Kathimerini.gr
Ο Μεγάλος Κοραλλιογένης Υφαλος της Αυστραλίας είναι ο μεγαλύτερος του κόσμου. Εχει μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από την Ιταλία και καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 350.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η προσφορά του στο παγκόσμιο περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα της περιοχής είναι ανεκτίμητη, ενώ υπολογίζεται πως η συμβολή του στις τοπικές οικονομίες ανέρχεται στα 2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Οπως όμως όλοι οι ύφαλοι παγκοσμίως, έτσι κι αυτός απειλείται. Αλλωστε, αυτή τη στιγμή σημειώνεται η πέμπτη μαζική λεύκανση κοραλλιών παγκοσμίως τα τελευταία εννέα χρόνια. Ενα φαινόμενο που απειλεί το 73% των κοραλλιογενών υφάλων του κόσμου.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024, στην περιοχή καταγράφηκαν οι υψηλότερες ωκεανικές θερμοκρασίες των τελευταίων 400 ετών. Μια απτή απόδειξη ότι η κλιματική αλλαγή ευθύνεται για τη σοβαρή απειλή που αντιμετωπίζουν όλοι οι κοραλλιογενείς ύφαλοι παγκοσμίως.
«Μεγάλο και μακροχρόνιο πρόβλημα»
Οπως εξήγησε στην «Κ» ο δρ Μπεν Χένλεϊ, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, αυτή η διαπίστωση προέκυψε από ανάλυση μακρόβιων κοραλλιών μέσα και γύρω από τον ύφαλο, τα οποία διατηρούν στον σκελετό τους ένα «αρχείο» θερμοκρασίας. Αυτά τα δεδομένα συγκρίθηκαν με σύγχρονα δεδομένα και κλιματικά μοντέλα. Οπως προέκυψε, αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας που απειλεί ευθέως το μεγαλύτερο δάσος κοραλλιών στον κόσμο και τον μεγαλύτερο έμβιο οργανισμό του πλανήτη μας, οφείλεται κυρίως στην κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για φαινόμενο που σύμφωνα με την επίμαχη έρευνα, δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τα αυξημένα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, τα οποία προκαλούνται κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με τον δρα Μπεν Χένλεϊ, «αντιμετωπίζουμε ένα μεγάλο και μακροπρόθεσμο πρόβλημα στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Υφαλο. Εχουν προηγηθεί παγκοσμίως πέντε μαζικές λευκάνσεις κοραλλιών τα τελευταία εννέα χρόνια, οι οποίες είχαν διαφορετικές επιπτώσεις».
Οι περισσότερες από τις πέντε τελευταίες μαζικές λευκάνσεις κοραλλιών ευθυγραμμίζονται με τις αρκετά υψηλές ανωμαλίες που παρατηρήσαμε στην επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας την ίδια περίοδο.
Οπως εξήγησε ο ίδιος, βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, «οι περισσότερες από αυτές τις πέντε τελευταίες μαζικές λευκάνσεις κοραλλιών ευθυγραμμίζονται με τις αρκετά υψηλές ανωμαλίες που παρατηρήσαμε στην επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας την ίδια περίοδο. Αυτό που θέλαμε να εντοπίσουμε στη συνέχεια, ήταν η μακροπρόθεσμη περίοδος πριν από αυτές τις πέντε μαζικές λευκάνσεις».
Την τελευταία 20ετία σημειώθηκαν τα έξι θερμότερη έτη
Σύμφωνα με τον δρα Χένλεϊ, προκειμένου να λάβουν τα απαραίτητα δεδομένα σχετικά με τη ζημιά που έχουν υποστεί οι ύφαλοι εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας, πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες έρευνες. Δηλαδή, «τρυπήσαμε αυτά τα τεράστια κοράλλια που έχουν σχήμα ογκόλιθου και αφαιρέσαμε τον πυρήνα τους. Πρόκειται για κοράλλια που μπορούν να αναπτυχθούν έως και για 500 χρόνια. Στη συνέχεια, μεταφέραμε αυτούς τους πυρήνες στο εργαστήριο. Είδαμε ότι το εξωτερικό μέρος των κοραλλιών είναι ζωντανό, αλλά το εσωτερικό είναι στην πραγματικότητα ένας νεκρός σκελετός. Αυτά τα απολιθώματα κοραλλιών είναι στην πραγματικότητα ένα ζωντανό αρχείο της ανάπτυξης του υφάλου».
Η λήψη του πυρήνα από τα απολιθωμένα αυτά κοράλλια οδήγησε σε δεδομένα ωκεανικής θερμοκρασίας από την περιοχή, ηλικίας 400 ετών τα οποία συνδυάστηκαν με σύγχρονες παρατηρήσεις των θερμοκρασιών των ωκεανών.
Η επιστημονική ομάδα διέθετε δεδομένα για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου ήδη από το 1618. Τα δεδομένα αυτά ταξινομήθηκαν από το ψυχρότερο έως το θερμότερο έτος.
Εκτός από το 2024, τα επόμενα πέντε θερμότερα έτη ήταν το 2004, το 2016, το 2017, το 2020 και το 2022.
Σύμφωνα με όσα προέκυψαν από αυτή την ανακατασκευή θερμοκρασιακών μοντέλων, «διαπιστώσαμε ότι αυτά τα κοράλλια τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν θερμοκρασίες που δεν έχουν σημειωθεί εδώ και εκατοντάδες χρόνια». Το εξόχως εντυπωσιακό σύμφωνα με τον ίδιο ήταν ότι «διαπίστωσα πως η φετινή χρονιά ήταν η θερμότερη σε όλη την ιστορία των περασμένων 407 ετών. Ηλεγξα τα αποτελέσματά μου πολλές φορές γιατί ήθελα να είμαι σίγουρος. Ηταν ένα πολύ σοκαριστικό αποτέλεσμα».
