Του Γιάννη Ιωάννου
Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος έλεγε πως «στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι πάντα η αλήθεια». Κι όντως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστεί ήδη αποκαλυπτικός όσον αφορά την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση (disinformation) και τη διασπορά ψευδών ειδήσεων (fake news) στη δημόσια σφαίρα –ιδίως για την κοινή γνώμη στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, δημιούργησε ένα πρωτοφανές κύμα whataboutism (σ.σ. η προσπάθεια μετατόπισης από το γεγονός της ρωσικής εισβολής) που σάρωσε και σαρώνει τον δημόσιο πολιτικό λόγο, τις παρεμβάσεις κι αναλύσεις δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών για τις εξελίξεις στο Ουκρανικό και, φυσικά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και παρά το γεγονός πως στον πόλεμο στην Ουκρανία, κάθε πλευρά, χειρίζεται, όπως σε κάθε πόλεμο, τα Μέσα προπαγάνδας και αντι-προπαγάνδας, τα κυρίαρχα αφηγήματα που προκύπτουν στον δημόσιο λόγο φωτογραφίζουν τη Ρωσία του Πούτιν έναντι της Δύσης και του Κιέβου ως προς τις εκστρατείες παραπληροφόρησης και διασποράς ψευδών ειδήσεων. Τάση που φαίνεται εμπειρικά αλλά και θεωρητικά να πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε τη διετία 2013-2015, με τα γεγονότα της Ουκρανίας αλλά και στα όσα είδαμε και διαβάσαμε για την πανδημία και τα εμβόλια τα τελευταία δύο χρόνια κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19.
Τα κυρίαρχα αφηγήματα
Μέχρι στιγμής, μετά από έναν μήνα πολέμου στην Ουκρανία, τα κυρίαρχα αφηγήματα παραπληροφόρησης που δείχνουν να προέρχονται από τη ρωσική πλευρά είναι σε μια γενική προσπάθεια τυποποίησής τους πέντε. Πάνω σε αυτούς τους βασικούς άξονες διακινούνται σειρά fake news αλλά και επιμέρους στοιχεία του δημοσίου διαλόγου.
● Η ad hominem επίθεση που εκτροχιάζει τη συζήτηση, η δολοφονία χαρακτήρων αλλά κι απλές τεχνικές επικοινωνίας όπως ο σαρκασμός ή η εξάντληση (σ.σ. στην πρώτη περίπτωση ένα troll, ζωντανό ή ψηφιακό απλώς υποβαθμίζει τη συζήτηση ενώ στη δεύτερη το σημείο εστίασης της συζήτησης ξεφεύγει από την πραγματική μεγάλη εικόνα και αναλώνεται σε τεχνικές λεπτομέρειες). Φυσικά, η κατανόηση των γενικών κατευθύνσεων των κυρίαρχων αφηγημάτων είναι περισσότερο ενδεικτική ως προς το πώς διαχωρίζεται η αλήθεια από το ψέμα. Και βοηθάει τόσο στον έλεγχο των γεγονότων όσο και στην επαλήθευσή τους.
● Η παρουσίαση του Κιέβου, της ηγεσίας του και της Ουκρανίας ως μιας νεοναζιστικής χώρας: Αποτελεί, ίσως, το ισχυρότερο επικοινωνιακό χαρτί της ρωσικής στρατηγικής διαχρονικά στην Ουκρανία μετά το 2013. Ακριβώς γιατί τέμνει οριζόντια όλο το φάσμα της ιδεολογικής προέλευσης των ανθρώπων και δη της Αριστεράς και των κομμάτων του συνταγματικού τόξου στην Ευρώπη. Βασίζεται φυσικά στην πραγματική ύπαρξη νεοναζιστικών, ιδεολογικά, παραστρατιωτικών σχηματισμών που μετά το 2014 αλλά και σήμερα μάχονται στην Ουκρανία. Είναι ωστόσο αληθές; Όχι, γιατί δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Τα ακροδεξιά κόμματα, όπως το Svoboda, στην Ουκρανία μετά το 2019 έλαβαν μόλις 1 έδρα σε σύνολο 450 στο κοινοβούλιο της χώρας, ενώ ο πολιτικός βραχίονας της μεραρχίας Αzov, το κόμμα National Corps, στις εκλογές του 2019 έλαβε μόλις 2,15% (315.530 ψήφοι από ένα εκλογικό σώμα σχεδόν 35 εκατ. ψηφοφόρων) ενώ στις προεδρικές, ο υποψήφιός του δεν κατέβηκε. Στην άμυνα της Ουκρανίας συμμετέχουν επίσης Εβραίοι και Μουσουλμάνοι μαχητές, άτομα της κοινότητας LGBT και αναρχικές, ιδεολογικά, ομάδες. Επίσης, ο Πρόεδρος της χώρας, Βολοντόμιρ Ζελένσκι είναι εβραϊκής καταγωγής.
● Η αποδόμηση του Προέδρου της χώρας ως «κωμικού» ή ως «ανθρώπου που εγκατέλειψε το Κίεβο» ή ως «ανεύθυνου ηγέτη που δεν συμβιβάζεται και σφαγιάζει τον λαό του»: Η αλήθεια είναι πως ο Ζελένσκι υπήρξε όντως ένας επαγγελματίας ηθοποιός. Κωμικός συγκεκριμένα. Εξελέγη ωστόσο με νόμιμες εκλογές, κι ακόμη κι αν είναι διεφθαρμένος ή αστείος ή και λαϊκιστής, όταν η χώρα του δέχθηκε εισβολή μετατράπηκε σε έναν ηγέτη για τον λαό του που δεν δίστασε να αντισταθεί, να μην εγκαταλείψει τη χώρα και να δείχνει χαρακτηριστικά statesman – και όχι ενός ανθρώπου που το έβαλε στα πόδια.
● Σενάρια πυρηνικού ολοκαυτώματος, Γ’ ΠΠ και οι γενικές θεωρίες συνωμοσίας: Φυσικά, το ρίσκο της κλιμάκωσης στον άξονα Δύσης - Ρωσίας είναι εφικτό. Ωστόσο, τόσο η εμπειρία της (πυρηνικής) ισορροπίας του τρόμου στον Ψυχρό Πόλεμο όσο και οι περιφερειακές συγκρούσεις από το 1945-1991 όταν Δύση και Σοβιετική Ένωση συγκρούονταν διά αντιπροσώπων έδειξαν πως η πυρηνική αποτροπή λειτουργεί και πως Δύση και Ρωσία γνωρίζουν να αποκλιμακώσουν, αν συμβεί ένα ατύχημα που θα οδηγούσε σε γενικευμένο πόλεμο. Το αφήγημα, ωστόσο, επηρεάζει την κρίση της ορθολογιστικής ανάλυσης –ειδικά όταν υπεισέρχονται στη συζήτηση τεχνικές λεπτομέρειες όπως πχ.. τα θερμοβαρικά όπλα. Φυσικά, οι γενικευμένες θεωρίες συνωμοσίας όπως η ύπαρξη βιολογικών εργαστηρίων, «πουλιών» και πειραμάτων που διοχετεύτηκαν από ρωσικές πηγές στοχεύουν τις πλατιές μάζες των πολιτών που δύο χρόνια νωρίτερα συνέδεσαν την τεχνολογία 5G με τα εμβόλια και την πανδημία με διάφορα κέντρα εξουσίας, στο κλασικό μοτίβο αυτών των θεωριών. Δεν είναι τυχαίο πως ο φόβος του απλού μέσου πολίτη για τα εμβόλια έγινε, μόλις σε έναν μήνα, φόβος πολέμου με τους απολογητές της ρωσικής εισβολής να είναι συνήθως και υπέρμαχοι εναντίον των εμβολίων αλλά και θαυμαστές του Πούτιν, ως ηγέτη
● Η εργαλειοποίηση του προσφυγικού: O πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μια νέα προσφυγική κρίση στην Ε.Ε. η δημόσια συζήτηση της οποίας έχει ήδη διχάσει τα τελευταία χρόνια κυβερνήσεις και κοινωνία των πολιτών. Η κρίση του 2015/16 δημιουργήθηκε ωστόσο σε μεγάλο βαθμό, όταν η Ρωσία βομβάρδισε το Χαλέπι μετά την επέμβασή της στο Συριακό. Η δημιουργία μιας σύγκρισης μεταξύ του λευκού Ουκρανού χριστιανού πρόσφυγα και του μουσουλμάνου, αραβικής καταγωγής, μεταφέρει ένα debate που βολεύει το αφήγημα της Ρωσίας του Πούτιν στην καρδιά της Ευρώπης. Αλήθεια, πόσους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή έχει δεχθεί μετά το 2011 η Ρωσία; Ερώτημα που συχνά δεν κυριαρχεί ούτε στα επιχειρήματα των ανθρώπων που βλέπουν το προσφυγικό ανθρωπιστικά αλλά ούτε και στις ακραίες, αντιμεταναστευτικές φωνές εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Το whataboutism δυστυχώς στην τρέχουσα κρίση με τον πόλεμο της Ουκρανίας δείχνει ξανά τα δόντια του και στον κυπριακό δημόσιο διάλογο με την αντιπαράθεση να γίνεται περισσότερο ένα πεδίο εσφαλμένων συμπερασμάτων έναντι μιας πραγματικής κατανόησης των εξελίξεων και των τεράστιων γεωπολιτικών μετακινήσεων που δημιουργεί ένας πρωτοφανής πόλεμος σαν αυτόν που βιώνουμε. Έρχεται όμως και να υπενθυμίσει και κάτι άλλο: Πως απέναντι στη ρωσική, συστηματική, προσπάθεια παραπληροφόρησης (ή ενίοτε της Δύσης) η καλύτερη άμυνα, πέραν της τεχνολογίας, αποτελεί το fact checking, ο έλεγχος των γεγονότων με ανοικτό πνεύμα και η δημοσίευση της αλήθειας. Όχι η περιχαράκωση στη λογοκρισία ή σε επιχειρήματα ιστορικού αντι-ρωσισμού ή αντι-αμερικανισμού στη βάση των ιδεολογικών αγκυλώσεων. Γιατί η παραπληροφόρηση δεν αφορά μόνο σε διεθνή κοσμοϊστορικά γεγονότα αλλά πρωτίστως στο πως οι ίδιοι, στις κοινωνίες μας, συζητούμε δημοσίως και πώς χειριζόμαστε την επικοινωνία και τον ορθό λόγο στο πως διαφωνούμε ή συνθέτουμε σε καθημερινό επίπεδο. Λιγότερη προπαγάνδα, ποιοτικότερη πληροφόρηση και ευκολότερος εντοπισμός του ψεύδους από το γεγονός στην Κύπρο, σημαίνει περισσότερη και ποιοτικότερη δημοκρατία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τους εαυτούς μας.
