Kathimerini.gr
Βίβιαν Στεργίου
Το πρώτο επεισόδιο είναι κάπως βραδυφλεγές. Μία γυναίκα που «θέλει κούρεμα», ούτε πολύ εντυπωσιακή, ούτε και άσχημη, αναλαμβάνει θέση υψηλής ευθύνης. Δεν την πολυσυμπαθούν. Είναι στο διπλωματικό σώμα κι αυτή κι ο άντρας της. Ένα power couple που μπαινοβγαίνει στα δωμάτια εξουσίας. Το πρώτο επεισόδιο είναι στα μισά κι εξετάζω το ενδεχόμενο να δω beef ή να πέσω για ύπνο όταν η ταχύτητα ανεβαίνει, πυκνώνουν οι στιγμές απαλού χιούμορ και η διπλωματική κρίση βρίσκει το καθρέφτισμά της στην κρίση γάμου της διπλωμάτισσας.
Ήδη στο δεύτερο επεισόδιο το σενάριο δείχνει τα δόντια του και χτίζει ένα πολυεπίπεδο θρίλερ. Η διπλωμάτισσα δεν γεμίζει το μάτι κανενός. Η ίδια σιχαίνεται τα φώτα της δημοσιότητας, θα προτιμούσε να κάνει ήσυχη, σκληρή δουλειά σε κάποια εμπόλεμη ζώνη. Αντί γι αυτό δοκιμάζει φορέματα και στήνει συμμαχίες στο Λονδίνο. Η προσωπικότητα του ανδρός της- επίσης διπλωμάτη- κυριαρχεί ώσπου το έργο ανοίγει και ξεδιπλώνεται με χαμηλούς τόνους και εντυπωσιακή κομψότητα, για να μιλήσει για κάτι αντιδημοφιλές: ο κόσμος προχωράει από την καθημερινή δουλειά κάποιων προσεκτικών ανθρώπων που παίρνουν το πόστο τους στα σοβαρά. Πλέκει ένα εγκώμιο του ανθρώπου που θέλει να δουλέψει, όχι να προβληθεί, ακόμη κι όταν η δουλειά του είναι να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Η καλή δημόσια λειτουργός αντιπαρατίθεται προς τους εκλεγμένους πολιτικούς που ζουν για τις κάμερες. Το έργο ρομαντικοποιεί την καριέρα σε υψηλά πόστα του δημοσίου. Και προφανώς αφού αφορά διπλωμάτες έχει λάμψη, μαύρα τζιπ, έναν διαρκή αυτοπεριορισμό στη συμπεριφορά και κάμποσες αναφορές στην Καμπούλ και το Ιράν.
Χωρίς ποτέ να ασκεί υψηλών τόνων κριτική στην αμερικανική διπλωματία ή τις σκληρότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, επιτρέπει ματιές στο χάος του σύγχρονου κόσμου. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ένας στραβοχυμένος γέρος/«ό,τι καλύτερο έχουμε για την παγκόσμια σταθερότητα» και ο αλλοπαρμένος ηγέτης του Ηνωμένου Βασιλείου μιλούν περί ανέμων και υδάτων σ’ ένα σκηνικό βγαλμένο από παραμύθι, ενώ μόνιμοι υπάλληλοι με βρετανική προφορά εκτελούν γύρω τους χορογραφημένες κινήσεις σπαταλημένης γραφειοκρατικής ενέργειας (στήνουν/ξεστήνουν επίσημα δείπνα, ντύνουν τη διπλωμάτη σταχτοπούτα για φωτογράφιση της Vogue, σκηνοθετούν στιγμές μεγαλείου πάνω σε άμαξες με πόζες μπροστά από κτίρια χαμένου αποικιοκρατικού μεγαλείου). Η σειρά δυσπιστεί μπροστά σ’ όλη αυτή τη χορογραφία της πολιτικής. Αντλώντας, προφανώς, από το υπαρκτό χάος στο παγκόσμιο στερέωμα θέτει στις θέσεις ευθύνης και εξουσίας τους γητευτές των βαθύτερων συναισθημάτων πόνου και αγωνίας του απλού κόσμου κι έπειτα τους παρουσιάζει ως τους πλέον ακατάλληλους να χειριστούν την οποιαδήποτε κρίση. Ενώ ο Πρόεδρος κινδυνεύει να πεθάνει την ώρα του καθήκοντος λόγω ηλικίας και καθώς η σειρά ανηλεώς τον δείχνει σαν κάποιου είδους έμπειρο αχυράνθρωπο που εκπροσωπεί μία ευρύτερη ατζέντα σταθερότητας, οι ισχυρές γυναίκες συσκέπτονται στα πίσω δωμάτια και καταστρώνουν με σύστημα και προσοχή τη στρατηγική τους. Είναι αδύνατο να μη δεί κανείς τους αρχηγούς σαν μικρά παιδάκια που θέλουν φροντίδα και τους μόνιμους υπαλλήλους, τα σιωπηλά επιτελεία και τις στρατιές εργαζομένων γύρω τους σαν νταντάδες.
