ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ντέιβιντ Λιντς (1946-2025): Μεταξύ ονείρου και εφιάλτη

Τίτλοι τέλους για τον σκοτεινό σουρεαλιστή του αμερικανικού κινηματογράφου

Kathimerini.gr

Δύσκολα μπορεί να περιγραφεί το μείγμα σοκ, αμηχανίας και θαυμασμού που νιώθει κανείς όταν βλέπει για πρώτη φορά ταινία του Ντέιβιντ Λιντς.

Πόσο μάλλον αν είναι πρωτόπειρος σινεφίλ και η ταινία είναι το «Οδός Μαλχόλαντ», όπως συνέβη σε εμένα λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Από την άλλη, αυτό μπορεί να ειπωθεί για σχεδόν καθετί που έχει παρουσιάσει στην οθόνη ο Αμερικανός κινηματογραφιστής, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών.

Στην πραγματικότητα ποτέ δεν είσαι έτοιμος να δεις για πρώτη φορά Ντέιβιντ Λιντς, ενώ κάποια φιλμ, όπως για παράδειγμα το «Eraserhead» του 1977 που τον έβαλε στον κινηματογραφικό χάρτη, μπορούν να σε εκπλήξουν ακόμη και στην τρίτη ή τέταρτη θέαση.

Πώς να ένιωθαν άραγε όσοι, εκεί στα τέλη των ’70s, παρακολουθούσαν σε μεταμεσονύκτιες προβολές τον Χένρι Σπένσερ να περνάει περιπέτειες τρόμου μεταξύ του δυστοπικού περιβάλλοντος και της (ακόμη πιο εφιαλτικής) φιλενάδας του;

Σχεδόν το ίδιο αγωνιώδης ήταν η προσπάθεια του Λιντς να βρει χρηματοδότηση για να ολοκληρώσει την ταινία, η οποία βρήκε το κοινό της μακριά από τα λαμπερά φεστιβάλ και τις στήλες των επιφανών κριτικών της εποχής.

Η σχετική αυτή επιτυχία πάντως ήταν αρκετή για να δώσει στον δημιουργό της το «εισιτήριο» για την επόμενη παραγωγή, που έμελε να είναι από τις πιο πετυχημένες εμπορικά και μάλλον και η πιο mainstream της καριέρας του.

Φωτ. Shutterstock

Στον «Ανθρωπο ελέφαντα» του 1980 υπάρχει μια σκηνή όπου ο φακός πλησιάζει αργά ζουμάροντας στο πρόσωπο του γιατρού Τριβς που υποδύεται ο Αντονι Χόπκινς, καθώς τα μάτια του τελευταίου υγραίνονται.

Ο κινηματογραφικός θρύλος λέει ότι ο Λιντς δεν ήταν ικανοποιημένος με τον τρόπο που η κάμερα προσέγγιζε τον ηθοποιό, οπότε έβαλε να φορτώσουν τον ήδη βαρύ μηχανισμό της με τσουβάλια άμμου, έτσι που οι χειριστές έπρεπε να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να την κινήσουν. Συγκινημένος από το ιδιοφυές αυτό εύρημα, ο Χόπκινς δάκρυσε αυθόρμητα.

Είτε ισχύει είτε όχι, το μικρό ανέκδοτο είναι ενδεικτικό ενός δημιουργού απόλυτα αφοσιωμένου στην τέχνη του και ταυτόχρονα ρηξικέλευθου, τολμηρού και ικανού να γεννήσει κινηματογραφική συγκίνηση από τις πιο απίθανες πηγές.

Ο «Ανθρωπος ελέφαντας», όπως και άλλες ταινίες του, έχει ατέλειες, ωστόσο ο πρωτοποριακός ουμανισμός και η ασπρόμαυρη ευαισθησία του αφήνουν όλα τα υπόλοιπα στη σκιά.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το «Μπλε Βελούδο» (1986), έργο ωριμότητας πια, το οποίο παγιώνει τον μοναδικό «λιντσεϊκό» σουρεαλισμό – αυτόν που αντί να απλώνει το παράδοξο χέρι του σε μια κατά τα άλλα συνηθισμένη πλοκή, σε βυθίζει κατευθείαν μέσα στη δίνη του παραλόγου, από όπου θα αναδυθείς, αν το θες, με τις δικές σου δυνάμεις.

Σε αυτό το αριστούργημα, το νεο-νουάρ μυστήριο μπλέκεται με τολμηρές σεξουαλικές αναφορές και εικόνες, ενώ παράλληλα συστήνει το ταλέντο της Λόρα Ντερν και αποθεώνει διεστραμμένα αυτό του Ντένις Χόπερ.

Ενας άλλος πρωταγωνιστής του ωστόσο, ο Κάιλ ΜακΛάχλαν, θα γίνει ο ήρωας ενός άλλου, τηλεοπτικού αυτή τη φορά, μύθου. Το «Twin Peaks», το οποίο ο Λιντς συνυπογράφει με τον Μαρκ Φροστ, ξεκινάει από ένα κλασικό «ποιος το έκανε» αστυνομικό μυστήριο, για να καταργήσει ωστόσο στην πορεία κάθε πιθανό και απίθανο κανόνα του είδους και να εξελιχθεί, τουλάχιστον στον πρώτο κύκλο του, σε μια από τις πιο παράξενες, σαγηνευτικές εμπειρίες που μπορεί κανείς να απολαύσει μπροστά σε οποιουδήποτε μεγέθους οθόνη.

Πάντα με συνοδεία τη στοιχειωτική μουσική που δημιούργησε ο Αντζελο Μπανταλαμέντι μαζί με τον ίδιο τον Ντέιβιντ Λιντς.

Ανήσυχο πνεύμα

Ο Λιντς, εκτός από σκηνοθέτης ήταν επίσης ηθοποιός (με κάποια απολαυστικά cameo), μουσικός, ζωγράφος και ερασιτέχνης… μετεωρολόγος, όλα χαρακτηριστικά του ανήσυχου πνεύματός του.

Ταινίες όπως η «Ατίθαση Καρδιά» και η «Χαμένη Λεωφόρος», που ακολούθησαν, είναι ενδεικτικές του συνεχούς πειραματισμού όχι απαραίτητα με τη φόρμα ή την αισθητική, αλλά με τα ίδια τα κλισέ θέματα, τα οποία μεταμορφώνονται μέσα από τη μοναδική «φωνή» του. Η πρώτη του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες· η δεύτερη, επιεικώς δυσπρόσιτη για τον ανυποψίαστο θεατή, μεγάλωσε λίγο ακόμη τον καλτ μύθο του. Ισως γι’ αυτό η επόμενη, το «Straight Story», να ήταν η πιο προσγειωμένη και αυθεντικά συγκινητική της καριέρας του.

Η τελική σφραγίδα της δημιουργικότητάς του φυσικά μπήκε με το «Οδός Μαλχόλαντ» του 2001, πιθανώς την κορυφαία, σίγουρα όμως την πιο διάσημη ταινία του. Κι εδώ έχουμε μυστήριο, σουρεαλισμό, ερωτισμό, καθώς και παιχνίδι ταυτοτήτων, στοχασμό στη διασημότητα και στην ίδια τη δημιουργία.

Μία από αυτές τις ταινίες που βλέπεις ξανά και ξανά ανακαλύπτοντας όχι ακριβώς νέα στοιχεία, αλλά λόγους για να αγαπήσεις ακόμη περισσότερο την τέχνη του σινεμά.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση