Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η Λέα Μαλένη σκηνοθετεί το έργο του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ, «Χορεύοντας στη Λουνάσα», που ανεβάζει με τη θεατρική ομάδα Persona και μιλάει στην «Κ» για την παράσταση. Η σκηνοθέτρια λέει πως ο Φρίελ, μέσα από το έργο του, έχει βαθιά συγγένεια όχι μόνο με τον Λόρκα, αλλά και με τον Τσέχωφ και με τον Τέννεσι Ουίλιαμς. «Κι είναι ενδιαφέρον πώς παντρεύει μέσα από το έργο του, τους τρεις αυτούς σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς». Σημειώνει επίσης πως το μοτίβο, της τελετής της Λουνάσας και της φωτιάς, που σιγοκαίει τα πάντα στο πέρασμά της, διατρέχει μουσικά τη δράση, ως κρυφή επιθυμία από τη μια και ως απειλή, από την άλλη, σε όλη τη διάρκειά της.
«Η απώλεια ταυτότητας οδηγεί και στην απώλεια συνείδησης, συλλογικής και ατομικής. Αποξενωνόμαστε από το ίδιο το είδος μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε όλο και περισσότερο ενάντια σε αυτό»
–Πιάστηκες καθόλου να σου έρχεται στο μυαλό το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», του Λόρκα, και να σκεφτείς κάποιο θεατρικό εγκιβωτισμό;
–Ο Φρίελ, μέσα από το έργο του, έχει βαθιά συγγένεια όχι μόνο με τον Λόρκα, αλλά και με τον Τσέχωφ και με τον Τέννεσι Ουίλιαμς. Κι είναι ενδιαφέρον πώς παντρεύει μέσα από το έργο του, τους τρεις αυτούς σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς. Το μοτίβο των ανύπαντρων γυναικών αδελφών που συμβιώνουν στο πατρικό σπίτι, χωρίς την παρουσία αρσενικού, προσπαθώντας να επιβιώσουν μέσα στην κόλαση που δημιουργεί η τοπική κοινωνία, αποτελεί αυτοβιογραφικό στοιχείο, το οποίο, ο ίδιος ο Φρίελ είχε επεξεργαστεί και σε προηγούμενη θεατρική απόπειρά του. Σε κάθε περίπτωση, οι αδελφές, ονειρεύονται ή νοσταλγούν τη ζωή τους σ’ έναν άλλο, καλύτερο κόσμο, έχουν τάσεις φυγής ή μία από αυτές μπλέκει ερωτικά με ένα αρσενικό, το οποίο δεν είναι εφικτό να της προσφέρει έναν ολοκληρωμένο έρωτα, χωρίς ανεπούλωτες πληγές και τραύματα. Αυτά, σε συνδυασμό με την επιβολή της θρησκείας και των ηθικών κανόνων της κλειστής κοινωνίας, μπορούν να δημιουργήσουν πολλούς εγκιβωτισμούς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας τον κάθε θεατή να κάνει τους προσωπικούς του συσχετισμούς, δίνοντας τις δικές του ερμηνείες και προεκτάσεις.
Το έργο αποτελεί και μια αλληγορική απεικόνιση της Ιρλανδίας -δεν είναι καθόλου τυχαία η τοποθέτηση αυτού του ραγισμένου καθρέφτη στο επίκεντρο της δράσης
–Ο Ιρλανδός Μπράιαν Φρίελ αγαπάει την κελτική μυθολογία, πώς την εμπλέκει με τον χριστιανισμό του Τζακ; Εσύ πώς τα διαχειρίστηκες;
–Η κέλτικη μυθολογία, και ιδιαίτερα η –κυρίαρχη στο έργο– γιορτή της Λουνάσα, ένα άκρως παγανιστικό έθιμο με διαφορετικές ρίζες, αλλά κοινές καταβολές με τις ειδωλολατρικές τελετές της Ριάνκα, τέμνεται και συναντάται κομβικά με τις καινούργιες αντιλήψεις που φέρνει ο Πατέρας Τζακ με την επιστροφή του στο πατρικό σπίτι. Κι αυτό, προκαλεί τεράστια αναστάτωση, ειδικά στην Κέιτ, που κουβαλά τον Καθολικισμό βαθιά μέσα της, ως ύστατη σανίδα σωτηρίας, αλλά και σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, που ακούσια υφίστανται τις συνέπειες της μεταστροφής του πάλαι ποτέ τιμημένου ιερέα της ενορίας, οποίος, αντί να προσηλυτίσει τους ιθαγενείς της Ριάνκα, ζυμώθηκε και μεταμορφώθηκε ο ίδιος, κουβαλώντας πίσω στην Ιρλανδία, τους ειδωλολατρικούς Θεούς της Γλυκοπατάτας και του Ζαχαροκάλαμου, και όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις των ιθαγενών. Η επιστροφή του Πατέρα Τζακ, παρά την ελευθερία που εμπεριέχει ως προς τη θεώρηση ζωής, κόντρα στην καταπίεση και τον εγκλωβισμό που προκαλεί η επιβολή του προτεσταντισμού από τους Άγγλους, σημαίνει την αρχή του τέλους της οικογένειας. Κι αυτό το μοτίβο, της τελετής και της φωτιάς που σιγοκαίει τα πάντα στο πέρασμά της, διατρέχει μουσικά τη δράση, ως κρυφή επιθυμία από τη μια και ως απειλή, από την άλλη, σε όλη τη διάρκειά της.
