ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οταν ο «Χριστός» κοψομεσιάστηκε…

Αστείες και συγκινητικές στιγμές αποθησαυρίζονται στο νέο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα «Τα Backstage του ελληνικού σινεμά»

Kathimerini.gr

Της Γιώτας Συκκά

Είναι μερικές ασπρόμαυρες παλιές ελληνικές ταινίες που δεν χορταίνεις να τις βλέπεις. Αν και ήταν κομμένες και ραμμένες πάνω στο μικροαστικό πατρόν της μεταπολεμικής Ελλάδας, στη δίψα του κοινού για ένα πιο ανέμελο πρόσωπο σε δεκαετίες φτωχές και σκληρές, οι καλύτερες απ’ αυτές ξεχειλίζουν από πηγαίο ταλέντο και ανθρωπιά.

Πίσω από το πανί υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος ηθοποιών, σκηνοθετών, τεχνικών, φροντιστών, κομπάρσων, με ανθρώπινες σχέσεις, έρωτες, ανταγωνισμούς. Αστείες και συγκινητικές στιγμές που αποθησαυρίζονται στις σελίδες του νέου βιβλίου του Μάκη Δελαπόρτα «Τα Backstage του ελληνικού σινεμά», που κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις Aγκυρα.

Ας γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Το 1916, η κινηματογραφική εταιρεία Aστυ Φιλμ επιχείρησε να γυρίσει τα Πάθη του Χριστού, τον «Ανήφορο του Γολγοθά», στην… Ακρόπολη. Ο επίδοξος σκηνοθέτης Δήμος Βρατσάνος «είχε περιμαζέψει κάτι ψωραλέα κουρασμένα άλογα, που πήγαιναν δεν πήγαιναν τα καημένα, για να ιππεύσουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, που τους είχε ντύσει με κάτι άθλιες κουρελιασμένες χλαμύδες.

Ο δύστυχος ο “Χριστός”, Γιώργος Πλούτης, τραγικά μακιγιαρισμένος, κουβαλούσε κάτι πολύ βαριά καδρόνια για σταυρό και έβριζε φωναχτά: “Με κοψομεσιάσατε, ρε μπαγάσηδες…”» Ο σκηνοθέτης είχε χαρτζιλικώσει διάφορα αλητάκια για να λιθοβολούν τον πρωταγωνιστή. Μια πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι. Και ο «Χριστός» εξερράγη! Αφησε τα καδρόνια κάτω, ξέχασε και το γύρισμα και τους πήρε στο κυνηγητό ουρλιάζοντας.

Η «Αστέρω» το 1929 ήταν η πιο επιτυχημένη ταινία της εταιρείας DAG Film των αδελφών Γαζιάδη, με την Αλίκη Θεοδωρίδη. Το φιλμ άρεσε τόσο στον Ελευθέριο Βενιζέλο όταν το είδε, που μείωσε τη φορολογία των ελληνικών ταινιών από 30% σε 10%. Το πρώτο γυμνό, όχι μόνο στον ελληνικό αλλά στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ήταν η ποιητική ταινία του Ορέστη Λάσκου «Δάφνις και Χλόη» το 1931. Τον ρόλο του Δάφνι έπαιζε ο ερασιτέχνης ηθοποιός Εντισον Βήχος και της Χλόης η Ελληνοαμερικανίδα χορεύτρια Λούση Ματλή, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα ο Λάσκος. Τον μπελά του όμως, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, τον βρήκε από τον πατέρα του πρωταγωνιστή, που για χρόνια τον κυνηγούσε με δίκαννο επειδή νόμιζε πως είχε διαφθείρει τον γιο του.

