Του Απόστολου Τομαρά
Την Τετάρτη, 5 Ιουνίου, στις 9:30πμ, θα ανακοινώσει το Συμβούλιο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου την απόφασή του σχετικά με την προδικαστική ένσταση του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη στην υπόθεση που έχει καταχωρίσει ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης για απόλυσή του για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Κατά τη διάρκεια της σημερινής διαδικασίας που άρχισε σήμερα στις 9:00πμ και ολοκληρώθηκε γύρω στις 12:30 το μεσημέρι οι συνήγοροι των δύο πλευρών παρουσίασαν στα πλαίσια των αγορεύσεων τους τις θέσεις τους επί των σημείων της προδικαστικής ένστασης που υπέβαλε η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στην «Κ», το σκεπτικό του προδικαστικού ζητήματος στηρίζεται στην άποψη της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή πως το Σύνταγμα δεν καθορίζει με σαφήνεια αν ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αρμοδιότητα να υποβάλει αίτηση για παύση του Γενικού Ελεγκτή.
Η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή στην αγόρευσή της έκανε λόγο για συνταγματική εκτροπή εάν το Δικαστικό Συμβούλιο κάνει δεκτή την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή. Επίσης υποστηρίχθηκε πως η περίπτωση Ερωτοκρίτου δεν μπορεί να θεωρηθεί προηγούμενο και πως εάν το Συμβούλιο στην υπόθεση Ερωτοκρίτου αποφάσισε πως ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αρμοδιότητα αίτησης παύσης η απόφαση αυτή κατά την πλευρά του Γενικού Ελεγκτή είναι εσφαλμένη.
Η σημερινή διαδικασία ΄ήταν η συνέχεια αναβολής που ζήτησε η πλευρά του Γενικού Ελεγκτή την περασμένη εβδομάδα, προκειμένου να προετοιμαστεί για αγόρευση έναντι δύο προδικαστικών ενστάσεων.
Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής Νικόλας Σάντης ζήτησε εξαίρεση λόγω εργασίας του υιού του σε δικηγορικό γραφείο που εμπλέκεται στην υπόθεση. Τέθηκε επίσης ζήτημα σύγκρουσης συμφέροντος από άλλα δύο μέλη του Συμβουλίου λόγω του χειρισμού προσωπικών τους υποθέσεων από τα δικηγορικά γραφεία Καλλή και Τριανταφυλλίδη αντίστοιχα, ως προς το οποίο οι συνήγοροι δεν υπέβαλαν ένσταση για εξαίρεσή τους από τη σύνθεση του Συμβουλίου.
Ο κ. Καλλής ανέδειξε, στην προηγούμενη διαδικασία, την απουσία διοριστηρίου εγγράφου εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή προς τους συνηγόρους του και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ζήτησε να κατατεθεί το έγγραφο στην σημερινή συνεδρίαση. Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού εξέφρασε επίσης την πρόθεση του Σώματος για έκδοση οδηγιών με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας και την όσο το δυνατόν συντομότερη εξέταση της υπόθεσης.
Στην αγόρευσή του, ο συνήγορος του Γενικού Ελεγκτή Τζο Τριανταφυλλίδης εξέφρασε τη θέση ότι η υπό εκδίκαση υπόθεση είναι καινοφανής καθότι δεν έχει συζητηθεί προηγουμένως και δεν υπάρχει προηγούμενη σχετική απόφαση για ένα σοβαρό συνταγματικό και θεσμικό, όπως το αποκάλεσε, ζήτημα.
Ακολούθως, είπε ότι είναι γενικά παραδεκτό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Γενικός Ελεγκτής απολύονται υπό τους ίδιους όρους και με τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι δικαστές του Ανωτάτου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και μαζί τους ακόμα 26 πρόσωπα για τα οποία το Σύνταγμα αναφέρει ότι απολύονται με τον ίδιο τρόπο. Κατά συνέπεια, συνέχισε, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος έχει το δικαίωμα να καταχωρεί αίτημα για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή και όλων των προαναφερθέντων αξιωματούχων, προσθέτοντας πως αν αναγνωριστεί το δικαίωμα αίτησης απόλυσης του Γενικού Ελεγκτή στον Γενικό Εισαγγελέα, σημαίνει ότι ο τελευταίος δικαιούται να πράξει το ίδιο και κατά των υπόλοιπων 27, κατ' επέκταση και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας.
Είπε επίσης ότι παρότι ενδεχομένως να έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα είναι πιο σοβαρός από αυτόν του Γενικού Ελεγκτή, το Σύνταγμα καθορίζει ότι πρόκειται για δύο ανεξάρτητους θεσμικούς αξιωματούχους με συγκεκριμένες αρμοδιότητες με σχεδόν πανομοιότυπο λεκτικό, προσθέτοντας ότι η θέση της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή είναι ότι οι δύο θεσμοί είναι ομόβαθμοι και ιεραρχικά ισότιμοι.
Συμπλήρωσε ότι το Σύνταγμα δεν αναφέρει ρητά ποιος έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτημα απόλυσης, προσθέτοντας ότι δεν υπάρχει κενό στο Σύνταγμα, παρότι μπορεί να αυτό είναι σιωπηλό, με το δικαίωμα αίτησης απόλυσης κατά των 28 προσώπων, όπως έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Τρύφωνος, να ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ αντίθετα ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει αυθύπαρκτο δικαίωμα αίτησης και ο ρόλος του περιορίζεται ως νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας να συμβουλεύσει ως προς το αν τα γεγονότα μιας περίπτωσης δικαιολογούν εκκίνηση διαδικασίας απόλυσης.
Είπε ακόμη ότι ο αιτητής (ΓΕ) δικαιολογεί την νομιμοποίησή του ως προς την καταχώρηση της αίτησης παύσης ως προασπιστής του δημοσίου συμφέροντος στη βάση του άρθρου 113 του Συντάγματος, χαρακτηρίζοντας αυτή την ερμηνεία ως «πασιφανώς εσφαλμένη», δεδομένου ότι, όπως είπε, το άρθρο 113 (2) αφορά μόνο ποινικά αδικήματα, δεν έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο και δεν μπορεί να επεκταθεί η εμβέλειά του, σημειώνοντας ότι ούτε ο ρόλος του ως προασπιστή της νομιμότητας, ούτε η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος δεν επιτρέπουν εξουσίες στον Γενικό Εισαγγελέα που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία.
Συνοψίζοντας τις νομικές του εισηγήσεις, ο κ. Τριανταφυλλίδης σημείωσε ότι δεν παρέχεται εξουσία ή αρμοδιότητα στον Γενικό Εισαγγελέα από το Σύνταγμα ή τη νομολογία για αίτημα απόλυσης ανώτερου αξιωματούχου και πως το μόνο αρμόδιο πρόσωπο για καταχώρηση τέτοιου αιτήματος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως διορίζον όργανο.
Συμπλήρωσε ότι ελλείψει συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας, η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα θα πρέπει να απορριφθεί, καθώς το άρθρο 113 του Συντάγματος επί του οποίου η πλευρά του στηρίζει τη θέση της περί νομιμοποίησης αφορά μόνο ποινικές υποθέσεις, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι εάν γίνει δεκτό το αίτημα, θα πρόκειται για «σοβαρή συνταγματική εκτροπή», καθώς 27 αξιωματούχοι θα παύονται με αίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Γενικού Εισαγγελέα, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας μόνο με αίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται «διαφοροποίηση που δεν δικαιολογείται».
Επιπλέον, επεσήμανε ότι ελλείψει συνταγματικής διάταξης δεν μπορεί ο Γενικός Εισαγγελέας να επικαλείται το δημόσιο συμφέρον για υποβολή αίτησης παύσης αξιωματούχου, τονίζοντας πως αν αναγνωριστεί το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να υποβάλει αιτήσεις κατά οποιουδήποτε ανώτερου αξιωματούχου αυτός θα μπορεί «δίχως καμία ασφαλιστική δικλείδα» να υποβάλει αιτήσεις παύσης σε περίπτωση που κρίνει ότι υπάρχει ανάρμοστη συμπεριφορά, επηρεάζοντας την ανεξαρτησία των θεσμικών αξιωματούχων.
Καταληκτικά, ο κ. Τριανταφυλλίδης σημείωσε ότι η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα βασίζει το αίτημά της για νομιμοποίηση αποκλειστικά στο άρθρο 113 (2) του Συντάγματος, όπως αυτή θεωρεί ότι έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, προσθέτοντας ότι θέση της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή αποτελεί ότι το άρθρο 113 (2) αφορά αποκλειστικά ποινικά αδικήματα.
Σε σχέση με την απόφαση της υπόθεσης Ερωτοκρίτου ειδικότερα, είπε ότι αυτή αφορά συγκεκριμένα ζητήματα, χαρακτηρίζοντας εσφαλμένο το σκεπτικό της αν ερμηνεύεται ως αναγνώριση δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα να καταχωρεί αίτημα απόλυσης κατά οποιουδήποτε ανώτερου αξιωματούχου, και ζήτησε από το Συμβούλιο να αποκλίνει από αυτή την απόφαση, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα.
Η απόφαση Τρύφωνος επιβεβαίωσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να καταχωρεί αίτηση παύσης
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ο δικηγόρος Γιώργος Βαλιαντής διατύπωσε αρχικά τη θέση ότι δεν απαιτείται η έγκριση του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη νομιμοποίηση του αιτήματος απόλυσης από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Εν συνεχεία, ανέφερε ότι στις αποφάσεις των υποθέσεων Ερωτοκρίτου και Τρύφωνος έχουν τεθεί με σαφήνεια όλα τα ζητήματα, προσθέτοντας ότι στην ενδιάμεση απόφαση της υπόθεσης Ερωτοκρίτου το Συμβούλιο αναγνωρίζει με συνδυασμό των διατάξεων 112 και 113 του Συντάγματος ευρείες εξουσίες στον Γενικό Εισαγγελέα και δικαίωμα αίτησης παύσης αξιωματούχων όπως ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, προσθέτοντας ότι στην τελική απόφαση της υπόθεσης, το Συμβούλιο επαναλαμβάνει τη θέση περί δικαιώματος αίτησης από τον Γενικό Εισαγγελέα στη βάση του δημοσίου συμφέροντος και του ρόλου του ως υπερασπιστή της νομιμότητας και πως δεν επηρεάζει την κρίση του η έγκριση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Είπε επίσης ότι η απόφαση της υπόθεσης Τρύφωνος επιβεβαίωσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να καταχωρεί αίτηση παύσης και πως δεν έχουν σχέση αναφορές περί περιορισμού διώξεων σε ποινικές υποθέσεις, καθώς η απόφαση της υπόθεσης αναφέρεται σε δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να υποβάλει αίτημα παύσης για όλους πολιτειακούς αξιωματούχους χωρίς περιορισμούς.
Συμπλήρωσε ότι συνδυασμός προνοιών του Συντάγματος δίνει ύψιστο κύρος στον Γενικό Εισαγγελέα, καταδεικνύει ότι ο συντακτικός νομοθέτης έχει πλήρη εμπιστοσύνη τον θεσμό του και δεν απαιτείται συναίνεση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αντιθέτως ο Γενικός Εισαγγελέας είναι καθοδηγητής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος πρέπει να τον συμβουλεύεται για νομικά ζητήματα, ενώ ακόμα και για ζητήματα με τα οποία διαφωνεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, νομιμοποιείται ο Γενικός Εισαγγελέας να καταχωρεί αίτηση κατά ανώτερου αξιωματούχου, με την αποκλειστική δικαιοδοσία εξέτασης των αιτήσεων να βρίσκεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Στη θέση της υπεράσπισης ότι μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να υποβάλει αίτηση παύσης, ο κ. Βαλιαντής είπε ότι δεν προκύπτει τέτοιο δεδομένο στη βάση του Συντάγματος ή της νομολογίας, ενώ στη θέση περί ισότιμων θεσμών, είπε ότι η απόφαση της υπόθεσης Τρύφωνος κάνει ρητή αναφορά σε ανώτερους αξιωματούχους.
«Σημασία έχει να κριθεί αν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει για υπόθεση ανάρμοστης συμπεριφοράς, η οποία θα δεσμεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και αν μπορεί να κατατεθεί αίτηση από τον Γενικό Εισαγγελέα στη βάση προνοιών του Συντάγματος και της νομολογίας», σημείωσε ο κ. Βαλιαντής, προσθέτοντας ότι από την πλευρά του αιτητή η απάντηση είναι θετική και στα δύο ερωτήματα.
Μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αντώνης Λιάτσος είπε ότι το Συμβούλιο θα ανακοινώσει την απόφασή του σχετικά με την προδικαστική ένσταση την προσεχή Τετάρτη, 5 Ιουνίου, στις 9:30 π.μ., και κάλεσε όλες οι πλευρές να είναι προετοιμασμένες για κάθε ενδεχόμενο.
Με πληροφορίες από ΚΥΠΕ