ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σταύρος Χριστοδούλου στην «Κ»: Φοβάμαι την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς

Το «Μαύρο Φλαμίνγκο» αποτυπώνει την αγωνία μου γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο πολιτικό σκηνικό

Της Μαρίνας Οικονομίδου

Της Μαρίνας Οικονομίδου

economidoum@kathimerini.com.cy

Αν περάσεις την γραμμή της βίας, υπάρχει άραγε επιστροφή; Στο νέο του μυθιστόρημα «Μαύρο Φλαμίνγκο» (εκδόσεις Καστανιώτη) ο Σταύρος Χριστοδούλου επιχειρεί να εξετάσει αυτό ακριβώς το ερώτημα. Αν δηλαδή η βία είναι νομοτέλεια ή αν πρέπει μέσα σου να υπάρχει κάτι που σε οδηγεί εκεί. Ένα νέο βιβλίο όπου και αυτή τη φορά ο συγγραφέας και δημοσιογράφος αποτυπώνει τις κύριες πολιτικές του ανησυχίες γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο πολιτικό σκηνικό. «Αυτή την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς φοβάμαι» αναφέρει σε συνέντευξή του στην «Κ», εξηγώντας πως «το γεγονός ότι συζητούμε σοβαρά ότι το 2024 στην Κύπρο μπορεί να δούμε το ΕΛΑΜ τρίτο κόμμα και με διψήφιο μάλιστα αριθμό, είναι ένα τεράστιο θέμα. Λυπάμαι αν αυτό γειώνει τη λογοτεχνία, αλλά τα πράγματα σε αυτή την περίπτωση είναι απελπιστικά πεζά».

–Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι ένα θέμα με το οποίο καταπιάνεσαι τόσο στο «Hotel National» όσο και στο «Μαύρο Φλαμίνγκο». Γιατί είναι τόσο σημαντική εκείνη η περίοδος για σένα;

–Κάθε συγγραφέας έχει θέματα που τον ακολουθούν ή θέματα στα οποία επιστρέφει. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός ως πείραμα και ως πραγματικότητα με σφράγισε ως άνθρωπο. Προσπάθησα να κατανοήσω τι ακριβώς συνέβη, τι πήγε λάθος και στο πρώτο βιβλίο έκανα την απόπειρα να ερμηνεύσω αυτή τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς. Στο «Μαύρο Φλαμίνγκο» επιστρέφω –ενδεχομένως πιο ώριμος συγγραφικά– προσπαθώντας να διερευνήσω αυτό που συνέβαινε πριν από την κατάρρευση αλλά και αυτό που συνέβη μετά. Η Γεωργία, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, μπήκε σε μία βαθιά οικονομική κρίση. Ήταν η πιο φτωχοποιημένη χώρα στην Ευρώπη και οι άνθρωποι πέρασαν μέσα από μία τρομακτική δυσκολία. Αν λόγω αυτής της πραγματικότητας, κάποιοι αναφέρονται στο πριν, δεν σημαίνει ότι το νοσταλγούν επειδή ήταν καλύτερο. Το πριν, είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικά προβληματικό και σίγουρα το μετά δεν δικαιώνει κατ’ ανάγκην ό,τι προηγήθηκε.

–Γιατί ένιωσες όμως την ανάγκη να αγγίξεις αυτό το θέμα δύο φορές;

–Επειδή έψαχνα απαντήσεις γιατί μία ιδεολογία στην εφαρμογή της, στράβωσε τόσο πολύ. Ο καθένας κουβαλά τις εμμονές του, τα θέματά του. Εγώ κάποτε πίστεψα σε αυτή την ουτοπία αλλά πολύ νωρίς απομακρύνθηκα. Είχα ζήσει στη Βουδαπέστη στις αρχές του ’80 κι είχα μία γεύση υπαρκτού σοσιαλισμού. Πάντα ήταν μέσα μου ανοικτά αυτά τα ερωτήματα.

H δημοσιογραφική σου ιδιότητα εμπλέκεται με τη συγγραφική;

–Στη φάση της έρευνας, ο δημοσιογράφος είναι πολύ παρών. Δεν ήμουν ποτέ τσακάλι του ρεπορτάζ, όμως το DNA μου είναι 100% δημοσιογραφικό. Έχω τη φυσική περιέργεια του δημοσιογράφου και αυτή η ιδιότητα με βοηθά στη μεθοδολογία. Θα διαβάσω βιβλία, ρεπορτάζ, θα πάω στους τόπους για τους οποίους γράφω, θα συναντήσω τους κατάλληλους ανθρώπους… Γενικά μαζεύω πολύ υλικό προτού ξεκινήσω τη συγγραφή. Για παράδειγμα, την Κωνσταντινούπολη τη γνωρίζω πολύ καλά, γιατί όταν εργαζόμουν στην Αθήνα πήγαινα σχεδόν κάθε χρόνο για διακοπές. Όταν έγραφα τις «Τρεις Σκάλες Ιστορία», όμως, πήγα εκεί με πλάνο και πρόγραμμα, γιατί έπρεπε να βρω τα πατήματα του ήρωά μου. Πάντοτε έχω την ανάγκη να περπατήσω στους δρόμους που περπάτησαν οι ήρωές μου. Δεν μου ήταν αρκετή η Κωνσταντινούπολη λοιπόν όπως την έζησα τουριστικά.

–Η Γεωργία, στην οποία εκτυλίσσεται ένα μέρος του βιβλίου, πώς προέκυψε;

–Ήταν μία εντελώς άγνωστη για μένα χώρα, δεν έχω βιωματικά στοιχεία, πήγα με πρόγραμμα και βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο να με ξεναγήσει. Η ξεναγός μού ανέφερε το Ρουστάβι, μία μικρή αμιγώς βιομηχανική πόλη, η οποία κτίστηκε επί Στάλιν. Σε αντίθεση με την Τιφλίδα στην οποία οι Γεωργιανοί είχαν σβήσει κάθε ίχνος σοβιετικό και ρωσικό, στο Ρουστάβι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μόλις το επισκέφτηκα είπα πως αυτός είναι ο τόπος –και ο τόπος είναι καταλύτης στα βιβλία μου. Ενώ δηλαδή πήγαινα στη Γεωργία να γράψω ένα βιβλίο με τον τίτλο «Λεβάν», την ιστορία ενός παιδιού που μπλέκει με τη Χρυσή Αυγή, μόλις βρέθηκα εκεί ξύπνησε ξανά το ενδιαφέρον μου για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και έτσι το βιβλίο κατέληξε αυτό που είναι.

–Ο ήρωας, που εμπλέκεται με τη Χρυσή Αυγή, έχει μεταναστευτικό βιογραφικό. Δεν είναι οξύμωρο;

–Οι μετανάστες έχουν συχνά θέματα ταυτότητας. Ο Λεβάν, ο κεντρικός ήρωάς μου, μεγάλωσε στην Ελλάδα και οι αναφορές του στη Γεωργία είναι περισσότερο συναισθηματικές. Είναι ενδιαφέρον ότι ένα παιδί που δέχτηκε ρατσισμό στην Ελλάδα κατέληξε σε μία τέτοια κατάσταση. Ακόμη και στην Κύπρο υπάρχει το φαινόμενο ξένοι μετανάστες να μιλούν και να τοποθετούνται ρατσιστικά απέναντι σε άλλους, πόσο μάλλον Έλληνες που αναζητούν έντονα την ταυτότητά τους, θέλουν την ενσωμάτωση. Κάποιοι, όχι όλοι βέβαια, βρίσκονται τελικά στην απέναντι πλευρά. Αυτό ακριβώς με ερέθιζε συγγραφικά.

–Πώς ένας άνθρωπος που περιθωριοποιείται οδηγείται στη βία;

–Ο Λεβάν ήταν μη ορατός, ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο που μεγάλωσε με τεράστια οικονομική δυσκολία. Στην προσπάθειά του να γίνει πιο ορατός βρέθηκε σε έναν χώρο, ένα γυμναστήριο, που ένιωσε συμβατός. Αυτό το γυμναστήριο είναι η φωλιά της Ακροδεξιάς. Το βιβλίο συνεπώς εξετάζει αν η βία είναι νομοτέλεια ή αν πρέπει μέσα σου να υπάρχει κάτι που σε οδηγεί εκεί. Ο Λεβάν δεν είναι ο απόλυτα κακός ήρωας, όμως μπαίνοντας στη σκοτεινιά της Ακροδεξιάς κάτι χάλασε μέσα του. Είναι πολύ διαφορετικό να λες μια άποψη ακραία ρατσιστική και πολύ διαφορετικό να παίρνεις ένα καδρόνι και να σπάζεις το κεφάλι κάποιου. Είναι διαφορετικό να συμμετέχεις σε ό,τι συνέβη στη Χλώρακα και στη Λεμεσό από το να είσαι κάποιος που γράφει απόψεις ομοφοβικές ή ρατσιστικές. Ο Λεβάν ξεπέρασε τη γραμμή. Το ερώτημα είναι αν περάσεις τη γραμμή της βίας υπάρχει άραγε επιστροφή; Το βιβλίο εξετάζει αυτά τα θέματα και η πολυτέλεια με τη λογοτεχνία είναι ότι δεν χρειάζεται να σου δώσει αυτή την τελική απάντηση. Η λογοτεχνία σε οδηγεί να σκεφτείς, να προβληματιστείς και πλέον εναπόκειται σε σένα να το επεξεργαστείς.

–Ως δημοσιογράφος, ωστόσο, έχεις ξεκάθαρη θέση για την άνοδο της Ακροδεξιάς…

–Έχω μία πολύ συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση και οι πολιτικές μου ανησυχίες αποτυπώνονται στο συγγραφικό μου έργο. Το βιβλίο αποτυπώνει συνεπώς την αγωνία μου γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Το γεγονός ότι συζητούμε σοβαρά ότι το 2024 στην Κύπρο μπορεί να δούμε το ΕΛΑΜ τρίτο κόμμα και με διψήφιο μάλιστα αριθμό, είναι ένα τεράστιο θέμα. Λυπάμαι αν αυτό γειώνει τη λογοτεχνία, αλλά τα πράγματα σε αυτή την περίπτωση είναι απελπιστικά πεζά.

–Είναι η περίπτωση Φύσσα που σε οδήγησε στο να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο θέμα;

–Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα με συγκλόνισε. Δεν αναφέρομαι μόνο στον Φύσσα, αλλά αυτό που έγινε με τη Χρυσή Αυγή είναι αδιανόητο για μένα. Όταν έγραφα το «Μαύρο Φλαμίνγκο» πίστευα αφελώς ότι είχε κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Τρία χρόνια μετά, όταν το βιβλίο εκδιδόταν στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή είναι στη Βουλή με άλλο καπέλο, με τον Κασιδιάρη να κάνει προεκλογικό από τις φυλακές και στην Κύπρο, ένα κόμμα που μόνο από τύχη δεν ονομάζεται Χρυσή Αυγή, συνεχώς ενδυναμώνεται υιοθετώντας άλλο μοντέλο λειτουργίας από την εγκληματική οργάνωση στην Ελλάδα. Αυτή την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς εγώ φοβάμαι.

Η πολιτική είναι θέμα ατομικής ευθύνης

Ο Λεβάν, παιδί μεταναστών, μεγάλωσε με τεράστια οικονομική δυσκολία, αποκτά ορατότητα σε ένα γυμναστήριο που αποτελεί τηφωλιά της Ακροδεξιάς. («Μαύρο Φλαμίνγκο», εκδόσεις Καστανιώτη).

–Το ανέφερες στο παρελθόν στη στήλη σου, ότι ο ψηφοφόρος δεν μπορεί πλέον να πει ότι δεν ξέρει τι ψηφίζει στην περίπτωση της Ακροδεξιάς και με όσα εκτυλίχθηκαν. Πώς αντιμετωπίζεται συνεπώς το φαινόμενο;

–Η πολιτική είναι θέμα ατομικής ευθύνης. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να οργανωθείς σε ένα κόμμα, αλλά πρέπει να πάρεις θέση απέναντι σε αυτή τη νέα δυστοπική πραγματικότητα. Εγώ προσωπικά δεν ανήκω σε κόμμα, αλλά δεν έκρυψα ποτέ ότι η τοποθέτησή μου είναι μία ματιά που προέρχεται από τα αριστερά.

–Παρατηρείται συχνά σε συγγραφείς με αριστερό αποτύπωμα, μία αίσθηση ήττας της Αριστεράς. Ισχύει για σένα;

–Δεν είναι θέμα ήττας, η Αριστερά από τη φύση της έχει έναν ρομαντισμό απέναντι στα πράγματα. Εγώ πάντοτε συντασσόμουν με αυτό που λέει ο Γιώργος Ιωάννου, ότι η Αριστερά σημαίνει διαρκής ευαισθησία. Αυτή η Αριστερά που πέρασε από πολλές περιπέτειες, συγκρούσεις, που τρώει τις σάρκες της, δεν ξέρω αν δημιουργεί το αίσθημα της ήττας… Υπάρχει όμως μια λύπη για την αδικαίωτη προσπάθεια της Αριστεράς να εκφραστεί πολιτικά και να πείσει.

–Θα περιοριστεί συνεπώς σε ένα θεωρητικό επίπεδο που θα απασχολεί τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών;

–Αυτή είναι μια ελιτίστικη προσέγγιση και εντελώς παρωχημένη πια. Η Αριστερά είχε προνομιακή σχέση με τον χώρο της διανόησης ιστορικά. Μεσολαβήσαν όμως πολλά επεισόδια. Η Αριστερά απογοήτευσε πολύ και τους άλλους και τον εαυτό της, οπότε τίποτε δεν είναι αυτονόητο πλέον. Παλεύει για να πείσει και να υπάρξει. Στο σημείο που είμαστε τώρα αποτελεί ευθύνη του καθενός να επιλέξει όχθη. Στην ουσία επιλέγεις τον τρόπο που θα δεις τον κόσμο. Στην αριστερή όχθη για μένα υπάρχει μία οπτική που είναι πολύ πιο δίκαιη. Η Αριστερά, παρά τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, παρά το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, που είναι σίγουρα αμήχανο, θα συνεχίζει να υπάρχει κόντρα στα σημεία των καιρών. Διότι η Αριστερά είναι συναίσθημα, ο τρόπος που ονειρεύεται κάποιος τον κόσμο.

Έζησα σε μία χώρα σε πένθος τα πιο ωραία μου χρόνια

–Ενώ τα πρώτα δύο βιβλία σου δεν ήταν κυπροκεντρικά, στις «Τρεις Σκάλες Ιστορία» ασχολήθηκες με την Εισβολή. Είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι που κουβαλά κάθε Κύπριος συγγραφέας το Κυπριακό;

–Δεν είναι το Κυπριακό, είναι η αναπηρία μας. Αυτό που ζούμε δεν είναι μια κανονική χώρα, είναι ένα νησί μισό και είναι μισές οι ζωές μας. Είμαι 60 χρονών και έζησα σε μία χώρα σε πένθος τα πιο ωραία μου χρόνια. Ένας λαός που μεγάλωσε σε συνθήκες μη κανονικότητας. Όσο κι αν μαϊμουδίζεις την κανονικότητα όσο κι αν θέλεις να είσαι ένας Ευρωπαίος πολίτης που ασχολείσαι με τόσα άλλα, η πραγματικότητα σε κυνηγά και σε καπελώνει. Δεν έγραψα ένα βιβλίο για το Κυπριακό αλλά γι’ αυτό που ζούμε σε αυτή τη χώρα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Επί της ουσίας ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τη μνήμη. Αυτό που με απασχολούσε είναι ο χρόνος και πώς εμείς βιώσαμε αυτό το τραύμα, γιατί είναι ένα βιβλίο για το τραύμα. Είμαστε η χώρα του τραύματος.

–Τι σε ώθησε στο να το ξεκινήσεις;

–Διάβασα για τις ομαδικές εκτρώσεις των γυναικών που βιάστηκαν στην εισβολή και η ιστορία τους με συγκλόνισε. Για τη βιαιότητα που βίωσαν, όχι μόνο με τον βιασμό τους, αλλά κι έπειτα με το κοινωνικό στίγμα. Πρέπει να σου πω ότι σοκαρίστηκα με το πόσο με επηρέασε το θέμα. Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να διαχειρίστηκα επαγγελματικά τον αφρό της ζωής, αυτό που λέμε lifestyle, για πάνω από 20 χρόνια, αλλά κουβαλούσα μέσα μου το τραύμα. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον δε, ότι κυρίως τα τελευταία δέκα χρόνια αναπτύχθηκε η λογοτεχνία του τραύματος σε σχέση με τη μυθοπλασία. Χρειαζόταν προφανώς η απόσταση για να ακουμπήσει η τέχνη τις νωπές πληγές κι ας πέρασε μισός αιώνας από εκείνο το καλοκαίρι.

–Όσο ξεκάθαρη κι αν είναι η άποψή σου δημοσιογραφικά σε θέματα που αφορούν την πολιτική, οι χαρακτήρες σου στα βιβλία παρουσιάζονται πάντα πιο σύνθετοι. Το είδαμε και στο «Hotel National» στις «Τρεις Σκάλες Ιστορία», το παρακολουθούμε και τώρα πως δεν είναι απόλυτα κακοί ή καλοί. Πού οφείλεται;

–Η λογοτεχνία δεν είναι υπόθεση καλού ή κακού, μαύρου ή άσπρου. Σε αντίθεση με τη στήλη μου που λέω την άποψή μου με απόλυτο τρόπο, στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Δεν ήθελα για παράδειγμα έναν κακό ακροδεξιό, θέλω κάποιον που έχει συσσωρευμένες αντιφάσεις. Μέσα από την περιπέτεια του Λεβάν και το μετέωρο τέλος του βιβλίου δημιουργείται προβληματισμός, γεννιούνται σκέψεις. Η λογοτεχνία δεν έχει κατ’ ανάγκη ένα «διά ταύτα». Είναι τέχνη, δεν είναι υποχρεωμένη να σου δώσει μασημένη τροφή.

–Η λογοτεχνία, δεν είναι μασημένη τροφή, όμως το «Μαύρο Φλαμίνγκο» τι θα ήθελες να αφήσει ως επίγευση στους αναγνώστες;

–Θα ήθελα να ταξιδέψω τον αναγνώστη στην «απέναντι όχθη» εκεί όπου λαθροβιούν οι άνθρωποι με τις υποθηκευμένες ζωές. Και να σκεφτεί, αυτό που λέει ο Χριστιανόπουλος, αν κοκκίνησε ποτέ για την τόση ευτυχία του κι αν κράτησε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους.

Παρουσίαση Βιβλίου

Η παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος «Μαύρο Φλαμίνγκο» του συγγραφέα Σταύρου Χριστοδούλου θα γίνει την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Δέντρο, Ενότητος 44 στη Λευκωσία. Η ώρα προέλευσης του κοινού και η υπογραφή αντιτύπων από τον συγγραφέα, είναι στις 6:00 μ.μ.

Έντυπη «Κ» 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Βιβλίο  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση