Του Απόστολου Κουρουπάκη
Συνάντησα τον λέκτορα Γλωσσολογίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Σπύρο Αρμοστή στο γραφείο του, για να μιλήσουμε για την κυπριακή ελληνική και την ολοένα και αυξανόμενη χρήση της στον δημόσιο λόγο, η οποία γίνεται όλο και πιο απενεχοποιημένα. Ο δρ Αρμοστής μού λέει πως επιστημονικά γνωρίζουμε από έρευνες και στην Κύπρο, αλλά και από διεθνείς έρευνες σε άλλα γλωσσικά περιβάλλοντα, πως το να αξιοποιείς αυτό που μιλούν τα παιδιά στο σπίτι όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο για να μάθεις τη γλώσσα-στόχο του σχολείου (είτε αυτή είναι κοινή ελληνική στην Κύπρο, είτε η αγγλική στην Αυστραλία), αλλά μόνο πλεονεκτήματα έχει. Αναφέρει επίσης πως πλέον η χρήση της κυπριακής ελληνικής είναι απελευθερωτική για τα άτομα που επιλέγουν να τη χρησιμοποιήσουν, εξηγώντας πως «Έρχονται κοντά μου λογοτέχνες για να τους επιμεληθώ τα κείμενά τους, οπότε βλέπω ότι όντως υπάρχει αυτή η ανάγκη, διότι η χρήση της κυπριακής τελικά είναι απελευθερωτική και κάπως σαν αποκάλυψη», σημειώνοντας πως πλέον υπάρχει το αίτημα για ορθογραφική τυποποίηση.
–Περνώντας στην κυπριακή, πώς να την πω, διάλεκτο, γλώσσα, γλωσσική ποικιλία: Έχει ενδυθεί με πολιτικό μανδύα; Είναι εύκολο να μη «φοράμε» στη γλώσσα τέτοια πολιτικά ρούχα;
–Όχι, δεν είναι εύκολο να ξεφύγει από αυτό, διότι η γλώσσα είναι ένα σημαντικό μέρος των πολλαπλών ταυτοτήτων που έχει το κάθε άτομο. Μέσω της γλώσσας επίσης επιτελούμε ταυτότητες, δηλαδή μιλώντας αυτή τη στιγμή την κοινή και όχι την κυπριακή, προβάλλω μια ταυτότητα ότι έχω σπουδάσει, ξέρω να μιλώ την κοινή κ.λπ.· οπότε είναι συνδεδεμένη η γλώσσα σε τέτοιο βαθμό με τις ταυτότητές μας που αναπόφευκτα πολιτικοποιείται, ειδικά στον ελληνόφωνο χώρο, όπου η χρήση π.χ. της καθαρεύουσας έναντι της δημοτικής παλαιότερα, και σήμερα της πιο συντηρητικής γλώσσας έναντι της πιο καθομιλουμένης, συνδέεται πολλές φορές με πολιτικές ιδεολογίες ―και το ίδιο παρατηρούμε και στην Κύπρο. Συνδέεται ―δυστυχώς― η ενασχόληση με τη γλώσσα πολλές φορές με τη μία ή την άλλη πολιτική ιδεολογία, χωρίς να σημαίνει ότι πραγματικά υπάρχει. Π.χ. οι γλωσσολόγοι, ασχολούμαστε στην Κύπρο πάρα πολύ, σχεδόν όλοι, με τα κυπριακά: ακόμη και αν είσαι π.χ. στο Γαλλικό Τμήμα ενός Πανεπιστημίου, μπορείς να ασχοληθείς με το πώς οι ομιλητές της κυπριακής μαθαίνουν γαλλικά ―κι έχει γίνει όντως τέτοια μελέτη. Το ότι ασχολούμαστε όμως με την κυπριακή οι γλωσσολόγοι δεν σημαίνει φυσικά πως είμαστε όλοι της ίδιας πολιτικής ιδεολογίας ―κάθε άλλο. Για να το κάνω κατανοητό, υπάρχουν για παράδειγμα κάποιες βασικές αρχές στην επιστήμη της γλωσσολογίας, που λένε ότι όλες οι γλωσσικές ποικιλίες (είτε λέγονται γλώσσες είτε ιδιώματα, είτε διάλεκτοι, είτε ντοπιολαλιές κ.λπ.) είναι όλα ισότιμα πράγματα. Αυτή την επιστημονική αρχή την ασπάζεται και την υπερασπίζεται κάθε γλωσσολόγος, είτε ψηφίζει μπλε, είτε πράσινο, είτε οτιδήποτε.
–Αναφορικά με τη συζήτηση που συχνά γίνεται σχετικά με την ολική επικράτηση της κυπριακής ελληνικής στον δημόσιο και επίσημο λόγο έναντι της κοινής νέας ελληνικής, πώς σχολιάζεις; Γεννιούνται θέματα για τους μη φυσικούς ομιλητές;
–Σίγουρα, στο παράλληλο σύμπαν όπου θα μπορούσε να συμβεί αυτό το σενάριο ―που εδώ δεν το βλέπω να γίνεται―, θα δημιουργούσε όντως θέμα για όσους ομιλητές της κοινής δεν μιλούν τα κυπριακά και βρίσκονται στην Κύπρο. Θα δημιουργούσε βέβαια και αντιστρόφως ένα πρακτικό ζήτημα. Αν όλα ήταν στα κυπριακά στην κυπριακή εκπαίδευση (με την κοινή να απουσιάζει εντελώς, ή να διδάσκεται ως ξένη γλώσσα), τότε θα έπρεπε να παρακολουθήσουμε προπαρασκευαστικό σχολείο αν πηγαίναμε να σπουδάσουμε στην Ελλάδα ώστε να καταρτιστούμε στην κοινή, όπως κάνουμε στην Αγγλία π.χ., αν δεν ξέρουμε καλά αγγλικά. Βέβαια, να σας πω ότι η ψυχογλωσσολογική έρευνα παγκόσμια έχει δείξει ότι το να μιλάς δύο διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες ως (σχεδόν) μητρικές, όπως κάνουν οι Κύπριοι, μόνο πλεονεκτήματα έχει. Υπάρχουν γνωσιακά πλεονεκτήματα στη χρήση δύο ή περισσοτέρων γλωσσικών κωδίκων στο μυαλό μας, είτε είναι δύο εντελώς διαφορετικές γλώσσες, όπως αγγλικά με κινέζικα, είτε είναι δύο πολύ συγγενικές και πολύ κοντινές γλωσσικές ποικιλίες, όπως κοινή και κρητική, ή κοινή και κυπριακή.
«Υπάρχουν κάποιες βασικές αρχές στην επιστήμη της γλωσσολογίας, που λένε ότι όλες οι γλωσσικές ποικιλίες (είτε λέγονται γλώσσες είτε ιδιώματα, είτε διάλεκτοι, είτε ντοπιολαλιές κ.λπ.) είναι όλα ισότιμα πράγματα. Αυτή την επιστημονική αρχή την ασπάζεται και την υπερασπίζεται κάθε γλωσσολόγος, είτε ψηφίζει μπλε, είτε πράσινο, είτε οτιδήποτε».
–Την απαγόρευση χρήσης της κυπριακής πώς τη σχολιάζεις στη σχολική τάξη;
–Μπορεί τώρα τελευταία ίσως να έχουμε περισσότερη ανοχή μέσα στην τάξη, αλλά όχι από όλους. Ξέρουμε ότι υπάρχουν ρητές κατευθύνσεις από επιθεωρητές για απαγόρευση της κυπριακής στην τάξη τόσο για εκπαιδευτικούς όσο και για εκπαιδευόμενους. Είμαστε σε αυτό το στάδιο της γλωσσικής επιτήρησης ―ακόμη και σήμερα. Υπάρχουν πολύ έντονες απόψεις για το ότι δεν πρέπει να ομιλείται η διάλεκτος μέσα στην τάξη. Επιστημονικά, όμως, γνωρίζουμε από έρευνες και στην Κύπρο, αλλά και από διεθνείς έρευνες σε άλλα γλωσσικά περιβάλλοντα (στη Νορβηγία, Σουηδία, Αυστραλία, Παπούα Νέα Γουινέα), πως το να αξιοποιείς στην τάξη αυτό που μιλούν τα παιδιά στο σπίτι όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο για να μάθεις τη γλώσσα-στόχο του σχολείου (είτε αυτή είναι κοινή νεοελληνική στην Κύπρο, είτε η αγγλική στην Αυστραλία), αλλά μόνο πλεονεκτήματα αποφέρει. Πρόκειται για ένα γλωσσικό κεφάλαιο που φέρνουν μαζί τους τα παιδιά, που αν κτίσεις πάνω του και το συγκρίνεις με τη γλώσσα που προσπαθείς να διδάξεις, τελικά τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα τη γλώσσα-στόχο. Έχουμε έρευνες στην Κύπρο που δείχνουν ότι ακόμα και στο επίπεδο της διδασκαλίας της γραμματικής της κοινής νεοελληνικής έχουμε αυτά τα οφέλη αν αξιοποιηθεί η διάλεκτος. Συγκεκριμένα, ερευνητές αξιοποίησαν σε κάποιες τάξεις τη συγκριτική-αντιπαραβολική μέθοδο, δηλαδή τη διδασκαλία της κοινής συγκριτικά προς την κυπριακή, ενώ σε άλλες τάξεις δίδασκαν την κοινή χωρίς καμία αναφορά στην κυπριακή· τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών κατέδειξαν πως στις τάξεις όπου αξιοποιείτο η διάλεκτος, οι μαθητές κατάφεραν να έχουν καλύτερες γραπτές και προφορικές αποδόσεις στην κοινή σε σχέση με τους μαθητές των τάξεων όπου δεν γινόταν καμία αναφορά στην κυπριακή. Άρα αυτό που νομίζει ο κόσμος ότι για όλα φταίει η διάλεκτος όχι μόνο δεν ισχύει επιστημονικά, αλλά μάλιστα ισχύει ακριβώς το ανάποδο: η διάλεκτος βοηθά να μάθεις καλύτερα την κοινή. Το ίδιο ισχύει και στη διδασκαλία ξένων γλωσσών. Πλέον στη διεθνή βιβλιογραφία για διδασκαλία της αγγλικής, για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τη μητρική γλώσσα (ή τις μητρικές γλώσσες) των παιδιών στην τάξη αγγλικών. Πλέον θεωρείται ότι πρέπει να γίνεται και μάλιστα πρέπει να γίνεται και με πολύ δημιουργικό τρόπο. Επιτρέπεται να περνάς από τη μια γλώσσα στην άλλη, αν αυτό σε βοηθά στο τέλος να κάνεις τη διδακτική πράξη πιο αποτελεσματική. Αυτό δείχνει η έρευνα.
–Κάτι που έλεγε ο Αντώνης Αγκαστινιώτης τη δεκαετία του 1930, πέρασαν εκατό σχεδόν χρόνια και το συζητάμε ακόμα...
–Είναι εντυπωσιακό, ναι. Πολύς κόσμος πιστεύει πως όσο περισσότερο φως ρίχνεις στα κυπριακά, τόσο συσκοτίζεις την κοινή, που δεν είναι έτσι: μάλλον βοηθάς περισσότερο και την κοινή. Μάλιστα, σε παρόμοιες έρευνες στην Παπούα Νέα Γουινέα βρήκαν ότι, όταν αξιοποιείτο η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι, τα παιδιά είχαν καλύτερες επιδόσεις όχι μόνο στην εκμάθηση της γλώσσας-στόχου (της αγγλικής) αλλά ακόμα και στα μαθηματικά· φαίνεται πως όταν επιτρέπεται να μιλήσω τελικά αυτό που μιλάω σπίτι, κάπως φεύγει αυτό το ενοχικό σύνδρομο, οπότε με βοηθά να μπορώ να εκφραστώ γενικότερα (άρα και να αποκτήσω περισσότερη αυτοπεποίθηση κατά τη μάθηση ευρύτερα).
–Τα κυπριακά και κάθε άλλη γλωσσική ποικιλία μπορούν να εξυπηρετήσουν κάθε γλωσσική ανάγκη;
–Στη γλωσσολογία θεωρούμε ότι υπάρχει ισοτιμία γλωσσικών ποικιλιών, που σημαίνει ότι οποιαδήποτε γλωσσική ποικιλία μπορεί να εκφράσει δυνητικά τα πάντα, με διάφορα μέσα. Αν δεν έχει μια λέξη, μπορεί να τη δανειστεί, ή και να τη δημιουργήσει. Επίσης μπορεί να αλλάξει το νόημα μιας λέξης που είχε ήδη. Σκεφτείτε να έχουμε δύο Κύπριους πυρηνικούς φυσικούς. Είναι μέσα στο εργαστήριο, εργάζονται και πάνε να κάνουν διάλειμμα, αλλά θέλουν να συνεχίσουν να μιλούν για το πείραμά τους. Πώς θα μιλήσουν μεταξύ τους για τα πειράματα; Στην κοινή; Στα αγγλικά; Όχι! Θα μιλήσουν στα κυπριακά και αν δεν έχουμε τους όρους πυρηνικής φυσικής ―που δεν τους έχουμε―, θα τους δανειστούν από την κοινή, όπως και η δημοτική τους πήρε από την καθαρεύουσα. Αλλά πάλι κυπριακά θα μιλούν: η γραμματική (η φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη) θα εξακολουθήσει να είναι κυπριακή, ασχέτως αν χρησιμοποιήσουν μερικές όχι και τόσο παραδοσιακές λέξεις εδώ κι εκεί.
Υπάρχει γλωσσική διαφορετικότητα στην κυπριακή ελληνική
Έρχονται κοντά μου λογοτέχνες, για να τους επιμεληθώ τα κείμενά τους, οπότε βλέπω ότι όντως υπάρχει αυτή η ανάγκη, διότι η χρήση της κυπριακής τελικά είναι απελευθερωτική και κάπως σαν αποκάλυψη, λέει ο γλωσσολόγος Σπύρος Αρμοστής.
–Είμαστε στο σημείο να έχουμε μια τυποποίηση κοινή της κυπριακής διαλέκτου παραδεκτή από όλους;
–Μιλάμε για ορθογραφική κωδικοποίηση ή για γλωσσική (προ)τυποποίηση; Η γλωσσική τυποποίηση γίνεται από θεσμούς, αλλά οι θεσμοί στην Κύπρο δεν έχουν αυτή την έγνοια, οπότε δεν έχουμε τυποποιημένη μορφή της κυπριακής διαλέκτου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα εντελώς κακό, από την άποψη ότι δεν ερχόμαστε να πούμε ότι εσύ που δεν λες αυτό που λένε στην προτυποποιημένη μορφή της κυπριακής (π.χ. της Λευκωσίας;) έχεις λάθος. Τώρα, όσον αφορά την ορθογραφική κωδικοποίηση, αυτό και πάλι σε Ελλάδα και Κύπρο καθιερώνεται μέσω της Παιδείας: επίσημη ορθογραφία (και γραμματική) είναι αυτό που διδάσκεται ως σχολική ορθογραφία (και γραμματική), ό,τι κι αν έρθουν να πουν τα διάφορα λεξικά. Το υπουργείο Παιδείας δεν έχει αυτή την έγνοια να κωδικοποιήσει την κυπριακή ορθογραφία, άρα δεν υπάρχει κυπριακή ορθογραφία, στο παρόν στάδιο.
Υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για κυπριακή ορθογραφία, αφού όλο και περισσότερο την τελευταία εικοσαετία κόσμος γράφει στην κυπριακή ελληνική και πλέον όχι μόνο στα greeklish.
–Υπάρχει ανάγκη;
–Υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για κυπριακή ορθογραφία, αφού όλο και περισσότερο την τελευταία εικοσαετία κόσμος γράφει στην κυπριακή ελληνική και πλέον όχι μόνο στα greeklish. Τα greeklish έχουν δαιμονοποιηθεί, αλλά, αν το σκεφτείτε, χάρη στα greeklish, για πρώτη φορά οι ομιλητές της κυπριακής έγραφαν και διάβαζαν μαζικά κυπριακά, έστω και με ρομανικούς (λατινικούς) χαρακτήρες και εξοικειώθηκαν με τη γραφή της. Τώρα πλέον κόσμος έχει ανάγκη να γράφει κυπριακά (και) με το ελληνικό αλφάβητο. Τα κυπριακά τα βλέπουμε να γράφονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις διαφημίσεις, μέχρι και σε λογοτεχνία (πολλές φορές βραβευμένη κιόλας) που ξεφεύγει από τα παραδοσιακά στεγανά της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου. Άρα υπάρχει μια ανάγκη και αυτήν την ανάγκη τη βλέπω να έρχεται σε μένα, που έχω ασχοληθεί με τη γραφή της κυπριακής ελληνικής. Έρχονται κοντά μου λογοτέχνες, για να τους επιμεληθώ τα κείμενά τους, οπότε βλέπω ότι όντως υπάρχει αυτή η ανάγκη, διότι η χρήση της κυπριακής τελικά είναι απελευθερωτική και κάπως σαν αποκάλυψη, παρατηρώ, για τον κόσμο της τέχνης· άρα από αυτή την άποψη υπάρχει μια ανάγκη και ένα συνεχές ερώτημα «πώς να γράφω κυπριακά;». Η απάντησή μου είναι «όπως σου γιουτά», όπως σου βγαίνει πιο εύκολο· αλλά, αν θες να ενταχθείς σε μια παράδοση γραπτής αποτύπωσης της κυπριακής, η οποία ήδη υπάρχει (αλλά ο κόσμος δεν το γνωρίζει ότι η υπάρχει), θα έχεις έτοιμες λύσεις αντί να ανακαλύπτεις κάθε φορά τον τροχό: η παράδοση αυτή την οποία ακολουθώ κι εγώ είναι η χρήση διακριτικών και συγκεκριμένων ορθογραφικών συμβάσεων που να εναρμονίζονται περισσότερο με τη γλωσσική δομή της διαλέκτου και με το γλωσσικό αισθητήριο των ομιλητών της.
–Υπάρχει επιτήδευση ή τεχνητή χρήση της διαλέκτου;
–Αυτό το έχουν παρατηρήσει και λογοτέχνες με τους οποίους έχω συζητήσει, ότι δηλαδή πολλές φορές φαίνονται επιτηδευμένα τα κυπριακά σε κάποιες χρήσεις. Εδώ υπάρχει ένα «ναι, όντως» και ένα «ναι μεν, αλλά». Αν ξεφύγουμε από την άποψη ότι τα κυπριακά είναι μόνο η μορφή που μιλούν ο παππούς κι η γιαγιά στο χωριό (και που μάλιστα δεν έχουν φύγει ποτέ από το χωριό) και αυτή είναι η μόνη σωστή και αυθεντική εκδοχή των κυπριακών, τότε έχουμε πρόβλημα, διότι προσπαθείς να μιμηθείς αυτή τη μορφή, αλλά δεν είναι αυτό που πραγματικά μιλάς ―εκτός και αν γράφεις σε μια κυπριακή εποχής, που είναι ριψοκίνδυνο, αφού βλέπω συχνά να χρησιμοποιούνται γλωσσικοί αναχρονισμοί (π.χ. σε σειρές εποχής). Από την άλλη πλευρά, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη οι ομιλητές της κυπριακής ελληνικής πως, αν κάτι μας φαίνεται ότι είναι περίεργο στα κυπριακά κάποιου άλλου, πρέπει πάντα να κάνουμε δύο ερωτήσεις: «Μήπως το λέει άτομο που είναι από άλλη περιοχή;» και «Μήπως το λέει άτομο που είναι από άλλη ηλικία;», Για παράδειγμα, για μένα στα δικά μου φυσιολογικά κυπριακά το χρώμα του λεμονιού είναι «τžίτρινον», ενώ το «κίτρινον» μου ακούγεται σαν επίδραση της κοινής· για άλλους, το «κίτρινον» είναι το φυσιολογικό, ενώ το δικό μου «τžίτρινον» ακούγεται σαν να προσπαθώ να μιλήσω «βαρετά» κυπριακά, ότι «υπερδιαλεκτίζω». Αν λοιπόν, γράψω με τη δική μου φωνή λέγοντας ότι κάτι είναι «τžίτρινον», δεν πρόκειται για επιτηδευμένη χρήση της κυπριακής, αλλά εν προκειμένω για μια ―για μένα― φυσιολογική χρήση. Υπάρχει επομένως γλωσσική διαφορετικότητα στην κυπριακή ελληνική και πρέπει να γίνεται σεβαστή.