ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ανοιχτή πληγή η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, λέει ο ΠτΔ κατά τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων και κειμηλίων

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης σε χαιρετισμό του ανέφερε ότι σήμερα, με τον πλέον επίσημο τρόπο, ολοκληρώνεται μια από τις πιο πολύκροτες και πιο χρονοβόρες περιπτώσεις επαναπατρισμού κυπριακών αρχαιοτήτων

ΚΥΠΕ

Η λεηλασία της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου αποτελεί μια από τις πλέον τραγικές ανοιχτές πληγές της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, δήλωσε τη Δευτέρα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, στο Κυπριακό Μουσείο, όπου έγινε η επίσημη τελετή παράδοσης των επαναπατρισθέντων αρχαιολογικών και εκκλησιαστικών αντικειμένων από το Μόναχο, που είχαν κλαπεί και εξαχθεί παράνομα από την κατεχόμενη Κύπρο από τον αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen και κρατούνταν από τις γερμανικές αρχές.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης σε χαιρετισμό του ανέφερε ότι σήμερα, με τον πλέον επίσημο τρόπο, ολοκληρώνεται μια από τις πιο πολύκροτες και πιο χρονοβόρες περιπτώσεις επαναπατρισμού κυπριακών αρχαιοτήτων.

«Σήμερα έχουμε την τρίτη φάση του επαναπατρισμού, αλλά δεν ολοκληρώνεται για εμάς η διαδικασία», δήλωσε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επισημαίνοντας ότι «αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί όταν όλα αυτά τοποθετηθούν πίσω σε μια ελεύθερη και επανενωμένη πατρίδα».

«Επαναπατρίζονται στον τόπο μας μετά από προσπάθειες του Τμήματος Αρχαιοτήτων, της Εκκλησίας της Κύπρου, της Νομικής Υπηρεσίας και της Πρεσβείας μας στο Βερολίνο, σε συνεργασία με τις αρχές του Κρατιδίου της Βαυαρίας στη Γερμανία, τα τελευταία –είναι η τρίτη φάση όπως ενημερώθηκα από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Γιώργο Γεωργίου– αρχαιολογικά και εκκλησιαστικά αντικείμενα που εξήχθηκαν παράνομα από την Κύπρο από τον γνωστό σε όλους μας Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen και κατακρατούνταν στο Μόναχο μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής δικαστικής διαδικασίας», σημείωσε.

Πρόσθεσε ότι η λεηλασία της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου αποτελεί μια από τις πλέον τραγικές ανοιχτές πληγές της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής, που δυστυχώς φέτος σηματοδοτείται η θλιβερή 50ή επέτειος.

«Εκατοντάδες εκκλησίες και αρχαιολογικοί χώροι έχουν λεηλατηθεί και δεκάδες χιλιάδες εκκλησιαστικά κειμήλια και αρχαία αντικείμενα έχουν εξαχθεί παράνομα από την κατεχόμενη μας πατρίδα», είπε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης.

Επεσήμανε ότι η εξάλειψη και σκόπιμη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς συγκροτούν μέσο στοχοποίησης των ίδιων των ανθρώπινων κοινωνιών που τα δημιούργησαν, για τις οποίες η κληρονομιά αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της μοναδικής τους ταυτότητας.

Σημείωσε ότι η λεηλασία μουσείων, αρχαίων μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, θρησκευτικών μνημείων και συλλογών αρχαιοτήτων στις κατεχόμενες περιοχές είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μια διαρκής και μη αναστρέψιμη πραγματικότητα με καταστροφικές συνέπειες, και μπορεί ο οποιοσδήποτε πολύ εύκολα να το διακρίνει αν επισκεφθεί τις κατεχόμενες περιοχές.

Υπέδειξε ότι «ο κάθε επαναπατρισμός, η κάθε επιστροφή αντικειμένων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς στους νόμιμους δικαιούχους τους πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια έμπρακτη συλλογική επιτυχία όλων των φορέων για διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας ταυτότητας».

Είπε ακόμη ότι ουσιαστική και έμπρακτη είναι η συμβολή όλων των αρμόδιων υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας στον αγώνα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και των πολιτιστικών αγαθών, αφού πρωτοστάτησε στον σχεδιασμό της σχετικής Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Αδικήματα που σχετίζονται με τα Πολιτιστικά Αγαθά, γνωστή και ως Σύμβαση της Λευκωσίας, που υπογράφηκε μέχρι στιγμής από 13 χώρες.

Ο Επίσκοπος Καρπασίας, Χριστοφόρος, εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Γεωργίου, δήλωσε ότι «είναι αναμφίβολα σήμερα μια σημαντική μέρα, γιατί μετά από 27 χρόνια επίμονης προσπάθειας και δικαστικών αγώνων τερματίζεται η πλέον σημαντική υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας κυπριακών κειμηλίων μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974».

Πρόσθεσε ότι επαναπατρίζονται 24 εκκλησιαστικά κειμήλια και 36 προϊστορικές και άλλες αρχαιότητες σημειώνοντας ότι «ο καταδικασθείς αρχαιοκάπηλος απεβίωσε το 2021, όμως γνωρίζουμε ότι οι κληρονόμοι του, δυστυχώς ακόμα, κατέχουν και διακινούν παράνομα κλεμμένα πολιτιστικά αγαθά από την Κύπρο».

«Γνωρίζουμε όλοι ότι στην διαδικασία επανάκτησης των εκκλησιαστικών μας θησαυρών αναγκαστήκαμε πολλές φορές να καταβάλουμε σημαντικά ποσά, να πληρώνουμε για τα δικά μας που έχουν κλαπεί. Προσβλέπω σε μια νέα διαδικασία στο μέλλον, ώστε η απόκτηση των θησαυρών μας να επιτυγχάνεται χωρίς οποιοδήποτε τίμημα εξαγοράς τους εκ μέρους μας», σημείωσε.

Δήλωσε ότι τα αντικείμενα θα φυλάσσονται «μέχρι την ευλογημένη εκείνη ώρα της απελευθέρωσης» στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στη Λευκωσία, μαζί με εκείνα που επιστράφηκαν το 2013 και το 2015.

Ο κ. Χριστοφόρος ευχαρίστησε θερμά όλους όσοι συνέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια με οποιονδήποτε τρόπο στην επιτυχή ολοκλήρωση της υπόθεσης.

Τέλος, ο κ. Χριστοφόρος ευχαρίστησε τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη για την ανταπόκρισή του να συμβάλει το κράτος για αναστήλωση του μοναστηριού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη (Καρπασίας), από όπου έχουν κλαπεί τα περίφημα ψηφιδωτά και έχουν επαναπατριστεί.

Από πλευράς του ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, Γιώργος Γεωργίου, δήλωσε ότι με τη σημερινή τελετή φτάνει στο τέλος της μια από τις πολλές υποθέσεις ξεριζωμού του πολιτισμού της Κύπρου και κλείνει τυπικά η πολύκροτη υπόθεση του αρχαιοκάπηλου και μεγαλέμπορου Aydin Dikmen.

Σήμερα, όπως είπε ο κ. Γεωργίου, επιστρέφει στην Κυπριακή Δημοκρατία το τελευταίο τμήμα από τις κυπριακές αρχαιότητες αυτής της υπόθεσης που κρατούνταν στο Μόναχο, ενώ είχε προηγηθεί ο σταδιακός επαναπατρισμός των υπολοίπων, το 2013 και το 2015.

Εξήγησε ότι επαναπατρίζονται οι τελευταίες 60 αρχαιότητες αυτής της υπόθεσης (από 318 αρχικά), που χρονολογούνται από την προϊστορία μέχρι και τον 19ο αιώνα, σημαντικό μέρος των οποίων είναι εκκλησιαστικά αντικείμενα που επιστρέφονται στην Εκκλησία της Κύπρου.

Υπέδειξε ότι η συμβολή του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην υπόθεση Dikmen αποτελεί ένα μόνο τμήμα της πολυεπίπεδης εργασίας και προσπαθειών του για την πάταξη της σύλησης και παράνομης διακίνησης της αρχαιολογικής κληρονομιάς της χώρας.

Προς την κατεύθυνση αυτή, συνέχισε, «έχουμε ενισχύσει και καταστήσει αυστηρότερη την εθνική νομοθεσία, η Δημοκρατία έχει επικυρώσει σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συνυπογράψει διακρατικές και διεθνείς συμφωνίες και μνημόνια». Αναφέρθηκε επίσης, στις δράσεις που προβαίνει το Τμήμα Αρχαιοτήτων για προβολή και προστασία των μουσείων, των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων.

Εξάλλου, σύμφωνα με ανακοίνωση από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, του Υφυπουργείου Πολιτισμού, στις 20 Ιουνίου 2024, επαναπατρίστηκαν αρχαιότητες και εκκλησιαστικά κειμήλια που είχαν κλαπεί και εξαχθεί παράνομα από τον αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen και κρατούνταν από τις Γερμανικές αρχές.

Σημειώνεται ότι ο επαναπατρισμός των εν λόγω αντικειμένων αποτελεί την τελευταία πράξη στην πολύπλοκη και σημαντικότατη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας από τον γνωστό αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen, η οποία, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει τις πολύμορφες και πολλαπλές συνέπειες του πολέμου και της κατοχής.

Προστίθεται ότι οι αρχαιότητες και τα εκκλησιαστικά κειμήλια, τα οποία είχαν κλαπεί από τις κατεχόμενες από τον τουρκικό στρατό περιοχές, μετά το 1974, είχαν ανευρεθεί στην κατοχή του Aydin Dikmen στο Μόναχο, το 1997. Κατασχέθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του Μονάχου και ακολούθησε πολυετής δικαστική διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε στις 18 Μαρτίου 2013, όταν οι δικαστικές αρχές του Μονάχου απέρριψαν την έφεση του Τούρκου αρχαιοκάπηλου Aydin Dikmen στην απόφαση για τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων και εκκλησιαστικών κειμηλίων που είχαν κλαπεί. Ακολούθησαν δύο επαναπατρισμοί, με πέραν των 200 αρχαιολογικών ευρημάτων και εκκλησιαστικών κειμηλίων να επιστρέφουν στην Κύπρο, τον Νοέμβριο 2013 και τον Αύγουστο 2015.

Σημειώνεται ότι ανάμεσα στα αντικείμενα που έχουν επαναπατριστεί στις 20 Ιουνίου περιλαμβάνονται πικρολιθικά ειδώλια και κοσμήματα της χαλκολιθικής περιόδου, σανιδόσχημα ειδώλια και αγγεία της πρώιμης- μέσης εποχής χαλκού, πτηνόσχημα ειδώλια και ρυτά της ύστερης εποχής χαλκού όπως επίσης και χάλκινες αιχμές δόρατος. Σημαντικό μέρος των επαναπατρισθέντων αποτελούν εκκλησιαστικά κειμήλια, κυρίως εικόνες.

«Η επιτυχής έκβαση της δύσκολης αυτής υπόθεσης εξαρτάται από τις κοινές προσπάθειες τμημάτων και θεσμών όπως τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής για την Πάταξη της Σύλησης και της Παράνομης Διακίνησης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και τους προϊστάμενους των τμημάτων που εκπροσωπούνται,την Εκκλησία της Κύπρου, η συμβολή της οποίας ήταν και είναι καίρια σε όποιο αίτημα αφορά εκκλησιαστικά αντικείμενα», προστίθεται.

Αναφέρεται ακόμη ότι μαζί με τις πιο πάνω αρχαιότητες επαναπατρίστηκαν και εννέα αρχαιότητες οι οποίες είχαν εξαχθεί παράνομα πάλι από τον Aydin Dikmen και αγοράστηκαν από την κ. Κατερίνα Χατζηστυλή, αρχαιολόγο/βυζαντινολόγο, σε δημοπρασία. Σημειώνεται ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων επιθυμεί να ευχαριστήσει την κ. Χατζηστυλή για τη δωρεά των εν λόγω αρχαιοτήτων.

Επίσης, σύμφωνα με την ανακοίνωση, επαναπατρίστηκε μια κεραμική άμαξα (terracotta quadriga) της Αρχαϊκής Περιόδου (750-475 π.Χ.) η οποία ανήκε σε ιδιωτική συλλογή στην περιοχή της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Είχε εντοπιστεί, κατόπιν τακτικού ελέγχου από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, να πωλείται σε διαδικτυακή δημοπρασία στη Γερμανία στις 23/01/23. Αναφέρεται ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων επιθυμεί να ευχαριστήσει την Αστυνομία Κύπρου, την Interpol Κύπρου και την Eurojust για τη σημαντική συνεισφορά τους στον επαναπατρισμό της κυπριακής αυτής αρχαιότητας.

Επισημαίνεται ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ως το αρμόδιο Τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας για την προστασία και τη διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς της Κύπρου, θα συνεχίσει τις εντατικές του προσπάθειες για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς τόσο της Κύπρου όσο και άλλων χωρών, πάντα σε στενή συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή για την Πάταξη της Σύλησης και της Παράνομης Διακίνησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Όπως αναφέρεται, οι προσπάθειες αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εντατικοποίηση των προσπαθειών εντοπισμού, διεκδίκησης και επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων, που έχουν εξαχθεί παράνομα, τον έλεγχο των εισαγωγών πολιτιστικών αντικειμένων, την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στον τομέα αυτό, την ενίσχυση της εκπαίδευσης του προσωπικού των αρμόδιων Αρχών σε θέματα καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων και την ευαισθητοποίηση του κοινού, του οποίου ο ρόλος είναι καθοριστικός για την προστασία της κοινής μας πολιτιστικής κληρονομιάς.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση