Του Βασίλη Νέδου
Η τεχνητά ανέμελη βόλτα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Σέντραλ Παρκ πριν από λίγες ημέρες, με τους υποτιθέμενους θαυμαστές του να ξεπροβάλλουν μπροστά στον δήθεν έκπληκτο, αλλά πάντα έτοιμο, ηγέτη ήταν, όπως φαίνεται, δείγμα μιας ακόμη απελπισμένης προσπάθειας των επιτελών του στο Λευκό Παλάτι να προβάλουν μια εικόνα φιλική προς το δυτικό κοινό. Επρόκειτο, βέβαια, για μία ακόμη αποτυχία του πολυπλόκαμου επικοινωνιακού μηχανισμού του Τούρκου προέδρου. Ακολούθησαν οι γνωστές ευθείες επιθέσεις κατά της Ελλάδας από το βήμα του ΟΗΕ, σε ένα κρεσέντο ρητορικής κλιμάκωσης που είχε, βέβαια, ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα – από την κατά γενική ομολογία επιτυχημένη επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Μάιο.
Από όλα όσα έχουν εκτυλιχθεί αυτή τη μακρά περίοδο καθίσταται σαφές ότι πέρα από τις υφιστάμενες και γνωστές δυσκολίες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ατμόσφαιρα παροξύνεται από την προσπάθεια του Ερντογάν να σύρει την Ελλάδα στην προσπάθειά του να αναθερμάνει τις σχέσεις του με την Ουάσιγκτον. Οι λόγοι για τη σπουδή του Ερντογάν δεν είναι αμιγώς εκλογικοί. Αν και τα εξαπτέρυγα του ΑΚΡ στο εσωτερικό της Τουρκίας σπεύδουν να «ευλογήσουν» την απόφαση του Βλαντιμίρ Πούτιν να προσαρτήσει τέσσερις κατεχόμενες επαρχίες της Ουκρανίας ως έναρξη της εποχής αλλαγής συνόρων, στο Λευκό Παλάτι η αρνητική τροπή που έχει πάρει ο πόλεμος για τη Ρωσία προκαλεί ανησυχίες. Ακόμη και ο ρόλος του «διαμεσολαβητή» μεταξύ Ρωσίας και Δύσης έχει αδυνατίσει και, αντιθέτως, πλέον ο Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιεστική ανάγκη να προχωρήσει σε κάποιες κυρώσεις. Εν ολίγοις, η βολική «πίσω πόρτα» προς τις διάφορες ευρασιατικές ενώσεις που έδινε ο Πούτιν στον κατά συνθήκη εταίρο του Ερντογάν, αρχίζει σιγά σιγά να κλείνει. Η Ρωσία δεν είναι πια εναλλακτική.
Σε πιο πρακτικό επίπεδο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και πολύ περισσότερο η τουρκική αεροπορία, εξοπλισμένες με νατοϊκά συστήματα, βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρότατες ελλείψεις. Η πλέον πιεστική κατάσταση αφορά τα F-16 της τουρκικής αεροπορίας. Οπως είναι γνωστό, η Αγκυρα ήδη έχει καταθέσει αίτημα για αγορά 40 νέων F-16 Viper και αναβάθμιση 80 F-16 από όσα ήδη διαθέτει, αίτημα που θα παραμείνει εκκρεμές για αρκετό καιρό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το εμπάργκο εξαγωγών το οποίο έχει υποστεί η Αγκυρα λόγω της επιμονής Ερντογάν στους ρωσικούς S-400, μειώνει και τη ροή ανταλλακτικών, με αποτέλεσμα οι διαθεσιμότητες της τουρκικής αεροπορίας να είναι πολύ χαμηλές. Κάποιοι εκτιμούν ότι βρίσκονται πολύ χαμηλότερα από το 50% του πολύ θεωρητικού αριθμού των 260 F-16 που διαθέτει η Τουρκία, γεγονός που ίσως εξηγεί και γιατί πλέον το έργο των παραβιάσεων στο Αιγαίο έχουν αναλάβει σχεδόν κατά κανόνα τουρκικά UAV.
Το πιο ηχηρό μήνυμα από την Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα είναι η ραγδαία αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης.
Το πρόβλημα αυτό επικάθεται στο ήδη υφιστάμενο ξεδόντιασμα της τουρκικής αεροπορίας από το 2016 και μετά, καθώς θεωρήθηκε ως το προπύργιο των πραξικοπηματιών γκιουλενιστών. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι και η μείωση της ικανότητας, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα την απολύτως λανθασμένη εκτίμηση χειριστή τουρκικού F-16, ο οποίος στη διάρκεια εικονικής αερομαχίας στο Αιγαίο θεώρησε ότι τον «λόκαρε», όχι κάποιος πιλότος ελληνικού μαχητικού που τον καταδίωκε, αλλά οι… S-300 που βρίσκονται χρόνια τώρα αποθηκευμένοι στην Κρήτη.
Το ζήτημα των F-16 μπορεί να μοιάζει παρεμπίπτον, αλλά δεν είναι. Μια χώρα με τις περιφερειακές φιλοδοξίες και την επιθετικότητα της Τουρκίας δεν μπορεί να μη διαθέτει αεροπορία. Υπενθυμίζεται ότι μόλις πριν από πέντε χρόνια, όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε μαζί με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο την –αργοπορημένη για δέκα χρόνια– απόφαση για αναβάθμιση 85 F-16 στη διαμόρφωση Viper, με σκοπό μια κάποια προσπάθεια εξισορρόπησης του χάσματος που άνοιγε στον τομέα της αεροπορικής ισχύος στο Αιγαίο, η Τουρκία μετρούσε ανάποδα τον χρόνο για την παράδοση των πρώτων F-35 – μάλιστα με την αμυντική βιομηχανία της ως συμπαραγωγό του υπερσύγχρονου μαχητικού πέμπτης γενιάς.
Η αμυντική συμφωνία
Το δεύτερο στοιχείο, που αποτελεί… «κάρφος εν τω οφθαλμώ» του Ερντογάν είναι η διαρκώς μεγεθυνόμενη παρουσία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα (Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο, Λάρισα κ.ά.) και, κυρίως οι επενδύσεις που γίνονται σε υποδομές, οι οποίες αιτιολογούνται πλέον λόγω του πολυετούς χαρακτήρα της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA). Η παράλληλη μείωση του αμερικανικού αποτυπώματος στο Ιντσιρλίκ και αλλού επιτείνει ένα σύνδρομο το οποίο τελεί εν υπνώσει –ούτως ή άλλως– στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, εκείνο της περικύκλωσης της Τουρκίας: γνωστό και ως σύνδρομο των Σεβρών. Αυτό το σύνδρομο είναι ολοφάνερο και στο Λευκό Παλάτι, όπου ολοένα και λιγότεροι τολμούν να πουν ανοιχτά τη γνώμη τους στον πρόεδρο της Τουρκίας.
Το πλέον ηχηρό μήνυμα από την Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα είναι η ραγδαία αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης, διά της οποίας παρακάμπτονται πλέον τα –κλειστά στα πολεμικά– Στενά, με στρατεύματα και οπλικά συστήματα να μεταφέρονται στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ αλλά και την Ουκρανία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκανε τον ρόλο της Αλεξανδρούπολης προφανή, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά στο σύνολο των συμμάχων του ΝΑΤΟ οι οποίοι έχουν κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχονται εκεί. Η απόφαση για εκβάθυνση του λιμανιού, που αποκάλυψε πρόσφατα η «Κ», αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται την παρουσία τους εκεί σε μακρύ χρόνο. Αρκετοί στην Ουάσιγκτον, όπως η «Κ» έχει επανειλημμένως επισημάνει σε ρεπορτάζ της, επιθυμούν, βεβαίως, την επαναπροσέγγιση με μια Τουρκία που είναι –με τις ιδιαιτερότητές της– αξιόπιστος σύμμαχος, θεωρούν ωστόσο πως πρέπει να διασφαλιστούν στο ενδεχόμενο μιας απόφασης του Ερντογάν να διαρρήξει τις σχέσεις του με τη Δύση.
Αν και κανένας διεθνής αναλυτής δεν θεωρεί ότι μια τέτοια επιλογή είναι βιώσιμη για την Τουρκία, όλα όσα ακούγονται τους τελευταίους μήνες από την άλλη πλευρά του Αιγαίου δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται τοις μετρητοίς. Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται και το διεθνές κύρος του Πούτιν και της Ρωσίας έχει υποστεί σοβαρότατο πλήγμα, το τελευταίο που θα ήθελαν στην Ουάσιγκτον να δουν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο συμμάχους του ΝΑΤΟ. Και ο Ερντογάν το γνωρίζει καλά αυτό.