Το έργο λέει πως η εξουσία θα έπρεπε να πηγαίνει σ’ αυτούς που δεν την θέλουν ή που δεν προτίθενται να κάνουν τα πάντα για να την καταλάβουν. Τα υψηλά πόστα θα έπρεπε να τα αναλαμβάνουν άνθρωποι που δε διαθέτουν τον χαρακτήρα που χρειάζεται ώστε να τρέχει κανείς εκστρατείες, να λάμπει όταν φωτογραφίζεται, να εκφωνεί καθημερινά πέντε-έξι λόγους. Εν ολίγοις, αρθρώνει ένα επιχείρημα υπέρ των τεχνοκρατών ή υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων καριέρας. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, όμως σίγουρα η κριτική στον τρόπο που λαμβάνει και ασκεί κανείς την εξουσία δεν είναι για πέταμα. Τι είδους προσωπικότητες είναι αυτοί οι άνθρωποι που απολαμβάνουν μία καλά σκηνοθετημένη φωτογράφηση εν μέσω μίας διπλωματικής κρίσης με νεκρούς; Κι από την άλλη, πώς γίνεται να βρεθεί κανείς στα πιο υψηλά πόστα χωρίς ποτέ να εκτίθεται πραγματικά στο μάτι και την κρίση του κόσμου;
Οι άνθρωποι που πιο πολύ ποστάρουν παρά εργάζονται δεν πρέπει να έχουν εξουσία, λέει το έργο. Κι ακόμη λέει πως είναι τουλάχιστον άβολο που ένας υπέργηρος πολιτικός (στη σειρά πάντα) φαντάζει -κι ενδεχομένως είναι- η εγγύηση μιας προοδευτικής δέσμης πολιτικών. Άνθρωποι που είχαν συνηθίσει να υπηρετούν μια υπερδύναμη, πιάνονται στην περιδίνηση μίας μεταβολής συσχετισμών. Οι ηγέτες τους χαζολογούν κάπου αποκομμένοι απ’ την πραγματικότητα κι ο κόσμος όπως τον ξέραμε ξεχειλώνει, χωρίς πάταγο, σιγά σιγά, σαν ρούχο.
Η βρώμικη δουλειά της διαχείρισης της δύναμης και των πολλαπλών συμφερόντων δίνεται εδώ με στυλ, υπόγειο χιούμορ, γνώση και μικρές δόσεις απ’ το προσωπικό δράμα των ανθρώπων με εξουσία. Κάτι σαν Borgen (2010) σε αγγλική εκδοχή, χωρίς την εξωτική ανωτερότητα των θεσμών των σκανδιναβών ή, ίσως, χωρίς τις φαντασιώσεις για ένα άλλο στυλ δημοκρατικής διακυβέρνησης που κάπου βάλτωσαν μετά το 2017.