–Ποιο ήταν το κυρίαρχο που ήθελες να τονίσεις στην παράστασή σου;
–Πολλά, δεν είναι μόνο ένα. Το κείμενο του Φριέλ, πέρα από αυτό που διαβάζει ή ακούει κανείς πρώτη φορά, εμπεριέχει πολλά συγκείμενα σε μια βαθύτερη και πιο επισταμένη ανάλυσή του, τα οποία φωτίζουν διάφορα κομμάτια, σε σχέση με την αναζήτηση της ταυτότητας -ατομικά και συλλογικά, την πίστη, τη θρησκεία και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο χορός, ως τρόπος επικοινωνίας και ως γλώσσα χωρίς λέξεις, αποτελεί επίσης ένα γοητευτικό μοτίβο στο έργο, αλλά και στην ίδια τη διαλεκτική του συγγραφέα. Ολόκληρη η ζωή θα μπορούσε να είναι ένας βουβός χορός, σε διαφορετικούς χρόνους και σταθμούς της πορείας του ανθρώπου, με μια ολόκληρη συνειρμική αλυσίδα ήχων να τον συνοδεύουν. Κι ίσως τελικά, αυτό να μένει από όλη την πορεία της ζωής –οι μνήμες που γεννούν άλλες μνήμες– με μια γλυκόπικρη γεύση διάχυτη στην ατμόσφαιρα, για τις στιγμές που χάθηκαν και δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά.
–Ο συγγραφέας εμπλέκει πολλές κουλτούρες, αλλά και θεωρήσεις για τη ζωή, αυτό ήταν κάτι που σε δυσκόλεψε;
–Ο συγγραφέας είναι σαφής στους στόχους και τις επιδιώξεις του. Κι έχει, επίσης, έναν θαυμαστό τρόπο να υφαίνει τον «ιστό» της σκέψης του, μέσα από την ιδιοσυγκρασία του κάθε χαρακτήρα, ξεχωριστά. Το συνονθύλευμα κουλτούρων και θεωρήσεων είναι κάτι που συναντούμε καθημερινά, στην ίδια τη ζωή, οπότε είναι πια άμεσα συνυφασμένο με την ύπαρξή μας. Αυτό το μπλέξιμο θεωρήσεων και κουλτούρων στο κείμενο, όχι μόνο δεν δυσκολεύει, αλλά ξεκαθαρίζει με ακόμη πιο σαφή τρόπο το τοπίο, ακριβώς, γιατί μπορεί να δει κανείς πού τέμνονται οι ιδέες αυτές, πού συναντώνται σε κοινό έδαφος και πού έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις μεταξύ τους. Το θέμα δεν είναι να βρούμε τις διαφορές, αλλά τα κοινά σημεία που τις συνδέουν.
–Η μουσική και ο χορός είναι βασικά στοιχεία του Φρίελ, σε δυσκόλεψε να τα δουλέψεις σκηνοθετικά;
–Ίσα-ίσα, όπως ήδη έχω πει, με γοητεύει πολύ ο τρόπος που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη μουσική σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τον χορό, δημιουργώντας μια άλλη, ιδιότυπη γλώσσα επικοινωνίας, πέρα από τις λέξεις. Έτσι και αλλιώς, σε κάθε έργο με το οποίο καταπιάνομαι, η μουσική και το ηχοτοπίο, λειτουργούν παράλληλα, από μόνα τους, ως εσωτερικές φωνές των προσώπων, εκφράζοντας τους μύχιους φόβους, τις αγωνίες και τις επιθυμίες τους. Εδώ λειτουργούν και ως αγωγοί της μνήμης, μέσα από τους ίδιους τους συνειρμούς που δημιουργούν στο μυαλό οι ήχοι της καθημερινής ζωής. Ας μην ξεχνάμε όμως πως ο ήχος, ως λειτουργία, ταξιδεύει αέναα στο σύμπαν, όπως και το ίδιο το φως, αλλάζοντας χρόνο και διάσταση. Και το ταξίδι του δεν τελειώνει ποτέ.
–Είναι η «Λουνάσα» ένα έργο που υμνεί την ανθρώπινη φύση γενικά ή επικεντρώνεται στη γυναίκα;
–Είναι ένα έργο που επικεντρώνεται στην αναζήτηση ταυτότητας, μέσα από την ιστορία κυρίως πέντε γυναικών, όπως την αφηγείται τριάντα χρόνια μετά, ο –εκτός γάμου– γιος της μιας από αυτές. Δεν υμνεί, παρά μόνο καταγράφει την ανθρώπινη φύση, μέσα από τις αδυναμίες, τα ένστικτα και τις επιθυμίες. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και μια αλληγορική απεικόνιση της Ιρλανδίας -δεν είναι καθόλου τυχαία η τοποθέτηση αυτού του ραγισμένου καθρέφτη στο επίκεντρο της δράσης, όπως ακριβώς και η κατακερματισμένη Ιρλανδία. Κι αυτό, είναι άλλο ένα σημαντικό σημείο, σε ό,τι αφορά την Κύπρο, μέσα από το οποίο συναντιέται και τέμνεται η ιστορία των δύο λαών με το κοινό αποικιοκρατούμενό μας παρελθόν, παρόν και –ποιος ξέρει;– ίσως μέλλον.
–Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης στην παράστασή σου, αλλά και στη ζωή σου;
–Θεμελιώδης. Είναι το βάλσαμο και το βάσανο της ανθρώπινης φύσης. Έρχεται ν’ απαλύνει τις σκληρές αμυχές του παρόντος, προσφέροντας μια πρόσκαιρη ανακούφιση στις κουρασμένες ψυχές μας, επαναφέροντάς μας σκληρά στην πραγματικότητα μερικές στιγμές μετά, θυμίζοντάς μας πως ό,τι συνέβη δεν αλλάζει, πως αυτό που μένει, δεν είναι παρά μόνο αυτό που μπορεί να κρατήσει ένα μυαλό στις κυψελίδες της μνήμης όσο αυτό παραμένει διαυγές και πως όλα τελικά είναι αέρας.
Ενα ψυχογράφημα διαφορετικών ανθρώπων
–Πόσο σύγχρονη είναι η «Λουνάσα»;
–Απόλυτα σύγχρονη. Διαχρονική. Οι άνθρωποι μέσα τους, ως προς τη σύσταση και τη λειτουργία τους, δεν αλλάζουν, όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος γύρω τους. Το «Χορεύοντας στη Λουνάσα» αποτελεί ένα σπουδαίο ψυχογράφημα διαφορετικών ανθρώπων μέσα από τις διαφορετικές πορείες της ζωής τους. Δεν εστιάζει στα γεγονότα ούτε στο ξεδίπλωμα μιας εφήμερης δράσης, αλλά στο πώς τα ίδια τα γεγονότα στιγματίζουν, επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ψυχοσύνθεση και τη στάση ζωής τους. Αποτελεί κορυφαίο δημιούργημα της σύγχρονης παγκόσμιας δραματουργίας, χωρίς ημερομηνία λήξης, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα μεγάλα κείμενα της ανθρώπινης νόησης.
–Τελικά, Λέα, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μιλάμε για ταυτότητα, κάθε είδους, σήμερα;
–Κρατιόμαστε με νύχια και με δόντια, προκειμένου να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας. Βαλλόμαστε καθημερινά από χιλιάδες αιτίες και εστίες αποπροσανατολισμού και κάθε μέρα, χάνουμε κι από ένα πολύτιμο κομμάτι της ύπαρξής μας. Σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ως μονάδες, ως ομάδες, ως άνθρωποι, ως έθνη. Αυτή η απώλεια ταυτότητας οδηγεί και στην απώλεια συνείδησης, συλλογικής και ατομικής. Αποξενωνόμαστε από το ίδιο το είδος μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε όλο και περισσότερο ενάντια σε αυτό. Σαν ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Είναι σαν κάποιος να μας έχει σπρώξει από ψηλά από έναν λόφο κι εμείς κατρακυλάμε κάτω την πλαγιά, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα κλαδί, για να πιαστούμε από αυτό. Είναι θλιβερή κι επικίνδυνη η πραγματικότητα που βιώνουμε στις μέρες μας.
–Έκανες κυπριακές αναγωγές, διαβάζοντας τη «Λουνάσα» του Φρίελ;
–Εννοείται πως ναι. Και δεν είναι μόνο το αποικιοκρατικό μας παρελθόν που μας συνδέει με το έργο αυτό. Είναι κι όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κι αυτή η αέναη αναζήτηση ταυτότητας, μέσα σ’ ένα φορεμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, μέσα στο οποίο δεν ταιριάξαμε ποτέ. Είναι η στέρηση της ελευθερίας, σε προσωπικό, θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο. Είναι τα όνειρα που δεν θα γίνουν ποτέ πραγματικότητα, γιατί ποτέ δεν θα υπάρξει το κατάλληλο έδαφος γι’ αυτά. Είναι πολλά. Ο καθένας μπορεί ν’ ανακαλύψει το δικό του κομμάτι σε όλο αυτό.