Μεταξύ των πολλών επαπειλούμενων οικολογικών καταστροφών, μία που ελάχιστοι έχουν αναγνωρίσει ως αρκούντως τρομακτική, είναι η απώλεια των νυχτερίδων.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Σουηδού οικολόγου Johan Eklöf, The Darkness Manifesto, πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, οι περισσότερες εκκλησίες της νοτιοδυτικής Σουηδίας ήταν γεμάτες από αποικίες νυχτερίδων, κάτι που δε συμβαίνει πια. Στην έρευνά του υποστηρίζει πως ένας από τους μεγάλους ενόχους γι’αυτό είναι η φωτορύπανση.
«Η μία περιοχή μετά την άλλη έχουν εγκαταστήσει σύγχρονο φωτισμό για να επιδεικνύουν την αρχιτεκτονική για την οποία είναι υπερήφανες, ενώ τα ζώα -που εδώ και αιώνες καταφεύγουν στην ασφάλεια του σκοταδιού των καμπαναριών των εκκλησιών και που εδώ και 70 εκατομμύρια χρόνια έχουν κάνει τη νύχτα σπίτι τους- αργά αλλά σταθερά εξαφανίζονται από αυτά τα μέρη» σημειώνει ο ίδιος.
Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και ειδικός στις νυχτερίδες, τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν, ο Eklöf ασχολήθηκε στο βιβλίο του με το πώς τα είδη ζώων επηρεάζονται από το τεχνητό φως και πως η σχέση της ανθρωπότητας με το σκοτάδι κατέληξε προβληματική.
Όλοι οι ζώντες οργανισμοί διέπονται από κιρκάδιους ρυθμούς ευαίσθητους στο φως που, όταν διαταραχθούν, καταλήγουν σε σειρά από προβλήματα – Πηγή: Unsplash
Τον όρο «φωτορύπανση» άρχισαν να χρησιμοποιούν οι αστρονόμοι στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σήμερα, η λέξη αναφέρεται στην επίμονη και έντονη φωταψία που εκπέμπεται από τις πόλεις μετά το σούρουπο, μπλοκάροντας τη θέα προς τα άστρα και χρωματίζοντας τον νυχτερινό ουράνιο θόλο με ένα ασθενικό πορτοκαλί-γκρι.
Έως το 2016, το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού -και το 99% των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γηραιάς Ηπείρου- ζούσε κάτω από έναν αλλοιωμένο, από φως, νυχτερινό ουρανό. Σήμερα, το ένα τρίτο που παγκόσμιου πληθυσμού αδυνατεί να δει τον γαλαξία, ακόμα και στην πιο διαυγή νύχτα. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό της φωτορύπανσης έχει πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις απ’ό,τι στην παρατήρηση των άστρων.
Η πλούσια ζωή της νύχτας
Στις σελίδες του βιβλίου του ο Eklöf υπενθυμίζει το προφανές, αλλά λησμονημένο, πως η νύχτα δίνει ζωή και κινητοποιεί πλάσματα, εφοδιασμένα με μεγάλα και ευαίσθητα στην υπέρυθρη ακτινοβολία μάτια, που βλέπουν όσα εμείς δεν μπορούμε και, προστατευμένα από το σκοτάδι, δρουν με τρόπο που εμείς μόνο φανταζόμαστε.
Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, πως οι αρσενικές νυχτοπεταλούδες ζευγαρώνουν μια φορά κι έπειτα πεθαίνουν. Τα θηλυκά μεταφέρουν κι αποθέτουν τα αυγά τους στους αγρούς και έπειτα πεθαίνουν κι αυτά. Όπως λέει, λοιπόν ο Eklöf, τα πλάσματα αυτά, με βασικό ρόλο στην επικονίαση και τη διατήρηση της ισορροπίας των οικοσυστημάτων, απειλούνται από το τεχνητό φως που τα μπερδεύει.
Όπως εξηγεί στο The Darkness Manifesto με συναρπαστικές, αν και τρομακτικές, λεπτομέρειες, όλοι οι ζώντες οργανισμοί διέπονται από κιρκάδιους ρυθμούς ευαίσθητους στο φως που, όταν διαταραχθούν, καταλήγουν σε σειρά από προβλήματα -από απώλεια προσανατολισμού στην οποία βασίζονται πολλά είδη για την επιβίωσή τους, έως μαζικούς θανάτους.
Mητροπόλεις όπως η Σιγκαπούρη και το Χονκγ Κονγκ, είναι τόσο έντονα κι αδιαλείπτως φωτισμένες που οι κάτοικοί τους δεν χρησιμοποιούν σχεδόν καθόλου τη νυχτερινή όραση, με αποτέλεσμα η ροδοψίνη τους να ατροφεί – Πηγή: Unsplash
Οι εκκολαπτόμενες θαλάσσιες χελώνες μπερδεύονται από τη λάμψη της πόλης και κατευθύνονται προς την ενδοχώρα, όχι προς τη φεγγαρόφωτη θάλασσα. Τα δέντρα των αστικών περιοχών, μπερδεμένα από τον τεχνητό φωτισμό, παραμένουν πιο πράσινα απ’ό,τι εκείνα της υπαίθρου. Σε ένα νησί της Αυστραλίας, το φως αποδιοργάνωσε τα γουάλαμπι σε τέτοιο βαθμό, ώστε γεννούσαν πολύ αργότερα από την εποχή τους, όταν η τροφή είχε πια εξαντληθεί. Ακόμη και τα κοράλλια, αποδιοργανωμένα από το τεχνητό φως, μειώνουν την αναπαραγωγή τους και οδηγούνται στη λεύκανση, όπως πιστεύουν οι επιστήμονες.
Όμως, δεν επηρεάζονται μόνο τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου από το φως, αλλά και τα φυτά και οι άνθρωποι. Τα μάτια μας προσαρμόζονται δύσκολα στο σκοτάδι και η βραδινή μας όραση -η οποία ενεργοποιείται από την πρωτεΐνη ροδοψίνη στον αμφιβληστροειδή- χρειάζεται χρόνο για να λειτουργήσει. Πλέον, μητροπόλεις όπως η Σιγκαπούρη και το Χονκγ Κονγκ, είναι τόσο έντονα κι αδιαλείπτως φωτισμένες που οι κάτοικοί τους δεν χρησιμοποιούν σχεδόν καθόλου τη νυχτερινή όραση. Καθώς η ροδοψίνη τούς γίνεται περιττή, ατροφεί, και στο πέρασμα των χρόνων δεν αποκλείεται οι απόγονοί τους να στερούνται τη χρωστική αυτή πρωτεΐνη και να μην μπορούν πια να δουν στο σκοτάδι, ούτε καν σε μέτριο φωτισμό.
Πηγή: New Yorker/New York Times