Του Βασίλη Νέδου
Η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να κοινοποιήσει στους ηγέτες της Ε.Ε. μαζί με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη τις πληροφορίες που έχουν έως τώρα δημοσιευθεί και αφορούν την αναβίωση σχεδίων οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) ανάμεσα στην Τουρκία και τη Συρία, στα πρότυπα του τουρκολιβυκού μνημονίου, είχε στόχο να αναδειχθεί ένα ζήτημα το οποίο οι πολιτικές ηγεσίες στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης αγνοούσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου. Η ευαισθητοποίηση των Ευρωπαίων αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο η Αθήνα και κυρίως η Λευκωσία, η οποία θίγεται από το τουρκικό σχέδιο, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν.
Κατά ένα σενάριο, το οποίο είναι απολύτως εφικτό, η Ε.Ε. θα μπορούσε σε κάποια φάση να συμπεριλάβει σε ένα από τα κείμενα συμπερασμάτων Συνόδου Κορυφής αναφορά σχετικά με την ανάγκη σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και δικαιοδοσιών των κρατών, τα οποία συνορεύουν με τη Συρία όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα. Για την ελληνική πλευρά κάτι τέτοιο θεωρείται ρεαλιστικός στόχος, καθώς υπάρχει το αρνητικό προηγούμενο του τουρκολιβυκού μνημονίου, επί του οποίου η Ε.Ε. είχε τοποθετηθεί επισήμως περιγράφοντάς το ως μια συμφωνία που δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα, καθώς παραβιάζει τα δικαιώματα τρίτων κρατών.
Στόχος, η ΕΕ να συμπεριλάβει στα συμπεράσματα Συνόδου Κορυφής την ανάγκη σεβασμού κυριαρχικών δικαιωμάτων χωρών που συνορεύουν στη θάλασσα με τη Συρία.
Ανάλογες κρούσεις αναμένεται ότι θα γίνουν και προς τις ΗΠΑ, που ήδη έχουν αρχίσει να ανοίγουν άμεσους διαύλους επαφών με τον ισχυρό άνδρα της σημερινής Συρίας, τον Αμπού Μοχάμεντ αλ Γκολάνι, ο οποίος, στο μεταξύ, άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα που του αποδόθηκε στη γέννησή του (Αχμεντ αλ Σάρα). Ηδη με εντολή του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν μεταβαίνει στη Δαμασκό για να τον συναντήσει η επικεφαλής της Διεύθυνσης Μέσης Ανατολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μπάρμπαρα Λιφ.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να οριοθετήσει ΑΟΖ με τα κράτη που έχουν ακτογραμμή στο Λεβάντε (Συρία, Λίβανο, Ισραήλ), με βάση τις ιδιότυπες αντιλήψεις της Αγκυρας για την ουσιαστική ανυπαρξία υφαλοκρηπίδας νησιών όπως η Κύπρος –μάλιστα όχι μόνο η ελεύθερη Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και τα κατεχόμενα εδάφη που συνιστούν το ψευδοκράτος–, ήταν αναμενόμενη στο υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, οι κακές σχέσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Μπασάρ αλ Ασαντ τα τελευταία 15 χρόνια είχαν ουσιαστικά οδηγήσει αυτές τις προτάσεις στο περιθώριο.
Στιγμιότυπο από ομιλία του Αμπού Μοχάμεντ αλ Γκολάνι σε υποστηρικτές του στο τέμενος Ουμαγιάντ στη Δαμασκό. Την επικεφαλής της Διεύθυνσης Μέσης Ανατολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στέλνουν στη Συρία οι ΗΠΑ με στόχο να ανοίξουν δίαυλο επικοινωνίας με τον νέο ισχυρό άνδρα της χώρας. [A.P. Photo/Omar Albam]
Η πτώση Ασαντ δημιουργεί, προφανώς, ξανά τις συνθήκες για την επαναφορά των προτάσεων οριοθέτησης ΑΟΖ Τουρκίας και Συρίας. Η ταχύτητα με την οποία η Αγκυρα επανέφερε αυτές τις προτάσεις στο τραπέζι, μάλιστα με διάφορους τρόπους, επιβεβαιώνει όλους όσοι υποστηρίζουν ως πιθανότερο το αρνητικό σενάριο εξέλιξης. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι σε λίγους μήνες, εφόσον η κατάσταση στη Συρία σταθεροποιηθεί, θα είναι δυσκολότερο για όποια κυβέρνηση στη Δαμασκό να κινηθεί στο διεθνές πεδίο με τρόπους που βρίσκονται στα όρια της διεθνούς νομιμότητας.
Δεδομένου, πάντως, ότι η Αθήνα επί της ουσίας δεν μπορεί να επηρεάσει οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, δύο χωρών με συνοριακή γραμμή 900 χιλιομέτρων, εκείνο που προσπαθεί να υπογραμμίσει είναι η ανάγκη να αποφευχθούν οι «κερκόπορτες», οι οποίες θα ενίσχυαν το άλλοθι νομιμοφάνειας που επιχειρεί να δημιουργήσει η Αγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο και έχει ως μοναδικό επιχείρημα αυτή τη στιγμή το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Προς το παρόν η Αθήνα κρατάει από όλη αυτή τη δυσεπίλυτη εξίσωση ζητημάτων που ανοίγουν μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ τις άριστες σχέσεις με το Ισραήλ, έναν από τους βασικούς παράγοντες ισχύος στην περιοχή.