Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Ζυμωμένη 60 χρόνια μέσα στο θέατρο νιώθω μια διά βίου φοιτήτρια. Το θέατρο με μορφώνει με τον δικό του μαγικό τρόπο, μου ανανεώνει τα κύτταρά μου» λέει στην «Κ» η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η οποία υποδύεται τον ρόλο της Αλοΐσιους Μποβιέ, στο έργο «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αραούζου. Η κα Μπεμπεδέλη μού λέει πως χαρακτηριστικά: «Ως αναγνώστης διαβάζεις καθαρά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της. Από κει και πέρα όμως ως ηθοποιός καλείσαι αυτή την προσωπικότητα να τη ζωντανέψεις, να της δώσεις σάρκα, αίμα, διάνοια και συναίσθημα, λαλιά, βλέμμα, ακοή. Αισθάνομαι υπέροχα που μου ανατέθηκε να σηκώσω το βάρος της Αλοΐσιους Μποβιέ!».
–Κυρία Μπεμπεδέλη, υποδύεστε την αδελφή Αλοΐσιους, συντηρητική, με σιδηρά ηθική... τι είναι αυτό που σας προκάλεσε εντύπωση στον χαρακτήρα της;
–Είναι μια Σιδηρά Γυναίκα. Ψυχρή, άκαμπτη, αδόνητη, άκρως συντηρητική, υπέρμαχος των ηθικών αρχών και θρησκευτικών κανόνων. Εγωκεντρική, αυταρχική. Ως διευθύντρια θρησκευτικού σχολείου και ενδεδυμένη το μοναχικό σχήμα είναι εξαιρετικά αυστηρή σε ό,τι αφορά το σχολείο που διευθύνει. Απαιτεί και επιβάλλει πειθαρχία, είναι συγκεντρωτική και εν πολλοίς εγωίστρια. Δεν αμφιβάλλει για τίποτα. Για το μόνο που αμφιβάλλει είναι ότι κάνει λάθη.
«Δε με νοιάζει να κάνω λάθος, αλλά αμφιβάλλω ότι κάνω. Έχω τη βεβαιότητά μου. Ξέρω ότι έχω δίκιο». Καταρρίπτει όλα τα επιχειρήματα της αδελφής James με προσβλητικό, ειρωνικό ακόμα και απειλητικό τρόπο: «Δεν εγκρίνω. Αυτό είναι λάθος». Δεν ανέχεται και δεν επιτρέπει στον ιερέα και στη νεαρή καλόγρια να διαταράξουν την τάξη που εκείνη έχει καθιερώσει στο σχολείο με νέα ήθη και νέες προοδευτικές ιδέες. Όταν όμως μπαίνει η υποψία χωρίς καμιά απόδειξη ότι ο πατέρας Φλυν έχει ανάρμοστη σχέση με νέγρο μαθητή ξεκινάει ένα λυσσαλέο αγώνα για να τον διώξει από το σχολείο. Από εκείνη τη στιγμή της υποψίας που θεωρεί βεβαιότητα ο εκρηκτικός μηχανισμός που έκρυβε στο βάθος του είναι της εκρήγνυται, η εμμονής της ν΄ αποδείξει ότι ο ιερέας είναι ένοχος την οδηγεί δύο φορές να παραβεί την εντολή «Ου ψευδομαρτυρήσεις». Δεν διστάζει να δηλώσει εξοργισμένη, ότι θα απομακρυνθεί από τον Θεό αρκεί να φτάσει στη Αλήθεια της. Αυτός ο αγώνας για την Αλοΐσιους είναι αγώνας Δικαιοσύνης. Και θα παλέψει μέχρι τέλους. Ως αναγνώστης διαβάζεις καθαρά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της. Από κει και πέρα όμως ως ηθοποιός καλείσαι αυτή την προσωπικότητα να τη ζωντανέψεις, να της δώσεις σάρκα, αίμα, διάνοια και συναίσθημα, λαλιά, βλέμμα, ακοή. Αισθάνομαι υπέροχα που μου ανατέθηκε να σηκώσω το βάρος της Αλοΐσιους Μποβιέ!