Σημειώνεται πως εκτός από το 2024, τα επόμενα πέντε θερμότερα έτη ήταν το 2004, το 2016, το 2017, το 2020 και το 2022, γεγονός που αναδεικνύει πόσο αυξημένη είναι η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας την τελευταία περίοδο. Στις πέντε από τις έξι αυτές χρονιές, σημειώθηκαν τα τελευταία πέντε φαινόμενα μαζικής λεύκανσης κοραλλιών. Η θερμοκρασία του 2024 είναι υψηλότερη κατά 1,73 βαθμούς Κελσίου από τη μέση θερμοκρασία της περιοχής πριν από το 1900.
«Η αυξητική πορεία θα συνεχιστεί λόγω της κλιματικής αλλαγής»
Στη συνέχεια, η ερευνητική ομάδα επιδίωξε να διαπιστώσει κατά πόσο η κλιματική αλλαγή ευθύνεται τόσο για την αύξηση της ωκεανικής θερμοκρασίας, όσο και για τη λεύκανση των κοραλλιών. Οπως εξήγησε ο δρ Χένλει, «χρησιμοποιήσαμε κλιματικά μοντέλα προκειμένου να μας πουν ποια είναι συνήθως η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας στην περιοχή όπου βρίσκονται τα κοράλλια. Επειτα, χρησιμοποιήσαμε άλλα μοντέλα που προσομοίωσαν αυτά τα δεδομένα της ιστορικής περιόδου των 400 ετών. Αυτό που είδαμε τελικά, είναι ότι η κλιματική αλλαγή προκαλεί την αυξανόμενη τάση στις θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας και οδηγεί στη συχνότητα και την ένταση αυτών των μεγάλης κλίμακας φαινομένων μαζικής λεύκανσης».
Πρόκειται για δεδομένα που, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «πρωτοφανή. Πρόκειται για πολύ ασυνήθιστες θερμοκρασίες στην επιφάνεια της θάλασσας, κι αυτή η αυξητική πορεία θα συνεχίσει λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως διαπιστώσαμε μέσω της κλιματικής μοντελοποίησης. Ελλείψει κάποιας γρήγορης, συντονισμένης και φιλόδοξης δράσης για την πραγματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα, τότε, δυστυχώς, είναι πιθανό να γίνουμε μάρτυρες μιας πραγματικής κατάρρευσης. Θα υπάρξουν σοβαρά γεγονότα που θα προκαλέσουν θνησιμότητα στον ύφαλο».
Τα κοράλλια, ανάλογα με το είδος τους, χρειάζονται περίπου 5-10 χρόνια για να ανακάμψουν έπειτα από ένα περιστατικό λεύκανσης, εφόσον φυσικά δεν έχει επέλθει θνησιμότητα. Αν όμως αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν κάθε χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο, όπως βλέπουμε να συμβαίνει, τότε ο ύφαλος θα έχει πραγματικό πρόβλημα.
Ο ίδιος θεωρεί ότι «ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Υφαλος δεν θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Ομως, με την πάροδο του χρόνου, τα γεγονότα λεύκανσης έρχονται ολοένα και πιο κοντά το ένα με το άλλο. Τα κοράλλια, ανάλογα με το είδος τους, χρειάζονται περίπου 5-10 χρόνια για να ανακάμψουν έπειτα από ένα περιστατικό λεύκανσης, εφόσον φυσικά δεν έχει επέλθει θνησιμότητα. Αν όμως αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν κάθε χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο, όπως βλέπουμε να συμβαίνει, τότε ο ύφαλος θα έχει πραγματικό πρόβλημα. Σταδιακά θα αποσυντεθεί και θα διαβρωθεί. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, κατά τη διάρκεια της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας, πιθανότατα θα είναι ένα πολύ διαφορετικό μέρος, με πολύ μειωμένη ποικιλομορφία. Κάποια μέρη και κάποια είδη θα τα καταφέρουν καλύτερα, αλλά είναι εμφανής ο υπαρξιακός κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο ύφαλος. Αυτός είναι ο λόγος που λέμε ότι οι παρεμβάσεις σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα είναι πιο επείγουσες από ποτέ».
Σύμφωνα με τον δρα Χένλεϊ, «πολλοί ύφαλοι σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους, τις ίδιες αλλαγές, το ίδιο μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Η απώλειά τους θα σημάνει τεράστια καταστροφή, ειδικά σε ό,τι αφορά τη βιοποικιλότητα. Στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Υφαλο, ζουν χιλιάδες είδη: 1.500 είδη ψαριών, 4.000 μαλάκια και 400 είδη κοραλλιών».
Οι εκτιμήσεις σχετικά με το μέλλον των υφάλων φαντάζει όμως σύμφωνα με τον ίδιο δυσοίωνο: «Αν μπορέσουμε να μειώσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη και να φτάσουμε σύντομα τις μηδενικές εκπομπές, τότε υπάρχει ελπίδα. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος, εφόσον η θερμοκρασία παραμείνει στον 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, τα κοράλλια έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Εφόσον όμως η θερμοκρασία ξεπεράσει τους 2 βαθμούς Κελσίου, τότε περισσότερο από το 90% των κοραλλιών παγκοσμίως, πιθανώς το 99% των κοραλλιών θα πεθάνει. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο κρίσιμο είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε τη μαζική θνησιμότητα των κοραλλιών».