Ο ινδικής καταγωγής Τζιγκάρ Σαχ είναι ο άνθρωπος που διευθύνει το γραφείο δανειακών προγραμμάτων του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, ή αλλιώς ο «άνθρωπος των 400 δισ. δολαρίων του Τζο Μπάιντεν», ένας τεχνοκράτης με ρόλο κομβικό στην οικονομική πολιτική του Μπάιντεν, τα περίφημα «Βidenomics», που αναφέρονται ολοένα και πιο συχνά στην προεκλογική εκστρατεία του Δημοκρατικού προέδρου ενόψει 2024.
Το έργο του είναι δύσκολο και πολλά υποσχόμενο, καθώς προσπαθεί να διανείμει χρήματα σε έργα πράσινης ενέργειας, με φόντο ένα δύσκολο και συχνά εχθρικό πολιτικό περιβάλλον. Το γραφείο του διαθέτει κρατικά κεφάλαια ύψους 400 δισ. δολαρίων σε επιχειρήσεις που διαφημίζουν έργα φιλικά προς το περιβάλλον. Καλείται να το κάνει ωστόσο υπό το βλέμμα επικριτικών βουλευτών, προσεκτικών γραφειοκρατών και του ίδιου του Λευκού Οίκου, ο οποίος έχει ήδη συγκρουστεί μαζί του για την πολιτική δανεισμού του. Το δίκτυο χρηματοδότησής του εκτείνεται σε 150 εταιρείες, από νέες με μη αποδεδειγμένα προϊόντα μέχρι κολοσσούς όπως η General Motors και η PG&E, η εταιρεία κοινής ωφελείας της Καλιφόρνιας που κατηγορήθηκε για τις φονικές πυρκαγιές. Πηγή της οικονομικής «δύναμης πυρός» του Τζιγκάρ Σαχ είναι το γραφείο δανειακών προγραμμάτων του υπουργείου Ενέργειας, ένα παραμελημένο κομμάτι της στρατηγικής της κυβέρνησης Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αδρανές σε μεγάλο βαθμό εδώ και περίπου μια δεκαετία, το γραφείο έχει σχεδιαστεί για να χρηματοδοτεί επιχειρήσεις που είναι σημαντικές για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, αλλά δεν μπορούν να δανειστούν από παραδοσιακούς δανειστές, συχνά επειδή η τεχνολογία τους θεωρείται πολύ επικίνδυνη ή επειδή οι όροι είναι πολύ επαχθείς.
Οι σχετικές με το κλίμα διατάξεις του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού του περασμένου έτους (νόμος Inflation Reduction Act) πρόσφεραν στο γραφείο του Σαχ ένα απροσδόκητο κέρδος, δεκαπλασιάζοντας την ικανότητα δανεισμού του και δίνοντας στον ίδιο και στην υπηρεσία του σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αμερικανικού ενεργειακού τοπίου. Το γραφείο δανειακών προγραμμάτων του υπουργείου Ενέργειας είναι «η τράπεζα καθαρής ενέργειας των ΗΠΑ», προσυπογράφει ο Πίτερ Ντέιβιντσον, επικεφαλής του από το 2013 έως το 2015. Το πρόγραμμα δανείων εξηγεί εν μέρει γιατί οι εκπτώσεις φόρων και οι δαπάνες του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού αντιπροσωπεύουν μια από τις μεγαλύτερες δαπάνες βιομηχανικής τόνωσης, που χρηματοδοτούνται από τους φορολογουμένους από την εποχή του New Deal της δεκαετίας του 1930. Και το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη «δύσκολη δουλειά» δεν είναι άλλο από τον Τζιγκάρ Σαχ.
Επιχειρηματίας καθαρής ενέργειας και ο ίδιος, συγγραφέας και παραγωγός podcast, ήταν εδώ και χρόνια γνωστός για τη δουλειά του και την υποστήριξη λύσεων για την κλιματική αλλαγή με γνώμονα την αγορά. Ενα από τα πιο γνωστά βιβλία του, με τίτλο «Creating Climate Wealth: Unlocking the Impact Economy», εκδόθηκε το 2013.
Οι επικριτές του ίδιου και του έργου του πάντως, που δεν είναι λίγοι, επιμένουν ότι οι ΗΠΑ ήταν ήδη παγκόσμιος ηγέτης στις επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού, που προϋποθέτει δισεκατομμύρια δολάρια σε ομοσπονδιακές δαπάνες και φορολογικές ελαφρύνσεις για επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, οδηγεί τις ΗΠΑ σε υψηλότερο χρέος και πληθωρισμό, λένε. Και αν υπήρχε ένας κλάδος που δεν χρειαζόταν περαιτέρω στήριξη από την κυβέρνηση, αυτός ήταν ο τομέας της πράσινης ενέργειας, ο οποίος εκτός των άλλων δεν υπέστη καμία επίπτωση από την πανδημία COVID-19.