–Πλέον αμφιβάλλουμε για τα πάντα... ανακαλύπτουμε όμως τελικά την αλήθεια; Έχει ένα πρόσωπο η αλήθεια, πέραν πάσης αμφιβολίας ή υπάρχουν και πολλές «αλήθειες», αναλόγως με το ποιος τη λέει;
–Πιστεύετε ότι αμφιβάλλουμε; Μα η αμφιβολία κινητοποιεί τη σκέψη, η σκέψη γεννά ερωτήματα. Βλέπω έναν κόσμο αδρανή, απαθή, ανενεργό, μπροστά σε τρομερά φαινόμενα, απρόθυμο ν’ αντιδράσει. Ο κόσμος έπαψε να σκέφτεται, έπαψε και να επικοινωνεί. Ζούμε στην εποχή της αποξένωσης και της εσωστρέφειας, του βολέματος και του ατομικού συμφέροντος. Η αμφιβολία, η αμφισβήτηση γεννιούνται μέσα από πνευματικές διεργασίες, ενίοτε επώδυνες, που όμως ωριμάζουν την κρίση και οδηγούν στη γνώση και ακόμα πιο βαθιά, στη σοφία. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κόσμο η αλήθεια είναι ότι κυριαρχεί το πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό κατεστημένο και το παιχνίδι μεταξύ τους είναι τόσο βρώμικο που τρέμει κανείς στη σκέψη μιας τρίτης παγκόσμιας αιματοχυσίας και ποιο το μέλλον πια του πλανήτη. Αυτή είναι η δική μου αλήθεια. Μακάρι να βρείτε εσείς τη δική σας, να ανατρέψετε τη δική μου, που κρύβει φόβο και θάνατο.
«Ζυμωμένη 60 χρόνια μέσα στο θέατρο νιώθω μια διά βίου φοιτήτρια. Το θέατρο με μορφώνει με τον δικό του μαγικό τρόπο».
Πριν από χρόνια έπαιξα στο ΡΙΚ το έργο του Πιραντέλλο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» όπου τρεις άνθρωποι είχαν τρεις διαφορετικές αλήθειες για το ίδιο πράγμα και τις υποστήριζαν με σθένος και πάθος και το έργο τελειώνει με μια αναπάντητη ερώτηση: «Και λοιπόν η αλήθεια;». Ο καθείς βλέπει την αλήθεια μέσα από το δικό του πρίσμα, όπως του την υπαγορεύουν οι απόψεις, οι πεποιθήσεις, οι γνώσεις του, η ηθική του.
–Μπορεί να είναι τελεσφόρος ένας προσωπικός αγώνας, όπως αυτός της αδελφής Αλοΐσιους;
–Η αδελφή Αλοΐσιους, οπλισμένη με βεβαιότητα για την ενοχή του πάστορα Φλυν, καταφέρνει και τον διώχνει από την ενορία. Αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ενοχής. Ήταν διαίσθηση πιο πολύ. Υπερεκτίμησε την ευφυία της και τολμώ να πω άγγιξε την έπαρση. Τον έδιωξε με δόλιο τρόπο και ενώ θα περίμενε κανείς τον θρίαμβό της η ίδια γονατίζει, καταρρέει... και ο θεατής αναρωτιέται. Ήταν όντως ο πάστορας ένοχος ή μήπως η αδελφή Αλοΐσιους εσπίλωσε έναν αθώο; Ή μήπως είχε δίκιο που άκουσε τη διαίσθησή της. Η Αμφιβολία πλανάται στη σκηνή, στην πλατεία. Και αυτή είναι η πρόθεση του συγγραφέα.
«Αισθάνομαι υπέροχα που μου ανατέθηκε να σηκώσω το βάρος της Αλοΐσιους Μποβιέ!» λέει στη συνέντευξή της στην «Κ» η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, για τον ρόλο της στην παράσταση «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αραούζου.
