Της Aνδρονίκης Λασηθιωτάκη, lasithiotakisa@sppmedia.com
Με αφορμή τη μαύρη 50η επέτειο της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο η συγγραφέας Γιόλα Δαμιανού Παπαδοπούλου γράφει με τρόπο συγκινησιακό για τη μάνα του αγνοούμενου. Ένα θέμα που όσα χρόνια κι αν περάσουν, η μάνα που πάντα περιμένει το παιδί της που αγνοείται, θα μένει στη θύμηση σαν μεγάλη αθεράπευτη πληγή, σαν σώμα σε αποσύνθεση που στοιχειώνει την ιστορία αυτού του τόπου.
Σήμερα, ίσως δεν υπάρχουν στη ζωή αυτές οι μάνες που το παιδί τους δεν γύρισε ποτέ παρόλη την ακούραστη προσμονή, παρόλες τις προσευχές και τα τάματα, παρόλο που βγήκε στους δρόμους με τη φωτογραφία του και ρωτούσε αν το είχε δει κανείς, αν κάποιος ξέρει. Μέχρι μάντισσες και καφετζούδες πλήρωσε για μια πληροφορία ενθαρρυντική κι ας ήξερε πως θα ήταν ψέμα.
Το πουκάμισο έμεινε για πάντα αδειανό στην κρεμάστρα φρεσκοσιδερωμένο δίπλα στο γαμπριάτικο κουστούμι, για τον γάμο που ποτέ δεν έγινε.
Πολλά στρωμένα τραπέζια δεν είχαν απαρτία αυτά τα τελευταία χρόνια. Πολλά ποτήρια τσουγκρίστηκαν με την ευχή ...«και του χρόνου στα σπίτια μας» μέχρι που η ελπίδα σβήστηκε σιγά-σιγά και κανείς πλέον δεν ξεστομίζει τέτοιες ευχές.
Πολλά ποτήρια τσουγκρίστηκαν και με ευχές για όσους λείπουν... Μα, αυτοί που πρώτοι σήκωναν το ποτήρι για τις ευχές αυτές, έφυγαν από τη ζωή με τον καημό. Αυτοί οι άνθρωποι που μια μέρα έφυγαν, προσωρινά όπως πίστευαν, από τον τόπο τους έχοντας την έγνοια των παιδιών τους που ήταν στον πόλεμο, που είχαν την έγνοια αν ο Τζαμάλ που έμεινε πίσω θα θυμόταν να ποτίσει τα ζώα και τα φυτά τους, έφυγαν παντοτινά από τον κόσμο τούτο με την τελευταία τους ευχή να είναι...«Σαν πάτε πίσω στον τόπο μας, να πάρετε να θάψετε εκεί τα λείψανά μου».
Με αυτό το βάρος μείναμε ορφανά. Κανένας πια δεν θυμάται, κανείς δεν ελπίζει. Όλα άλλαξαν, ζούμε ζωές που δεν μας βοηθούν να μην ξεχνούμε. Μόνο βουρκώνουμε καμιά φορά κρυμμένοι, μη μας δούνε.
Το διήγημα της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου διανέμεται δωρεάν από τη Read Library. Κατεβάστε το σε smart phones και tablets εδώ.
Το διήγημα αυτό το αφιερώνω σ’ όλες τις μάνες της προσμονής και της εγκαρτέρησης. Ταπεινά κλίνω το γόνυ. Γ.Δ.Π.
Ακούραστη προσμονή
Τις νύχτες παλεύει με τις σκιές. Παρηγοριά στον κόρφο της το θαλασσί πουκάμισο. Τα μαραμένα χέρια της το χαϊδεύουν, του δίνουν πνοή. Το μυρίζεται και σφαλίζει τα μάτια. Μέσα της σκοτάδι βαθύ, αδιαπέραστο. Κλειδαμπαρωμένη πόρτα οι μνήμες. Τα πρώτα χρόνια οι εικόνες έρχονταν αβίαστα όπως ο αέρας τη νύχτα, διάφανες. Η μορφή του ζωντάνευε και της μιλούσε… Με τον καιρό άρχισε να ξεθωριάζει μέσα στην ομίχλη του μυαλού της. Φοβάται μην και μια μέρα οι μνήμες την εγκαταλείψουν… Κρατιέται γερά απ’ τα μάτια της ψυχής, εκεί ζωντανεύουν οι μνήμες και την πάνε πίσω… Ο Νικολάκης στην αγκαλιά της σε βρεφική ηλικία. Τον νανουρίζει αδέξια και του τραγουδάει… Οι εικόνες αλλάζουν σαν ταινία του σινεμά. Βλέπει τη ζωή του παιδιού της σ’ όλα τα στάδια. Παιδί ατίθασο στις αλάνες, έφηβος στέλνει φιλιά στον έρωτα, στα δεκαοχτώ φόρεσε το χακί και μετά τίποτα...
