Της Μαρίνας Οικονομίδου
Την εβδομάδα που πέρασε, ο Στέφανος Στεφάνου σε συντονισμό με στελέχη του ΑΚΕΛ έθεταν μεθοδευμένα προς τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις το εξής δίλημμα: «ή με τις τράπεζες ή με την κοινωνία». Αφορμή υπήρξε η πρόταση που κατέθεσε το κόμμα της Αριστεράς για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και στην οποία καλούσε το πολιτικό σύστημα να πάρει θέση. Ενώ αρχικά υποβαθμίστηκε από τους τραπεζικούς κύκλους και αγνοήθηκε από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, φάνηκε ξαφνικά να κερδίζει έδαφος και να παίζεται στη μία ψήφο για το αν θα υπερψηφιστεί ή όχι. Μετά από ένα οργιώδες παρασκήνιο, αποχή βουλευτών και εσωκομματικές εντάσεις η πρόταση δεν πέρασε λόγω ισοψηφίας. Κατάφερε ωστόσο να αποτελέσει για μέρες το θέμα αντιπαράθεσης, να προκαλέσει σε κάποιους αμηχανία για τη στάση που θα τηρούσαν εντός του κοινοβουλίου, αλλά και να εντείνει παράλληλα τον κίνδυνο πολιτικής απομόνωσης του ΑΚΕΛ. Μετά από μία μακρά περίοδο αμηχανίας και εν πολλοίς μετατροπής του σε παρατηρητή των εξελίξεων, με την πρότασή του καθόρισε την ατζέντα της επικαιρότητας. Με αυτό ως δεδομένο εγείρεται το ερώτημα αν ο Στέφανος Στεφάνου μέσω των τελευταίων του κινήσεων είναι ο νικητής στη μάχη των εντυπώσεων από την ολομέλεια της Βουλής ή ίσως μακροπρόθεσμα ο ηττημένος. Αν η επιθετική πλέον πολιτική που ακολούθησε θα συνεχίσει, αν θα έχει αποτέλεσμα στη μάχη του για συσπείρωση της βάσης, ή αν οδηγήσει όχι μόνο σε περαιτέρω καθίζηση ποσοστών αλλά και στην πλήρη απομόνωσή του από τα υπόλοιπα κόμματα.
Αν κάτι διαπιστώθηκε από τη Bουλή τις τελευταίες μέρες, είναι το βαθύ χάσμα ΑΚΕΛ και Νικόλα Παπαδόπουλου που απομακρύνει το ενδεχόμενο μελλοντικής συνεργασίας.
Οι επικοινωνιακοί πόντοι
Η κίνηση του Συνδέσμου Τραπεζών να ανακοινώσει πως έπονται μέτρα, σε συνδυασμό με το ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έσπευσε την επομένη της καταψήφισής του να συναντήσει τις δύο μεγάλες τράπεζες, πέρασε σε πολλούς το μήνυμα ότι όλο αυτό έγινε κατόπιν της πίεσης που άσκησε με την πρότασή του το ΑΚΕΛ. Ασχέτως ότι τα μεγέθη είναι διαφορετικά, ενίσχυσε σημειολογικά το αφήγημα του ΑΚΕΛ το γεγονός ότι λίγες μέρες αργότερα, ο δεξιός Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, άγγιξε με μέτρα που έλαβε τις τράπεζες και έφερε σε δύσκολη θέση ταυτόχρονα ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ που προειδοποιούσαν για μεγάλους κινδύνους. Πέραν όμως των επικοινωνιακών πόντων, πόσο πολιτικό ρίσκο ενέχει η κίνηση του Στέφανου Στεφάνου; Το κόμμα της Αριστεράς σίγουρα έχει να αντιμετωπίσει τέσσερα ρίσκα:
• Να κατηγορηθεί για λαϊκισμό, με το για πολλούς ισοπεδωτικό δίλημμα «ή με τις τράπεζες ή με την κοινωνία».
• Να κατηγορηθεί ότι παίζει επικίνδυνα με την οικονομία, δεδομένου ότι οικονομικοί κύκλοι θεωρούσαν πως ένα τέτοιο σενάριο θα έχει επιπτώσεις στους πολίτες και ενδεχομένως να επηρεάσει τις επενδύσεις, ανακαλώντας τη διακυβέρνηση Χριστόφια για την οποία το κόμμα εξακολουθεί να νιώθει αμήχανα.