Η περίπτωση της Κύπρου
Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, το ιδεολογικό πλαίσιο πρόσληψης των αφηγημάτων παραπληροφόρησης κυριαρχεί στα επιχειρήματα των απολογητών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία όπου παρατηρείται το παράδοξο της ιδεολογικής ταύτισης μεταξύ υποστηρικτών της Αριστεράς ή του... Τραμπ, συνωμοσιολόγων κι εκπροσώπων της πιο συντηρητικής ή (άκρας) Δεξιάς με έναν πολιτικό σαν τον Πούτιν. Τόσο η ιστορική εμπειρία στον ελληνόφωνο χώρο όσο και η προσήλωση στον κυπριακό συντηρητισμό δημιουργούν προσλήψεις προς την ίδια κατεύθυνση όσο αντιφατική κι αν είναι η ιδεολογική τους αφετηρία. Φυσικά, το κυρίαρχο επιχείρημα παραμένει η επεμβατική εξωτερική πολιτική της Δύσης στη Μέση Ανατολή ή η συμμετοχή του ΝΑΤΟ σε βομβαρδισμούς, όπως στη Γιουγκοσλαβία το 1999. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί, ούτε αιτιολογεί την τήρηση ίσων αποστάσεων στοιχειοθετώντας μάλιστα τον ορισμό του whataboutism –ως επιχειρηματολογία αποπροσανατολισμού στη λογική της μομφής, στην αντίθετη άποψη, για υποκρισία (σ.σ. το λατινικό Tu quoque, δηλαδή «κι εσύ επίσης»). Ένα μεγάλο μέρος επίσης της γνωστικής ασυμφωνίας στην Κύπρο προέρχεται αναπόφευκτα από την εμπειρία της τουρκικής εισβολής το 1974 και του τεράστιου τραύματος που έχει αφήσει διαχρονικά:
● Ως προς την ευθύνη του ποιος την προκάλεσε (η Δύση, η Χούντα, ο Μακάριος, η Τουρκία, οι Τουρκοκύπριοι, η απεμπόληση της Ένωσης ως ιδέας, κ.ο.κ.) που αποτελεί πάντα ένα πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης παρά ψύχραιμης ιστορικής αποτίμησης του τι, πραγματικά, συνέβη στην Κύπρο –και κυριότερα αυτοκριτικής και για λάθη ή παραλείψεις της ε/κ ηγεσίας και κοινότητας.
● Ως προς την πρόσληψη όλων των διεθνών εξελίξεων μέσα από το πρίσμα της ομφαλοσκόπησης στο Κυπριακό. Πεδίο στο οποίο εγείρονται οι συζητήσεις για τις κυρώσεις στην Τουρκία Vs της κυρώσεις στη Ρωσία κάθε φορά που η κρίση Δύσης -Ρωσίας και η επιθετικότητα της δεύτερης δοκιμάζει το διεθνές σύστημα ή κάθε φορά που αναλύεται ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας υπό το βάρος των τετελεσμένων της Τουρκίας στο Κυπριακό ως προς την κατοχή ή τα τελευταία χρόνια (έκνομες γεωτρήσεις, Βαρώσι, κ.λπ.)
● Ως προς την κατανόηση, ιστορικά, διεθνοπολιτικά και ιδεολογικά της αυτοκρατορικής Ρωσίας, της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας μετά το 1991 σε σχέση με την ανατολική Μεσόγειο αλλά και με την ίδια την Κύπρο και τον ρόλο της στο Κυπριακό, καθώς και το αποτύπωμα των διμερών σχέσεων τις τελευταίες δεκαετίες, με έμφαση στην οικονομία.