Έκανε τότε τη στρατιωτική του θητεία. Τον έπλυνε, τον μοσχοβόλησε και τον ξεπροβόδισε. Της άρεσε να στέκει στην αυλή να τον καμαρώνει. Πολύ του πήγαινε η στολή. Άρμεγε το βελούδο της ματιάς του, τα λακκάκια του γέλιου του και τα φύλαγε στ’ αμπάρια της καρδιάς, μέχρι την επόμενη άδεια. Εκείνο το απόγευμα του Ιούλη ήταν σαν θεός. Ένιωσε την παρουσία του πληθωρική να ξεφεύγει απ’ τα γήινα... Η ματιά της τον ακολούθησε μέχρι το τέλος του δρόμου ώσπου, σαν αετός σήκωσε τα κάτασπρα φτερά του και χάθηκε με τον άνεμο.
Εκείνος ο Ιούλης πέτρωσε το χαμόγελο του καλοκαιριού. Δεν φύσηξε αεράκι θαλασσινό με μυρωδιά κυκλάμινου... Μύριζε μπαρούτι και αίμα. Ο θάνατος νυχτοπερπατούσε στις γειτονιές και αιματοκυλούσε τα όνειρα των παλικαριών. Εκείνος ο Ιούλης έφυγε καμπουριαστός και ντροπιασμένος μ’ έναν ήλιο μεσίστιο ν’ αποχαιρετά νεκρά παλληκάρια και ορδές αιχμαλώτων που οι οχτροί φόρτωναν στα βαπόρια για την Τουρκιά.
Η μάνα τον ψάχνει, φωνάζει στους δρόμους το όνομά του. Κάποιος είπε πως τον είδε στριμωγμένο σ’ ένα Τούρκικο καμιόνι με πολλούς άλλους… Δικούς μας… Αιχμάλωτος! Αδύνατο. Ένας αητός δεν μένει αιχμάλωτος, κάποια στιγμή θα πετάξει… Το διαισθάνεται με το μυαλό, την καρδιά…. Μια μέρα θα τον δει να δρασκελά πάλι το ξωπόρτι της κι όλα θα γίνουν όπως πριν. Η ελπίδα την κρατά απ’ το χέρι και μαζί διαβαίνουν πόρτα την πόρτα, σκαλί το σκαλί σε οδοφράγματα και διαμαρτυρίες. Κάποιοι γνωρίζουν μα υποδαυλίζουν την προσμονή… Τα στόματα μένουν κλειστά για πολιτικές σκοπιμότητες. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…
Ο χρόνος την προσπερνά, το πρόσωπό της έχουν σκάψει οι οδύνες, το σώμα αργοκίνητο μα δεν τα βάζει κάτω, στο βλέμμα κρατάει τη σπίθα της προσμονής. Το μυαλό την οδηγεί σε μυστηριώδεις συνειρμούς. Ζει κι αναπνέει μονάχα για εκείνον... Για εκείνη τη στιγμή που θα τον δει να περνά ξανά το κατώφλι της. Το θαλασσί πουκάμισο έχει στα χέρια της ξεθωριάσει μα δεν παύει να το κανακεύει και να του κουβεντιάζει... Μέσα του αναβλύζει το βελούδο της ματιάς του, ακόμα και τα λακκάκια του της χαμογελούν.
Το βράδυ όλη η οικογένεια γύρω απ’ το τραπέζι. Το πιάτο στη θέση του αδειανό... Κανείς δεν τολμά να πάρει τη θέση του.... Στην αρχή τα αδέρφια δυσανασχετούν, «Αφού ο Νικολάκης δεν είναι εδώ» και η μάνα απαντά, «όπου να ΄ναι θα γυρίσει». Σερβίρει το φαγητό μα πριν, αφήνει μια μερίδα πίσω, την κρατά ζεστή... για όποια ώρα και να ‘ρθει. Το κρεβάτι του καλοστρωμένο, απλώνει απάνω γιασεμί... και το βράδυ πριν πλαγιάσει, αφήνει στο προσκέφαλο φιλί.
Πενήντα χρόνια μετά. Τα παιδιά μεγάλα πια έφυγαν απ’ το σπίτι, ο πατέρας άφησε πικραμένος την τελευταία του πνοή και η μάνα ζει αναμένοντας τον ερχομό του... Στο έρημο σπίτι μοναδική της συντροφιά η νοερή του παρουσία. Η γέρικη καρδιά αργοσβήνει κι απεγνωσμένα παρακαλεί να προλάβει εκείνος πριν από τον Χάρο. Σαν γέρνει η νύχτα, σέρνει τα κουρασμένα της βήματα μέχρι την αυλή, αφουγκράζεται ν’ ακούσει τις πατημασιές του... Στο τραπέζι το άδειο πιάτο καρτερεί. Ίσως απόψε το ξωπόρτι της διαβεί...