Kathimerini.gr
Νικόλας Ζώης
Οι πιθανότητες ήταν μεγάλες, πλέον όμως μοιάζει με βεβαιότητα: οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης που παράγουν ανθρώπινο λόγο, τα λεγόμενα chatbots, «εκπαιδεύονται» πάνω σε βάσεις δεδομένων που περιέχουν δεκάδες χιλιάδες πειρατικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και κάποια ελληνικά, σε ξένες μεταφράσεις.
«Ανησυχώ για το γεγονός ότι πολλοί είναι ενθουσιασμένοι με την τεχνητή νοημοσύνη», λέει ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης.
Το διαπιστώνει κανείς χρησιμοποιώντας μια μηχανή αναζήτησης που δημιούργησε πρόσφατα ο δημοσιογράφος του περιοδικού Atlantic και προγραμματιστής Άλεξ Ράισνερ. Με τη βοήθειά της, κάθε ενδιαφερόμενος επιβεβαιώνει αν τα έργα κάποιου συγγραφέα περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων Books3, η οποία, σύμφωνα με προηγούμενα ρεπορτάζ του Atlantic, τροφοδοτεί με «εκπαιδευτικό υλικό» τα chatbots της Meta του Facebook, του μιντιακού ομίλου Bloomberg κ.ά.
Οι μηχανές, λοιπόν, διαβάζουν κατ’ αρχάς τους αρχαίους: τα άπαντα του Ομήρου, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, καθώς και Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη ή και λίγο Αριστοφάνη, όπως και κάποια έργα της Σαπφούς.
Η νέα ελληνική λογοτεχνία δεν απουσιάζει. Από τη δεξαμενή των 183.000 τίτλων του Books3, ξετρυπώσαμε με τη μηχανή αναζήτησης του Atlantic μεταφρασμένα τα «Ημερολόγια εξορίας» του Γιάννη Ρίτσου, δύο ανθολογίες του Καβάφη, τα «Ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, ενώ ο Νίκος Καζαντζάκης «εκπροσωπείται» με τα «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» κ.ά.
Από σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, συναντήσαμε μεταξύ άλλων το «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» της Ζυράννας Ζατέλη, τα «Σακιά» της Ιωάννας Καρυστιάνη, το «Offshore» του Πέτρου Μάρκαρη, το «Χορεύουν οι ελέφαντες» της Σοφίας Νικολαΐδου, τις συλλογές διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και «Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα» του Χρήστου Οικονόμου, ενώ ο Απόστολος Δοξιάδης «συμμετέχει» με το «Logicomix» και το «Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ».
Τι σκέφτονται, όμως, οι ίδιοι οι συγγραφείς; Η Σοφία Νικολαΐδου επισημαίνει την «αίσθηση της μικρότητας» που νιώθει κανείς όταν το βιβλίο του βρίσκεται σε έναν τέτοιο «ωκεανό της γραφής». Πέραν τούτου, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά μια γενικότερη υποτίμηση του πνευματικού έργου. «Το να θεωρούμε ότι κάποιος μπορεί να γράφει βιβλία ως χομπίστας, κάνοντας παράλληλα άλλη δουλειά, είναι μία αντίληψη· και μια άλλη είναι το να προσπαθεί κάποιος να βιοποριστεί από τη συγγραφή, συναντώντας διαρκώς τέτοια εμπόδια», υπογραμμίζει η συγγραφέας.
«Πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους παρέμβαση, έξωθεν», λέει ο Χρήστος Οικονόμου στην «Κ», επισημαίνοντας ότι από τέτοιες συγκεντρώσεις τεράστιου όγκου πληροφοριών ήδη κάποιοι βγάζουν πολλά χρήματα. «Ενίοτε επίσης παρουσιάζονται προβλήματα ακόμη και στα παραδοσιακά πνευματικά δικαιώματα», συνεχίζει, «πόσο μάλλον όταν ελέγχονται δύσκολα. Πώς θα αποδείξω αν τα βιβλία μου που εντοπίζονται σε μια βάση δεδομένων γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης;».
Και ο Πέτρος Μάρκαρης καταλήγει: «Ανησυχώ για το γεγονός ότι πολλοί είναι ενθουσιασμένοι με την τεχνητή νοημοσύνη και αναρωτιούνται επιπόλαια αν, λ.χ., θα χρειαζόμαστε πλέον τους αρχιτέκτονες. Κανείς δεν αναρωτιέται σε τι χέρια μπορεί να καταλήξει η εφεύρεση. Οταν μου λέτε ότι τα βιβλία μου εκπαιδεύουν προγράμματα χωρίς να καταβάλλονται πνευματικά δικαιώματα, οι ανησυχίες μου επιβεβαιώνονται».