Kathimerini.gr
Της Ελένης Τζαννάτου
Ηχεί περίεργο σε μία συζήτηση για το #MeToo στο ελληνικό θέατρο, μία από τις πρώτες «προϋποθέσεις» που τίθενται να είναι πως καλό είναι «να αποφευχθεί η ονοματολογία». Ακόμα κι αν όταν αυτό ακριβώς, πολύ αργότερα στη συζήτηση σχολιάστηκε από άτομο στο κοινό για να πάρει μία πολύ λογική απάντηση από τη Ρένια Λουιζίδου, πως, αυτό γίνεται «για να μην καταλήξουμε να μιλάμε μόνο για τον Λιγνάδη».
Και πράγματι, ειπώθηκαν πολλά περισσότερα το απόγευμα της Δευτέρας (3/10) στο Κτίριο Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου, σε μία συζήτηση που είχε δύο πρωτιές: ήταν αυτή που άνοιξε τον φετινό κύκλο συζητήσεων του Εθνικού Θεάτρου, αλλά, το κυριότερο, ήταν η πρώτη επίσημη συζήτηση για το #MeToo που διοργάνωσε το Εθνικό από όταν το #MeToo ξεσκέπασε άσχημες αλήθειες και στην Ελλάδα, πρώτα στον χώρο του αθλητισμού και στη συνέχεια, σε αυτόν του θεάτρου.
Το πάνελ, που συντόνιζε η δραματουργός Σοφία Ευτυχιάδου και συναπάρτιζε από μια ξεχωριστή θέση ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος, είχε επαρκή εκπροσώπηση από άτομα διαφορετικών ηλικιών, χαρακτηριστικών, θέσεων και εν τέλει, διαφορετικότητας από το κύριο αφήγημα.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά τις πρώτες καταγγελίες του ελληνικού #MeToo, πού βρίσκεται όμως, το ελληνικό θέατρο ως προς τις κακοποιητικές συμπεριφορές; Για τη σκηνοθέτρια Ιώ Βουλγαράκη είναι ακόμα πολύ νωρίς για να βγαίνουν συμπεράσματα μιας και «είμαστε ακόμη μέσα σε αυτό». Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς έθεσε τον δικό του προβληματισμό για το αν όλο αυτό αποτελεί μία πραγματικά προοδευτική πορεία ή απλά μία παρένθεση, σε έναν χώρο που, όπως ολόκληρη η κοινωνία, εξακολουθεί να λειτουργεί με σφηνωμένα στερεότυπα αιώνων.
Δεν είναι, όμως, μόνο τα στερεότυπα που οδηγούν σε κακοποιητικές συμπεριφορές, αλλά κι αυτά που σε ορισμένες περιπτώσεις άγουν και φέρουν ολόκληρη την καριέρα ενός ατόμου. Η Ίντρα Κέιν δεν έκρυψε πως το χρώμα της την έχει βοηθήσει στη μουσική της καριέρα, μιας και υπάρχει μια εντύπωση πως «οι μαύροι είναι υπερταλαντούχοι» σε αυτό το κομμάτι, όμως, είναι και ο λόγος που την προσεγγίζουν για στερεοτυπικούς ρόλους, όπως, λόγου χάρη, της καμαριέρας. Αντίστοιχα, η Φένια Αποστόλου σχολίασε πως την επιλέγουν όχι για να παίξει για παράδειγμα, μία δικηγόρο ή μια γιατρό αλλά μία τρανς.
Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος.
Δεν πρέπει να υποβιβάζουμε τη σημασία όλης αυτής της στερεοτυπικής νοοτροπίας, μιας και είναι μία αλυσίδα συμπεριφορών που διαιωνίζει μία από προβληματική έως κακοποιητική συνθήκη. Συζητήθηκε πολύ το πώς θα υπάρχει δικαιότερη εκπροσώπηση όλων των φύλων και ταυτοτήτων. Τα στατιστικά μιλούν μόνα τους: από το 1955 ως σήμερα, στην Επίδαυρο έχουν σκηνοθετήσει παραστάσεις μόλις 13 γυναίκες, όπως ανέφερε η Ιώ Βουλγαράκη. Όπως φαίνεται, το μοναδικό βήμα που μπορεί να επιφέρει με τον χρόνο κάποια ουσιαστική αλλαγή και που έχει ήδη εφαρμοστεί στο εξωτερικό, είναι η ίση εκπροσώπηση, αυτό που υπογράμμισε και ο Γιώργος Καπουτζίδης, επικαλούμενος τα λόγια της Τζίνα Ντέιβις: «Φτιάξε τους ρόλους και μοίρασε 20 ανδρικούς, 20 γυναικείους».
Σε έναν χώρο με ιεραρχία, όπως είναι αυτός του θεάτρου αλλά και κάθε ένας χώρος εκεί έξω, τα όρια συχνά μπορεί να γίνουν θολά. Ακόμα και στο ίδιο το πάνελ, υπήρξε διαφωνία για το τι σημαίνει πίεση σε μια πρόβα. Μπορεί η Φένια Αποστόλου να θεωρεί μέρος της διαδικασίας να πρέπει να πει μία ατάκα 40 φορές και ο Σπύρος Μπιμπίλας να απολαμβάνει να καθοδηγείται από έναν «αρχηγό» σκηνοθέτη υπηρετώντας το όραμά του, όμως, ο Ακύλλας Καραζήσης είναι κάθετος: το θέατρο είναι πρώτα από όλα μία συλλογικότητα.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, με τον απολαυστικό και χειμαρρώδη λόγο του, εντοπίζει την αρχή του προβλήματος ήδη από το πρώτο κάστινγκ ενός μέλλοντα ηθοποιού για την εισαγωγή του στη δραματική σχολή. Γι’ αυτόν, είναι κακοποιητικό και μόνο ένα νέο παιδί να στέκεται μπροστά από μία βαρέων βαρών επιτροπή που βαριέται και λίγο και να πρέπει να αποδείξει την αξία του σαν να περνά από ιερά εξέταση. Εν έτει 2022, οι τρόποι αξιολόγησης οφείλουν να γυρίσουν κι αυτοί σελίδα.
Εξουσία. Αυτή είναι η «μαγική» λέξη από την οποία ξεκινούν όλα, για τον Γιώργο Καπουτζίδη, και αυτή που τελικά, υπερβαίνει τα φύλα. Η εξουσία δίνεται κάπου, μπορεί από εκεί και πέρα, όμως, το εκάστοτε άτομο να τη διαχειριστεί (και όχι να την καταχραστεί); Από ανθρώπους που είχαν τα καλλιτεχνικά φόντα αλλά όχι και τη δυνατότητα της λεπτής διαχείρισης της θέσης τους φτάσαμε, τελικά, να μιλάμε (και) για ένα παγκόσμιο κύμα #MeToo.
Το #MeToo στο ελληνικό θέατρο είναι «ένας πόλεμος». Κι όπως συμπληρώνει η Ρένια Λουιζίδου, πέρα από τους θύτες και τα θύματα είναι ένα ολόκληρο ενδιάμεσο κομμάτι που έμενε για δεκαετίες σιωπηλό και τώρα οφείλει να πάρει θέση: ή με αυτούς ή με τους άλλους, δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο. Κάποτε, αν μιλούσες, γινόσουν αυτόματα «μη διαθέσιμος καλλιτεχνικά», όπως λέει η ηθοποιός. Όμως, «από το #MeToo και μετά, δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι».
Κι αυτή είναι για την ώρα η μεγαλύτερη νίκη αυτού του κινήματος. Ακόμα κι αν τα βήματα είναι μικρά και αργά και η πορεία αυτή χωράει λάθη και υπερβολές, ακόμα κι αν δυστυχώς, δεν είναι πάντα δυνατό να μιλάς (αν είσαι παρών σε μία κακοποιητική συμπεριφορά, πώς να τη δημοσιοποιήσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του θύματος;), ακόμα κι αν μια μέρα αυτές οι αλλαγές θα έρθουν σε επιμέρους μικρόκοσμους και όχι στο σύνολο της κοινωνίας.
Αλλά, ο δρόμος που άνοιξε, οφείλει να διανυθεί. Ακόμα κι αν αυτό δεν γίνει «μέσα από ένα λιβάδι με παπαρούνες».