Ο Βέγγος για όλες τις δουλειές και η Βασιλειάδου όμορφη

Από τους πρώτους ζεν πρεμιέ ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας τη δεκαετία του ’40. Ο Κωνσταντάρας με τον Σακελλάριο ήταν συμμαθητές στο Λύκειο Μακρή στην οδό Ιπποκράτους. Τον θυμόταν ψηλό σαν λελέκι, με τα γόνατα πάντα χτυπημένα, ακούρευτο, να τσακώνεται για τη θέση του τερματοφύλακα. Επειτα έφυγε στο Παρίσι και όταν επέστρεψε «ήρθε στην Αθήνα σαν το φαινόμενο, ο Ερμής ζωντανεμένος. Μέχρι τότε στο θέατρο δεν είχαμε δει τόσο ωραίο άντρα!» είχε πει ο Σακελλάριος.

Αλλη πανέμορφη ήταν ασφαλώς η Μελίνα Μερκούρη. Για τον Φιλοποίμενα Φίνο, όμως, ήταν αντικινηματογραφική. Διαψεύστηκε –και δεν ήταν μια φορά– όταν η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη σημείωσε τεράστια επιτυχία. Τα γυρίσματα γίνονταν τον χειμώνα και το κρύο πιρούνιαζε ηθοποιούς και συνεργείο, ενώ τα χνώτα φαίνονταν στην κάμερα. Ο Κακογιάννης έδινε στους ηθοποιούς να μασήσουν παγάκια για να ακολουθήσει το γύρισμα. Τον Αλεξανδράκη που έπαιζε στην ταινία τον ήθελε η Μελίνα. Τον είχε πρωτογνωρίσει λίγα χρόνια νωρίτερα σε οικογενειακή συγκέντρωση, όταν ήταν ακόμη μαθητής. Σύντομα θα γινόταν από τους καλύτερους ζεν πρεμιέ. Αλλά και φάλτσος. Στην ταινία «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν», το 1949, στο πολυαγαπημένο «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα», ντουμπλαρίστηκε από τον Φώτη Πολυμέρη. Και όμως, στον Αλεξανδράκη πρόσφεραν υπέρογκα ποσά για να εμφανιστεί σε μεγάλα κέντρα της εποχής.

Ο αγαπημένος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στις πρώτες του ταινίες έπαιζε πάντα τον κακό. «Εκανα τον εγκληματία, τον φονιά, τον ληστή. Αφού νόμιζα πως στο τέλος θα μου λερώσουν το ποινικό μου μητρώο», είχε πει το 1984 στο «Εθνος».

Ο Θανάσης Βέγγος ήταν σίγουρα ο πιο ριψοκίνδυνος ηθοποιός του ελληνικού σινεμά. Στον «Παπατρέχα» θέλησε να περάσει μέσα από μια τζαμαρία χωρίς, ευτυχώς, να πάθει κάτι σοβαρό.

Η Γεωργία Βασιλειάδου αγαπήθηκε στους ρόλους της άσχημης, όμως στην προσωπική της ζωή ήταν αρκετά φιλάρεσκη. Η φωτογραφία είναι από την ταινία της Φίνος Φιλμ «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός».

Ο Θανάσης Βέγγος ξεκίνησε στον κινηματογράφο σαν παιδί για όλες τις δουλειές στο πλευρό του Νίκου Κούνδουρου. Ηθελε πολύ να μάθει τη δουλειά του τεχνικού, του φροντιστή, του ηχολήπτη, του μοντερίστα. Σε κάθε ταινία που δούλευε ως τεχνικός από το 1955 έως το 1957 του έδιναν και ένα ρολάκι. Στο «Παιδί και το δελφίνι» ήταν απλός φροντιστής. Και οι Ιταλοί συνεργάτες της Σοφία Λόρεν απορούσαν με την προθυμία του νεαρού που, κάθε φορά που άκουγε «Vengo», έτρεχε. Ο Βέγγος δεν ήξερε ότι στα ιταλικά «Vengo» σημαίνει «έρχομαι»!

Πολλές οι ιστορίες που καταγράφει ο Μάκης Δελαπόρτας στις 360 σελίδες του βιβλίου. Η Αννα Φόνσου πρωτοβγήκε στον κινηματογράφο το 1959 με το «Αγοροκόριτσο». Δεν ήθελε αμοιβή, ζήτησε μόνο να γεμίσει η Αθήνα με αφίσες της και το όνομά της. Ετσι γρήγορα θεωρήθηκε ανταγωνίστρια της Αλίκης.

«Θα με καταστρέψεις!»

Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν εξαιρετική κωμικός. Κάποια μέρα είχε ραντεβού με τον Φίνο. Βάφτηκε, περιποιήθηκε και πήγε να τον συναντήσει. Ολοι ξαφνιάστηκαν με την άψογη εμφάνισή της. «Τι όμορφη που είστε σήμερα, κυρία Βασιλειάδου», της έλεγαν, αλλά μόλις την είδε ο Φίνος, της τα έψαλε: «Θες να με καταστρέψεις, Γεωργία μου; Ο κόσμος σε θέλει αλλιώς!».

Ο Μ. Δελαπόρτας γράφει επίσης για όσα βίωσε ο Αλέκος Αλεξανδράκης με την ταινία του «Η συνοικία το όνειρο». Οι κριτικές ήταν υμνητικές, αλλά για τον Αλεξανδράκη ήταν μεγάλη οικονομική καταστροφή αφού η αστυνομία διέκοψε την προβολή της. Παραήταν ρεαλιστική…

«Ο κατήφορος» εκτίναξε τις καριέρες και των δύο πρωταγωνιστών του, της Ζωής Λάσκαρη και του Νίκου Κούρκουλου (1961). Λέγεται ότι ο ρόλος της μοιραίας Ρέας είχε προταθεί αρχικά στη Βουγιουκλάκη, αλλά εκείνη φοβήθηκε να παίξει την τολμηρή σκηνή. Ετσι άρχισε ο ανήφορος της Ζωίτσας Κουρούκλη, που ο Φίνος βάφτισε Ζωή Λάσκαρη. Η νεαρή ηθοποιός έμαθε το νέο της όνομα από τα διαφημιστικά στις εφημερίδες.

Το πιο εμπορικό ζευγάρι του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε, βέβαια, εκείνο της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Συμμαθητές και άσπονδοι φίλοι στη δραματική σχολή, ήδη από την πρώτη τους ταινία, την «Αστέρω», το κοινό τούς ήθελε μαζί. Οταν γύριζαν τη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» στη Ρώμη, στο φινάλε της ταινίας ο Παπαμιχαήλ φιλάει την Αλίκη. Ο Σακελλάριος φώναζε «στοπ» για το πλάνο, όμως εκείνοι συνέχιζαν το φιλί τους.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στη «Μουσίτσα» ερμήνευσε το «Ρίκοκο» με τον δικό της τρόπο

Εμπνευση του Δαλιανίδη ήταν το κοστούμι που φόρεσε η Μάρθα Καραγιάννη στο χορευτικό της ταινίας «Οι κληρονόμοι» (1964). Ο σκηνοθέτης της ζήτησε να γδυθεί. «Τσιτσίδι θα βγω;» τον ρώτησε. «Περίπου» της απάντησε και ζήτησε δύο βεντάλιες και λίγα φτερά και πούπουλα χύμα. Με μια ειδική κόλλα κάλυψε τα επίμαχα σημεία της καλλίγραμμης πρωταγωνίστριας και έτσι έγινε το πιο αποκαλυπτικό κοστούμι στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου». Και το σχόλιο του Κώστα Βουτσά: «Πω, πω, πρώτη φορά βλέπω τόσο ωραίο κοτόπουλο!».

Για τις αμοιβές της Ζωζώς Σαπουντζάκη τον πρώτο λόγο είχε η μαμά-κέρβερος, η Φιλίτσα. Ομως στον κινηματογράφο ο Δαλιανίδης το ξέκοψε: «Δεν θα έρχεται η μάνα σου».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση

X