–Στην εποχή μας, ιδίως με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στήνονται σε μια στιγμή λαϊκά δικαστήρια... Έχει μάθει η κοινωνία μας να συνδιαλέγεται χωρίς κραυγές και βεβαιότητες;
–Δεν έχω επαφή με το διαδίκτυο. Δεν έχω υπολογιστή, ούτε έξυπνο τηλέφωνο. Ενημερώνομαι από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και τα κανάλια για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Όπως βλέπετε γράφω ακόμα με το χέρι (σ.σ. η κα Μπεμπεδέλη προτίμησε ν’ απαντήσει χειρόγραφα στις ερωτήσεις μου) και το απολαμβάνω, κάτι που η τεχνολογία έχει καταργήσει. Εξαφανίστηκε το ελληνικό αλφάβητο. Στον καιρό τον δικό μας οι δάσκαλοί μας μας μιλούσαν για το κάλλος της ελληνικής γλώσσας. Η αδελφή Αλοΐσιους λέει: «Η καλλιγραφία πνέει γενικώς τα λοίσθια σε όλη τη χώρα». Τώρα η καλλιγραφία πέθανε. Ζήτωσαν τα άθλια greeklish. Αρνούμαι να τα διαβάσω. Και σε άλλο σημείο του έργου λέει: «Παλαιά άκουγα ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ακούω και τώρα αλλά οι φωνές έχουν αλλάξει». Κι εγώ άκουγα τις ειδήσεις από εκφωνητές και εκφωνήτριες με φωνές ζεστές, ήρεμες, σωστά τοποθετημένες, με τέλεια άρθρωση. Τώρα ακούω ουρλιαχτά, φωνές ένρινες, τσιριχτές, που μόνο άγχος προκαλούν και οργή για τα μαργαριτάρια που εκστομίζουν. «Οι μετόχοι, οι προέδροι, οι συλλόγοι, μπόρουν οι υπαλλήλοι, οι επείγοντες περιπτώσεις», τι ελληνικά είναι αυτά; Ποιοι δάσκαλοι τα δίδαξαν ακόμα και σε υπουργούς και βουλευτές και κομματάρχες και πόσοι άραγε μαθητές και φοιτητές ακόμα ξέρουν τι σημαίνει «πνέω τα λοίσθια». Συγγνώμη, που μακρηγορώ, αλλά η ερώτησή σας μού έφερε εικόνες που προκαλούν οργή και λύπη μαζί. Τα πλήκτρα στέρησαν από τον σύγχρονο άνθρωπο τη φωνή, τη χαρά του διαλόγου, της άμεσης, ζωντανής επικοινωνίας. Ο καθένας μόνος του χτυπάει πλήκτρα και νιώθει δυνατός και γνώστης των πάντων χωρίς αντίλογο. Βρίζει, προσβάλλει, χυδαιολογεί. Οι άγνωστοι Χ. Σαν τους κουκουλοφόρους καταδότες. Αλλά και πόσες φορές γίναμε μάρτυρες εικόνων ντροπής μέσα σε κοινοβούλια, δικαστήρια, εκκλησίες, ιερείς να γρονθοκοπούνται, πολιτικούς να σπάνε έδρανα και καρέκλες.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο βαρβαρότητας, χυδαιότητας, θηριώδους αγριότητας. Πέστε με ρομαντική, αλλά προσδοκώ και ελπίζω πριν περάσω στην απέναντι όχθη να προλάβω να δω πάλι τον άνθρωπο να επιστρέφει στην πνευματική και ψυχική διάσταση που του χάρισε η Σοφία της Φύσης. Να ξαναγίνει Άνθρωπος.
«Το θέατρο μού έμαθε την αξία της συλλογικότητας, της επικοινωνίας. Κάθε φορά που βρίσκομαι με έναν θίασο αισθάνομαι μέλος μιας οικογένειας, που όλοι μαζί θα ετοιμάσουμε κάτι ωραίο».
60 χρόνια θέατρο
–Κλείνοντας, κυρία Μπεμπεδέλη, έχετε διαγράψει μία μακρά διαδρομή στο θέατρο, συνεχίζετε να μαθαίνετε από τη θεατρική πράξη;
–Διαρκώς. Τα θεατρικά πρόσωπα που έχω υποδυθεί με βοήθησαν να διαμορφώσω τον χαρακτήρα μου, τον ψυχισμό μου, να ωριμάσω το πνεύμα μου. Ζυμωμένη 60 χρόνια μέσα στο θέατρο νιώθω μια διά βίου φοιτήτρια. Το θέατρο με μορφώνει με τον δικό του μαγικό τρόπο, μου ανανεώνει τα κύτταρά μου, κρατάει το μυαλό μου σε εγρήγορση. Το θέατρο μού έμαθε ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία της Τέχνης, γεωγραφία... Θυμάμαι στον «Κύκλο με την κιμωλία» και στη «Μάνα κουράγιο» σημάδευα με κόκκινο μελάνι την πορεία της Γρούσας στον χάρτη, στον Μεγάλο Παγετώνα του Καυκάσου για να φτάσει στον ποταμό Γιαν-Τσε και να περάσει το γιοφύρι. Μια πορεία αδύνατη για ένα κορίτσι και πώς την περιέγραφε ο μεγάλος Μπρεχτ! Και τις διαδρομές της Μάνας Κουράγιο που αλώνισε τη μισή Ευρώπη, η αθεόφοβη, με ένα κάρο και υποζύγια τα παιδιά της. Τρομερό! Σε έναν πόλεμο θρησκευτικό! Έχει σημασία στη μελέτη του να γνωρίζει ο ηθοποιός μέσα σε ποιες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες και πού δρα ο θεατρικός του ήρωας.
Το θέατρο μού έμαθε την αξία της συλλογικότητας, της επικοινωνίας. Κάθε φορά που βρίσκομαι με έναν θίασο αισθάνομαι μέλος μιας οικογένειας, που όλοι μαζί θα ετοιμάσουμε κάτι ωραίο. Χαίρομαι να μοιράζομαι με τους συνεργάτες μου αισθήματα χαράς, αγάπης, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, σεβασμού, μέσα σε κλίμα ηρεμίας, ευγένειας και χιούμορ. Μόνο μέσα σε τέτοιες συνθήκες δημιουργείται καλλιτεχνικό επίτευγμα. Έστω και ένα αγκάθι να υπάρξει είναι ικανό να τραυματίσει το σώμα της παράστασης. και πάνω σε αυτό δηλώνω υπερ-ικανοποιημένη που είμαι μέρος μιας υπέροχης ομάδας ταλαντούχων συναδέλφων στην «Αμφιβολία», σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αραούζου, με τη συμβολή τριών ακόμα δημιουργών. Η σκηνογραφία, η μουσική, οι φωτισμοί, συμμετέχουν δραματουργικά στην περιπέτεια των τεσσάρων ηθοποιών. Συμπάσχουν, μας παρηγορούν, μας συγχωρούν, μας εξιλεώνουν, μας αγκαλιάζουν, αφήνοντας να αιωρείται στον κήπο των Ρόδων ή στο ψυχρό μαρμάρινο –σαν κενοτάφιο– γραφείο της Αδελφής Αλοΐσιους η Αμφιβολία. Και επειδή μια παράσταση δεν μπορεί να κυλήσει χωρίς τους «αφανείς» εργάτες των παρασκηνίων θέλω να πω πόσο θαύμασα και εκτίμησα τη συνέπεια και τον επαγγελματισμό τους. Τους συγχαίρω και τους ευχαριστώ.
Πληροφορίες
Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ, «Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ. Σκηνοθεσία Ανδρέας Αραούζος. Παίζουν: Θανάσης Γεωργίου, Μικαέλλα Θεοδουλίδου, Παντελίτσα Λοΐζου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη.