ΚΥΠΕ
Πέρασαν 48 ολόκληρα χρόνια από το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του ’74. Η Μ...από μια περιοχή της Αμμοχώστου ήταν τότε 14 χρονών όταν υπέστη την κτηνωδία των Τούρκων στρατιωτών που την βίασαν. Σήμερα 62 χρονών, η Μαρία αναφέρει ότι εκείνο το καλοκαίρι της μαύρισε για πάντα την ψυχή και την προοπτική της ζωής της.
Νεαρό κορίτσι τότε ζούσε ανέμελα στο χωριό της και έκανε όνειρα για το μέλλον. Όνειρα που ποδοπατήθηκαν και χάραξαν με μαύρα χρώματα την μετέπειτα ζωή της. Ώριμη γυναίκα σήμερα δηλώνει πως ό,τι πέρασε στα χέρια των Τούρκων, το βιώνει κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια.
«Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν αλλά ό,τι δεινοπάθησα στα χέρια των Τούρκων, το ζω κάθε στιγμή της ζωής μου. Στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Ένας ολοζώντανος εφιάλτης που με κατατρέχει παντού, τραύματα αθεράπευτα», λέει με λυγμούς.
Μιλά σιγά και χαμηλόφωνα με δάκρυα στα μάτια γιατί δεν θέλει να την ακούσει κανένας. «Κανένας από την οικογένεια μου εκτός από την μητέρα μου, που πέθανε, δεν ξέρει για τους βιασμούς. Το κράτησα καλά κρυμμένο και θα το πάρω στον τάφο μου. Είναι κάτι που με γεμίζει με ντροπή», εξομολογείται.
Ερχόμενη στις ελεύθερες περιοχές, σε ηλικία 16 χρονών αρραβωνιάζεται με συνοικέσιο και παντρεύεται ύστερα από δύο χρόνια. Αποκτά τρία παιδιά, δύο γιους και μια κόρη. «Ήθελα πολλή αγάπη και κατανόηση από τον άνδρα μου, πράγματα που δεν βρήκα. Είχαμε διαφορές, χωρίσαμε στο τέλος», σημειώνει.
Τα παιδιά της έδωσαν τον λόγο να ζει, να αγωνίζεται και να παλεύει για να τα μεγαλώσει. «Ήθελα να τους δώσω ό,τι χρειάζονται για να είναι ευτυχισμένα. Δούλεψα σκληρά σε χίλιες δουλειές για να τα μεγαλώσω, να τα σπουδάσω, να τα κάνω ανθρώπους χρήσιμους στην κοινωνία. Τα παιδιά μου ήταν η μόνη χαρά που είχα στην ζωή», αναφέρει.
Σήμερα απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων της. Τα παιδιά της είναι όλα αποκαταστημένα κι έχει και δύο εγγόνια που την αγαπούν πολύ. «Χαίρομαι να βλέπω όλη την οικογένεια να έρχεται στο σπίτι, τώρα που έμεινα μόνη μου, τα εγγόνια μου να με αγκαλιάζουν και να με φιλούν. Νιώθω ότι κάτι κατάφερα στη ζωή μου. Τους μεγάλωσα και τώρα ζουν ευτυχισμένοι τη ζωή τους. Δεν θέλω να τους συμβεί τίποτα κακό», λέει.
Σε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, αναφέρει, προσπάθησε να παραμερίσει τα δικά της βιώματα και τις ψυχολογικές συνέπειες που είχαν, βρίσκοντας την δύναμη να δώσει αγάπη στα παιδιά της αλλά και στους γύρω της ελαφρύνοντας το βάρος που έχει στην ψυχή της.
Ένα βάρος ασήκωτο, εξομολογείται, που κατάφερε μερικώς να το ξεπεράσει βρίσκοντας καταφύγιο στον Θεό. «Έπρεπε να πιαστώ από κάπου. Κανένας δεν ήξερε τι πέρασα, να του μιλήσω, να τα βγάλω από μέσα μου. Στράφηκα στον Θεό και στην Παναγία, που με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου. Τους έχω δίπλα μου, μέρα και νύχτα. Με βοήθησαν να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να ζήσω».
Η πορεία της στα χρόνια που πέρασαν ήταν δύσκολη. Τα αποτυπώματα του χρόνου και των δυσκολιών είναι έντονα χαραγμένα στο πρόσωπο της που έχει μια θλίψη.
Σήμερα δεν εργάζεται πλέον. Προέχει η υγεία της για την οποία δίνει μάχη. «Έχω τα παιδιά μου κοντά μου και αυτό μου δίνει δύναμη. Μαζί τους, όλα μπορώ να τα ξεπεράσω», λέει.
Λυπάται που δεν έτυχε της ανάλογης μόρφωσης ώστε να έχει μια καλύτερη ζωή. Ήταν άλλωστε η περίοδος μετά τους βιασμούς και τον ξεριζωμό και τα δυσβάστακτα οικονομικά της οικογένειας, που δεν της έδωσαν την δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές της, όπως θα ήθελε.
Το θέμα οικονομικής επιβίωσης αυτής και των παιδιών της όλα αυτά τα χρόνια ήταν δύσκολο. Δούλεψε σκληρά αλλάζοντας απανωτές δουλειές για να τα καταφέρει. Εδώ και τρία χρόνια παίρνει και ένα επιπλέον επίδομα που εγκρίθηκε από την κυβέρνηση για τις γυναίκες-θύματα βιασμών της εισβολής.
Μιλώντας μαζί της, μου αναφέρει ότι κάθε Καλοκαίρι, η επέτειος της εισβολής της βάζει μαχαίρι στην καρδιά. «Όλα ξυπνούν μέσα μου, κλαίω, βασανίζομαι. Ξαναζώ εκείνες τις φρικτές στιγμές και μαυρίζει η ψυχή μου. Είναι ένας εφιάλτης που δεν τελειώνει ποτέ».
Σιωπά για λίγο και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια της. Θυμάται.
«Ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος και δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα ζώα του όταν ξέσπασε το κακό, κι έτσι μείναμε όλη η οικογένεια εγκλωβισμένη.
Βγήκαμε στα περιβόλια, έξω από το χωριό. Ήμασταν εκεί κάπου εκατό άτομα, τέσσερις ημέρες κρυμμένοι. Η νύκτα γινόταν μέρα. Έριχναν φωτοβολίδες κι ήξεραν ότι ήμασταν κρυμμένοι. Ακούγαμε τα τανκς στο δρόμο που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μας έριξαν φυλλάδια από ελικόπτερο, με την μισή Κύπρο ζωγραφισμένη άσπρη και την άλλη μισή κόκκινη και μας έλεγαν να παραδοθούμε, αλλιώς θα μας σκοτώσουν.
Μπήκαμε στο χωριό με τα χέρια ψηλά. Βλέπαμε ανθρώπους σκοτωμένους στο δρόμο. Μας μάζεψαν στην αυλή του σχολείου. Μας τραβούσαν απ΄ εδώ και απ΄ εκεί. Ξεχώρισαν άνδρες από γυναίκες, μωρά, τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα, τους έβαλαν σε αίθουσες σχολείου. Σε δύο φορτηγά φόρτωσαν αιχμαλώτους. Τον πατέρα μου τον πήραν αιχμάλωτο.
Εμένα, τη μητέρα μου και την αδελφή μου έξι χρόνων με άλλες γυναίκες μας πήραν στα τελευταία σπίτια του χωριού. Από την πρώτη νύκτα ήρθαν να μας μετρήσουν. Επιάσαν με εμένα κι άλλες κορούδες και μας πήραν μέσα στα χωράφια θεοσκότεινα. Με τραβούσε η μάνα μου αλλά την κτυπούσαν με το κοντάκι. Με τράβηξαν με το ζόρι, έξω μακριά. Έφευγε ο ένας κι ερχόταν άλλος κι εγώ να αιμορραγώ, να παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει, να φωνάζω, ένα μωρό δεκατεσσάρων χρόνων. Έκαναν το κέφι τους και μας έπαιρναν πίσω. Άκουγα τις γυναίκες που σκέφτονταν να αφήσουν το γκάζι της κουζίνας ανοικτό για να αυτοκτονήσουμε, να γλυτώσουμε από αυτό το μαρτύριο.
Κάθε νύκτα τα ίδια πράγματα. Κρυβόμαστε στο πατάρι του σπιτιού, αλλά μας έβρισκαν και μας τραβούσαν από τα μαλλιά. Συνέχισε αυτή η φρίκη μέχρι δύο-τρεις μήνες. Να πιάνεις με βάρβαρο τρόπο μια κορούδα, να την παίρνεις στα χωράφια, να έρχεται ο ένας και ο άλλος, να γελούν μεταξύ τους και να τους βλέπεις, να φωνάζεις, να σε καίνε με τα τσιγάρα. Τα χέρια μου είναι σημαδεμένα από τα τσιγάρα τους που τα έσβηναν πάνω μου».
Όμως τώρα έχεις τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου που σε κάνουν ευτυχισμένη, της αναφέρω για να αλλάξω κλίμα στην έντονη φόρτιση συναισθημάτων.
«Ναι, αυτή ήταν η μόνη χαρά που είχα στην ζωή μου. Θέλω να είναι πάντα ευτυχισμένοι, να μην τους συμβεί τίποτα κακό στην ζωή τους, κι εγώ θα διαβώ ήρεμα μαζί τους. Δεν θέλω τίποτα άλλο από την ζωή», λέει σκουπίζοντας τα δάκρυα της.