• Να βιώσει την πολιτική του απομόνωση με δεδομένο ότι επιτέθηκε ανοικτά σε σχηματισμούς που αποτελούσαν για κάποιους τους φυσιολογικούς συνομιλητές του για συνεργασίες όπως το ΔΗΚΟ και το Volt.
• Το τέταρτο ρίσκο είναι αυτό που σημειώνουν αποκλειστικά ΑΚΕΛικά στελέχη: να μην έχει διάρκεια αυτή η στρατηγική και να αποτελέσει τελικά αυτή η πρόταση ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα χωρίς βάθος χρόνου.
Στόχος η συσπείρωση
Ο Στέφανος Στεφάνου είδε τα ποσοστά του κόμματος να μειώνονται στις τελευταίες εκλογές, να χάνει έδρα στην Ευρωβουλή και να ακολουθεί με τον ίδιο βηματισμό τη δραματική πτώση της τελευταίας δεκαετίας. Η κύρια απάντηση που δόθηκε για την πτώση ήταν πως η χαλαρότητα των εκλογών δεν τους βοήθησε, η αλήθεια όμως της ήττας είναι λίγο πιο σύνθετη. Η θετική ατζέντα που ακολούθησε, η γενική αμηχανία και η απουσία διακυβεύματος έστειλαν το μήνυμα πως το κόμμα της Αριστεράς μετατρέπεται σταδιακά από κόμμα εξουσίας σε κόμμα διαμαρτυρίας, χωρίς σαφείς θέσεις και χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερότερή του πτέρυγα τον κατηγορούσε για έλλειψη διεκδικητικότητας και απομάκρυνση από τις κομμουνιστικές αριστερές ιδέες. Είναι καλά γνωστό άλλωστε ότι οργανώθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου που ασχέτως της επιρροής που μπορεί τελικά να έχει στην ευρύτερη κοινωνία, σίγουρα αποτελεί έστω και σε μειωμένο βαθμό ανοικτό τραύμα για το κόμμα. Όσο όμως κι αν από τα αριστερά, το ΑΚΕΛ κατηγορείται για αστικοποίηση και ροπή στον σοσιαλισμό, την ίδια στιγμή δεν έχει πείσει το ευρύτερο κεντροαριστερό ακροατήριο για το άνοιγμά του στην κοινωνία. Ενδεικτικό ότι η Κοινωνική Συμμαχία, μετεξέλιξη των Νέων Δυνάμεων, δεν κατάφερε να προσελκύσει ούτε ηχηρά ονόματα ούτε τον κόσμο που προσέγγισε η υποψηφιότητα Μαυρογιάννη. Είτε γιατί κάποιοι ανέμεναν μια Αριστερά πρωταγωνίστρια των εξελίξεων, είτε γιατί θεωρούσαν το ΑΚΕΛ κολλημένο σε κομμουνιστικές ιδεοληψίες που δεν του επιτρέπουν να ελιχθεί και κυρίως να αποτελεί πρόταση διακυβέρνησης. Με την πρότασή του, λοιπόν, ο Στέφανος Στεφάνου είχε ως στόχο να παρουσιαστεί ως το κόμμα της Αντιπολίτευσης που λαμβάνει μέτρα εκτός από διαπιστώσεις, που τα βάζει με τα μεγάλα συμφέροντα και που παρουσιάζει προτάσεις, οι οποίες αφορούν άμεσα την κοινωνία. Συσπειρώνοντας έτσι το ακροατήριό του, αλλά και επιχειρώντας να προσεγγίσει εκείνους τους ψηφοφόρους που του γύρισαν την πλάτη τα τελευταία χρόνια.
Το Volt και οι πιθανές διαρροές
Αυτό που βεβαίως εξέπληξε πολλούς ήταν η ευθεία αντιπαράθεση του ΑΚΕΛ με σχηματισμούς που είτε βρέθηκαν απέναντί του, είτε επέλεξαν την εύκολη μέθοδο της αποχής. Την πιο σκληρή κριτική δέχτηκε ίσως το Volt και η βουλεύτριά του Αλεξάνδρα Ατταλίδου, καθώς τους χρέωσε στην ουσία την καταψήφιση της πρότασης. Η επίθεση συνδέεται βεβαίως με το γεγονός ότι το Volt αλιεύει ψήφους από το ίδιο ακροατήριο με το ΑΚΕΛ, καθώς οι θέσεις των δύο κομμάτων συγκλίνουν στο Κυπριακό, στο περιβάλλον και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Επίθεση βεβαίως έκανε και σε όσους βουλευτές άλλων κομμάτων απείχαν (Μυλωνάς, Ορφανίδης) οι οποίοι συχνά διά της ρητορικής τους στην οικονομία φλερτάρουν με την αριστερή ψήφο και τελικώς ψηφίζουν άλλα.
Ιεραρχώντας δεδομένα
Το ερώτημα βεβαίως είναι κατά πόσο αυτή η τακτική μετωπικής επίθεσης στους άλλους πολιτικούς χώρους μπορεί να ωφελήσει μακροπρόθεσμα το ΑΚΕΛ ή αν θα το οδηγήσει στην πλήρη απομόνωση. Το ΑΚΕΛ τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από το 2022 και μετά επιχειρούσε να χαμηλώσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους με το ΔΗΚΟ για δύο συγκεκριμένους λόγους. Στο κόμμα ένιωθαν ανέκαθεν αμηχανία, όταν παρουσιάζονταν πολιτικά απομονωμένοι καθώς έτσι μειωνόταν η προοπτική εξουσίας, ενώ την ίδια στιγμή ήθελαν με κάθε τρόπο να έχουν ένα παράθυρο επικοινωνίας με τον χώρο του Κέντρου για πιθανές συνεργασίες. Η αποτυχία εκλογής προέδρου της Βουλής με τα εν λόγω κόμματα, αλλά και συνεργασιών στις προεδρικές εκλογές, έστειλε το μήνυμα πως προτεραιότητα δεν πρέπει να είναι οι συνεργασίες, αλλά να καταστεί το κόμμα ισχυρό. Προτεραιότητα του Στέφανου Στεφάνου είναι η συσπείρωση της βάσης και μετέπειτα –αν και εφόσον βολέψει– να εξεταστούν οι πιθανότητες συνεργασιών.
Μία ανασκόπηση του τι συμβαίνει διεθνώς επιβεβαιώνει πως οι πολίτες εν τω μέσω ενός ακραίου πληθωρισμού δεν ευνοούν τη μετριοπάθεια, αλλά πολιτικούς που παρουσιάζουν προτάσεις οι οποίες –άλλοτε ρηξικέλευθες άλλοτε εμποτισμένες με λαϊκισμό– υπόσχονται λύσεις στα προβλήματά τους αλλά και ρήξη με το οικονομικό κατεστημένο. Για μέρος του ΑΚΕΛ ένα πρότυπο αποτελεί η Αριστερά στη Γαλλία και ιδιαίτερα η περίπτωση Μελανσόν, για άλλους ωστόσο πρότυπο αποφυγής με ό,τι κι αν αυτό λέει για τη συνοχή του κόμματος. Σε αυτό το σκηνικό της πιο επιθετικής ατζέντας φαίνεται να ποντάρει και η Εζεκία Παπαϊωάννου για συσπείρωση του κόμματος, ενίσχυση των ποσοστών και κατ’ επέκταση για να καταστεί ισχυρός παίχτης. Αν λοιπόν το κόμμα καταφέρει να ενισχύσει τα ποσοστά του, τότε θα συζητάει με άλλους όρους για συνεργασίες, ασχέτως των υψηλών τόνων και των αντιπαραθέσεων που ενδεχομένως να προηγήθηκαν.
Πόσο ρίσκο ενέχει όμως όλο αυτό για το ΑΚΕΛ; Και πόσο πιθανή είναι η απομόνωσή του; Όπως αναφέραμε, αν κάτι εμπεδώθηκε στις τελευταίες συζητήσεις της Βουλής είναι το μεγάλο χάσμα που επικρατεί μεταξύ ΑΚΕΛ και Νικόλα Παπαδόπουλου. Ένα χάσμα που εγείρει ερωτήματα για το πώς τα δύο αυτά μέρη συζητούσαν πιθανές συνεργασίες, είτε για τις προεδρικές είτε για την προεδρία της Βουλής. Αντιθέτως, διαπιστώθηκε μία κοινή ρητορική του Νικόλα Παπαδόπουλου με τον Δημοκρατικό Συναγερμό και η κοινή επίθεσή τους εναντίον του ΑΚΕΛ, στέλνοντας σε πολλούς το μήνυμα πως οι σχέσεις των δύο χώρων συνεχώς ενισχύονται. Σε αυτό το περιβάλλον, πόσο μπορεί να ελπίζει το κόμμα της Αριστεράς πως μπορεί να μετατραπεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων; Δεν πέρασε απαρατήρητη η ταύτιση που επιχειρείται του ΑΚΕΛ με το ΕΛΑΜ, από τον ΔΗΣΥ αλλά κυρίως από το ΔΗΚΟ. Μία ταύτιση που ενοχλεί το κόμμα της Αριστεράς, όπως επίσης και η αδυναμία μέχρι τώρα να δημιουργηθεί όπως σε άλλες χώρες ένα ισχυρό αντιφασιστικό μέτωπο. Αυτό σε συνδυασμό με την επαναλαμβανόμενη κριτική που δέχεται το κόμμα, η οποία είχε έρεισμα σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μέχρι σήμερα, πως οι θέσεις του στην οικονομία είναι επικίνδυνες για τη σταθερότητα, δεν αποκλείεται να αποτελέσει μακροπρόθεσμα πλήγμα για το κόμμα της Αριστεράς. Στο ΑΚΕΛ πάντως διαχωρίζουν τον Νικόλα Παπαδόπουλο από το υπόλοιπο ΔΗΚΟ, σημειώνοντας με νόημα ότι η τοποθέτηση της Χριστιάνας Ερωτοκρίτου ήταν σε πολύ πιο ήπιους τόνους από αυτήν του ΔΗΚΟϊκού προέδρου. Δεν πέρασε άλλωστε απαρατήρητη η έλλειψη συνοχής που είχε το κόμμα, τόσο στη συγκεκριμένη πρόταση αλλά και σε άλλες. Δεν αποκλείουν μάλιστα και σοβαρές ανακατατάξεις στον χώρο του Κέντρου που ενδεχομένως να ωφελήσουν μακροπρόθεσμα το ΑΚΕΛ.
Το τελευταίο χαρτί και τα milestones
Ο Στέφανος Στεφάνου είχε αναλάβει την ηγεσία σε ένα πολύ δύσκολο σταυροδρόμι για την Αριστερά. Και παρότι αύξησε τις προσδοκίες για τις αλλαγές που επιχειρούσε να κάνει εντός του κόμματος, αυτές φαίνεται να πέρασαν κάτω από τον πήχη, στέλνοντας το μήνυμα μιας αναποφασιστικότητας. Είχε στην ουσία να αντιμετωπίσει τη δυσφορία δύο ομάδων. Εντός του κόμματος προκλήθηκαν ζητήματα από στελέχη και έμμισθο προσωπικό το οποίο είδε –με αρχηγό τον Χρίστο Χριστόφια– αλλοίωση των κομμουνιστικών θέσεων του κόμματος. Και η κεντροαριστερά τάση από την άλλη απογοητεύτηκε καθώς θεώρησε τις αλλαγές αυτές αμελητέες, καθώς ανέμενε το ΑΚΕΛ να μετεξελιχθεί σε κόμμα Εργατικών. Σήμερα ο γ.γ. του ΑΚΕΛ μετά από μία μακρά περίοδο αναποφασιστικότητας, αμηχανίας για το αν θα έπρεπε να ακολουθήσει θετική ατζέντα ή πολιτική που να σπάζει αβγά, ακολουθεί πλέον τον δεύτερο δρόμο. Το κατά πόσο αυτό θα του βγει είναι ένα ζήτημα που θα διαφανεί το επόμενο διάστημα. Το σίγουρο είναι πως αποτελεί την απαρχή της πολιτικής που θα παρουσιάσει στο συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί το προσεχές καλοκαίρι και κατ’ επέκταση την πολιτική που θα ακολουθήσει το κόμμα μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, ελπίζοντας πως θα ενισχύσει και τα ποσοστά του, αλλά και πως θα κάμψει την εσωκομματική αμφισβήτηση.