυχαίο που ο Ευριπίδης επιλέγει τον Αιγέα, που κατά μία εκδοχή του μύθου, είναι απόγονος της Γαίας, της μητέρας των πάντων, όλης της ζωής, να είναι στείρος. Μ’ αυτό τον τρόπο δηλώνει τη διατάραξη της κοσμικής τάξης. Σαν να έχουν πάψει να γυρνούν τα γρανάζια του κόσμου. Ωσάν η ανθρωπότητα να έχει κολλήσει σε ένα τέλμα. Σαν να χρειάζεται να αλλάξει κάτι, για να μπορέσει να αποφευχθεί το τέλος στο οποίο οδηγείται.

 

Η προδοσία είναι η αφορμή, προκειμένου να πυροδοτηθεί το θέμα γύρω από το οποίο ξετυλίγεται η πλοκή. Δεν μ’ ενδιέφερε σε καμία φάση να δώσω έμφαση στην ερωτική ιστορία μεταξύ της Μήδειας και του Ιάσονα, δεν πιστεύω ότι είναι εκεί η ουσία. (Θεοδώρα Ιακώβου)

Η πατριαρχία κινδυνεύει να αφανίσει τη ζωή με την περιφρόνηση που δείχνει στον ίδιο τον άνθρωπο και την αξία της ζωής.

–Ξεπερνάνε το μέτρο η Μήδεια και ο Ιάσονας με τις επιλογές τους;

–Ο καθένας με διαφορετικό τρόπο κι από διαφορετική αφετηρία. Πρώτος ο Ιάσονας θυσιάζει τα παιδιά του, συναινώντας στην απόφαση του Κρέοντα να τα στείλουν με τη μάνα τους σε εξορία, καταδικάζοντάς τα στην ουσία, σ’ έναν αργό, βασανιστικό θάνατο, προκειμένου ο ίδιος να παντρευτεί ανενόχλητος την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, για να κερδίσει δύναμη και εξουσία. Για μια γυναίκα χωρίς άντρα και για δύο παιδιά χωρίς πατέρα, η επιβίωση στην εξορία χωρίς προστασία θα ήταν αδύνατη. Όσο για τη Μήδεια, το να αποφασίσει να θυσιάσει τα παιδιά της δεν είναι ούτε κάτι εύκολο, ούτε μια απόφαση εν βρασμώ, αλλά μια συνειδητή επιλογή, με τεράστιο ψυχικό κόστος, μια πολύ επώδυνη θυσία, την οποία η ίδια πιστεύει ότι πρέπει να κάνει, σύμφωνα με την αρχέγονη πίστη που πρεσβεύει, προκειμένου να αποκατασταθεί η συμπαντική τάξη, μετά την προδοσία των ιερών όρκων που είχε δώσει ενώπιον θεών και ανθρώπων ο Ιάσονας, όταν την έπαιρνε από τον τόπο της για να τη φέρει στην Ελλάδα. Και για τους δύο, αυτή η θυσία σημαίνει έναν ακρωτηριασμό και για τον ίδιο τον Ιάσονα, έναν συμβολικό ευνουχισμό, αφού σκοτώνοντάς του τη συνέχειά του, αλλά και τη μέλλουσα γυναίκα του, στην ουσία, η Μήδεια του σκοτώνει ό,τι έχει και δεν έχει, και μαζί και κάθε φιλοδοξία του για τον θρόνο.

–Πώς διαχειρίστηκες την έννοια του έρωτα και της προδοσίας στο ανέβασμά σου;

–Η προδοσία είναι η αφορμή, προκειμένου να πυροδοτηθεί το θέμα γύρω από το οποίο ξετυλίγεται η πλοκή. Δεν μ’ ενδιέφερε σε καμία φάση να δώσω έμφαση στην ερωτική ιστορία μεταξύ της Μήδειας και του Ιάσονα, δεν πιστεύω ότι είναι εκεί η ουσία. Αυτή οριοθετεί την αιώνια πάλη του αρσενικού με το θηλυκό, προκειμένου αυτός ο ιδιωτικός λόγος των δύο να γίνει δημόσιος και πολιτικός. Προτιμώ να εστιάσω στα αρχέτυπα και στο πώς λειτουργούν διαχρονικά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρά σε μια προσωπική ιστορία πάθους.

«Πόσες φορές δεν επαναλάβαμε τη φράση πως η χώρα μας σκοτώνει τα παιδιά της είτε οδηγώντας τα στην εξορία είτε ακόμη και στον θάνατο με τις εγκληματικές παραλείψεις της. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και όσο πάνε πληθαίνουν ανησυχητικά επικίνδυνα». (Φώτης Φωτόπουλος)

–Μπορούμε να μιλάμε για κοινωνίες μετωνυμικές της Μήδειας ή θα ήταν υπερβολή;

–Δυστυχώς θα απαντήσω θετικά μιας και αυτό που άλλοτε ψελλίζουμε και άλλοτε κραυγάζουμε με απόγνωση είναι πως οι κοινωνίες, που οι ίδιοι οι άνθρωποι δημιούργησαν, στρέφονται εναντίον τους. Πόσες φορές δεν επαναλάβαμε τη φράση πως η χώρα μας σκοτώνει τα παιδιά της είτε οδηγώντας τα στην εξορία είτε ακόμη και στον θάνατο με τις εγκληματικές παραλείψεις της. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και όσο πάνε πληθαίνουν ανησυχητικά επικίνδυνα.

Πόσες φορές δεν επαναλάβαμε τη φράση πως η χώρα μας σκοτώνει τα παιδιά της είτε οδηγώντας τα στην εξορία είτε ακόμη και στον θάνατο με τις εγκληματικές παραλείψεις της. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και όσο πάνε πληθαίνουν ανησυχητικά επικίνδυνα. (Φώτης Φωτόπουλος)

–Δουλεύοντας τη σκηνοθετική σου προσέγγιση, ποιο ήταν το κομμάτι που σε δυσκόλεψε περισσότερο;

–Η παρουσία των παιδιών, που είναι καταλυτική στο έργο. Κι επειδή πρακτικά, το να έχεις δυο παιδιά καθ’ όλη τη διάρκεια της μεγάλης περιοδείας του καλοκαιριού, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, έψαχνα να βρω μια λύση ώστε να υπάρχει έντονα η παρουσία των παιδιών, χωρίς τη φυσική παρουσία παιδιών. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δημιουργική πρόκληση. Στο δικό μας ανέβασμα, η Μήδεια ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή. Το χώμα και το νερό, ως βάση δημιουργίας της ανθρώπινης ύπαρξης, έχει σημαίνουσα θέση στον σκηνικό χώρο. Ενώ η ιδέα του παιδιού αποδομείται και ανασυντίθεται μέσα από σύμβολα και αντικείμενα –δεν πρόκειται για παιδιά, αλλά για πήλινα αναθήματα, ενώ παιδιά κουβαλούν ως κομμάτι τους και οι Κορίνθιες γυναίκες που έρχονται να συμπαρασταθούν στη Μήδεια. Τα παιδιά ζωντανεύουν κυρίως ως αίσθηση μέσα από τη ματιά των ενηλίκων και από το τι αισθάνονται ή τι δείχνουν ότι αισθάνονται αυτοί για εκείνα, ενώ μέσα από αυτήν τη ματιά σηματοδοτείται και η τραγική πορεία τους από την ανεμελιά και το φως στην απότομη ενηλικίωση, το σκοτάδι και τον θάνατο. Αυτή η συμβολική παρουσία των παιδιών, γέννησε και την ιδέα για τον σκηνικό χώρο, ένα μαύρο μολυσμένο τοπίο που κυριαρχεί, σε αντίθεση με τον καθαρό πηλό που δημιουργεί το νερό και το χώμα. Και το οποίο κινδυνεύει να αφανίσει, μολύνοντας, κάθε ίχνος ζωής.

–Αλήθεια, πώς ήρθε η πρόταση για να σκηνοθετήσεις στην Ελλάδα;

–Δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Η πρώτη φορά ήταν από τον Στάθη Λιβαθηνό το 2006, όταν κλήθηκα να σκηνοθετήσω μία από τις Δέκα Εντολές, σε ένα πρότζεκτ στο οποίο συμμετείχαν συνολικά δέκα σκηνοθέτες, παλαιότεροι και νεότεροι, μαζί με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, τον Βασίλη Νικολαΐδη, τη Μάνια Παπαδημητρίου, τον Θοδωρή Αμπαζή, τον Βίκτορα Αρδίτη, την Βίκυ Γεωργιάδου, τον Στρατή Πανούργιο και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Κατερίνα Ευαγγελάτου. Η φετινή πρόταση ήρθε από τον Θεατρικό επιχειρηματία και παραγωγό Μάρκο Τάγαρη μετά από εισήγηση της Μαρίας Κίτσου, τους οποίους και ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη. Ο λόγος που αναφέρω αυτή την παράσταση τότε στην πειραματική του Εθνικού μαζί με τη «Μήδεια» τώρα, είναι γιατί τις δυο αυτές ευτυχείς συγκυρίες συνδέει κάτι κοινό. Κι αυτό ήταν ο «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, η πρώτη παραγωγή που είχα σκηνοθετήσει, σηματοδοτώντας παράλληλα την ίδρυση της Θεατρικής Ομάδας Persona, που μεταφέραμε στην Αθήνα για κάποιο χρονικό διάστημα το 2005, και την οποία είχαν παρακολουθήσει τόσο η ομάδα του Στάθη Λιβαθηνού, όσο και η ίδια η Μαρία, ως τελειόφοιτη τότε της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Έτσι δέχτηκα την πρόταση τότε να σκηνοθετήσω στο Εθνικό και έτσι γνωριστήκαμε με τη Μαρία, η οποία είχε ενθουσιαστεί τότε παρακολουθώντας τη δουλειά αυτή. Χρόνια τώρα σκεφτόμασταν ξεχωριστά διάφορες συνεργασίες. Φέτος, μάλλον, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, για να ευοδωθεί η συνεργασία μας. Και είμαι εξαιρετικά χαρούμενη γι’ αυτό.

–Ποιες είναι οι τρεις λέξεις που σκέφτηκες όταν καταπιάστηκες με το πρόσωπο της Μήδειας, αλλά και με τη φερώνυμη τραγωδία;

–Ποτέ δε σκέφτηκα μόνο τρεις λέξεις. Η Μήδεια συντίθεται, όπως άλλωστε και όλα τα έργα του Αρχαίου Δράματος από πολλά και σύνθετα επίπεδα σκέψεων και συμβολισμών. Εφόσον όμως με ρωτάτε, θα ξεκινήσω από αυτό το τρίπτυχο: Προδοσία - Παιδιά - Θυσία.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Λέα Μαλένη

Μετάφραση: Μίνωας Βολανάκης

Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς

Διανομή ρόλων:
Μήδεια: Μαρία Κίτσου
Ιάσονας: Φάνης Μουρατίδης
Τροφός: Ελένη Καστάνη
Παιδαγωγός: Θοδωρής Κατσαφάδος
Αιγέας: Βαγγέλης Αλεξανδρής
Κρέοντας: Λαέρτης Μαλκότσης
Άγγελος: Αλμπέρτο Φάις

Χορός: Αλίκη Αβδελοπούλου, Στέλλα Ράπτη, Έλενα Χατζηαυξέντη, Μυρτώ Παπά Αργυροπούλου, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μυρτώ Καστρινάκη Μεϊτάνη

Πληροφορίες:

«Μήδεια» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη.

Παραστάσεις: Λευκωσία, 14 και 15 Σεπτεμβρίου. στο Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών και στη Λεμεσό στις 16 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Λεμεσού.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση