Το 1989, η Ιαπωνία έμοιαζε να είναι μια ασταμάτητη οικονομική υπερδύναμη. Οι εταιρείες της είχαν καλύτερες επιδόσεις από τους ανταγωνιστές και εξαγόραζαν αμερικανικά ορόσημα, όπως το Rockefeller Center στη Νέα Υόρκη. Στην κυβέρνηση, όμως, είχαν εντοπίσει μια βραδυφλεγή «βόμβα»: ο αριθμός των γεννήσεων είχε πέσει σε ιστορικό χαμηλό. Οι αρμόδιοι το ονόμασαν «το σοκ του 1,57», αναφερόμενοι στον προβλεπόμενο μέσο αριθμό παιδιών που θα αποκτήσουν οι γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία.
Αν οι γεννήσεις συνεχίσουν να μειώνονται, προειδοποιούσαν, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Οι φόροι θα αυξάνονταν, τα αποθέματα για κοινωνική ασφάλεια θα συρρικνώνονταν, τα παιδιά θα είχαν ελλιπή συναναστροφή με συνομηλίκους και η κοινωνία θα έχανε τη ζωντάνια της. Ετσι, τη δεκαετία του 1990, η Ιαπωνία άρχισε να παίρνει μέτρα για το δημογραφικό, αυξάνοντας την άδεια μητρότητας, τις επιδοτήσεις για βρεφονηπιακούς σταθμούς, δίνοντας υποχρεωτική άδεια πατρότητας και επιδόματα, μειώνοντας τα ωράρια. Ωστόσο, τίποτα δεν έφερε αποτέλεσμα. Πέρυσι, ο αριθμός γεννήσεων ανερχόταν στο 1,2 ανά γυναίκα και στο Τόκιο έπεσε κάτω από το 1, σε ιστορικό χαμηλό.
Τώρα, ο υπόλοιπος κόσμος έχει αρχίσει να μοιάζει όλο και περισσότερο στην περίπτωση της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με έρευνα του 2019 από το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό (UNFPA), ο μισός πληθυσμός του κόσμου μένει σε χώρες όπου το ποσοστό των γεννήσεων έχει πέσει κάτω από τον λεγόμενο «ρυθμό αντικατάστασης» του 2,1, δηλαδή τον αριθμό των γεννήσεων που απαιτείται, για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός.
Στο σύνολο του πλανήτη δεν υπάρχει έλλειψη ανθρώπων. Ωστόσο, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα σε συγκεκριμένες χώρες. Για παράδειγμα στη Νότιο Κορέα, η οποία έχει το χαμηλότερο ποσοστό γεννήσεων στον κόσμο με 0,72 παιδιά ανά γυναίκα, το 1970 είχαν γεννηθεί περίπου 1 εκατ. μωρά, ενώ πέρυσι μόλις 230.000, το οποίο θα δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα στο μέλλον σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Αντίστοιχα προβλήματα απαντώνται από την Ιταλία μέχρι τις ΗΠΑ, με τον αριθμό των ανθρώπων τρίτης ηλικίας να κοντεύει να ξεπεράσει τον πληθυσμό σε παραγωγική ηλικία. Ολόκληρες κωμοπόλεις αδειάζουν και γεννιούνται κενά στην αγορά εργασίας. Η μετανάστευση μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο, όμως σε πολλές χώρες με δημογραφικά προβλήματα, η εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών έχει δημιουργήσει πολιτική τοξικότητα.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη, ο αριθμός των χωρών που στοχεύουν ευθέως στο ποσοστό των γεννήσεων αυξήθηκε από 19 το 1986 σε 55 το 2015.
Οι κυβερνήσεις έχουν τη δύναμη να παρέμβουν στο ποσοστό των γεννήσεων, είναι όμως αποδοτικές μόνο αν θέλουν να το μειώσουν. Εξού και πολλές χώρες της Ανατολικής Ασίας με χαμηλά ποσοστά γεννήσεων το έχουν επιφέρει στον εαυτό τους. Επί τουλάχιστον 30 χρόνια, η Κίνα επέβαλε πολιτική ενός παιδιού, ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία ενθάρρυνε την ευρεία χρήση των χαπιών αντισύλληψης και αποποινικοποίησε τις αμβλώσεις, προκειμένου να μειωθεί ο πληθυσμός. Αντίστοιχα, στη Νότιο Κορέα, η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις αμβλώσεις στις αρχές του 1980 και αποθάρρυνε τις οικογένειες να κάνουν περισσότερα από δύο παιδιά.
Αλλαξε η έννοια της οικογένειας
Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ο αριθμός των γεννήσεων άρχισε να πέφτει, καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες έμπαιναν στην αγορά εργασίας και η επιρροή της θρησκείας μειωνόταν. Οι νέοι, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις κοινότητές τους, μεγάλωσαν με το όραμα της επαγγελματικής ανέλιξης, καθυστερώντας ή απορρίπτοντας την ιδέα της απόκτησης παιδιού.
Πάντως, η πτώση των γεννήσεων καταδεικνύει πρόοδο. Η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας μείωσε την ανάγκη για απόκτηση πολλών παιδιών. Και όσο το μοντέλο των οικονομιών άλλαζε, έτσι άνοιγε και το περιθωριο για τις γυναίκες να έχουν άλλες φιλοδοξίες πέρα από την ανατροφή των παιδιών. Τέλος, βέβαια η ευρεία διάθεση αντισύλληψης κατέστησε την εγκυμοσύνη αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
Στο μεταξύ, αυξήθηκαν και τα εμπόδια στο να κάνει κάποιος πολλά παιδιά. Το κόστος της στέγασης σκαρφαλώνει, ενώ η οικονομία των ευέλικτων μορφών εργασίας έχει δημιουργήσει ανησυχίες στους νέους για την οικονομική τους ασφάλεια. Το κόστος της εκπαίδευσης των παιδιών και της προετοιμασίας τους για μια πιο ανταγωνιστική και άδικη αγορά εργασίας αυξάνεται, ενώ η στήριξη από θεσμούς που παραδοσιακά βοηθούσαν στην εύρεση του κατάλληλου συντρόφου, όπως η εκκλησία, έχει περιοριστεί.
Επίσης, τα παιδιά δεν προσφέρουν πια οικονομική αξία στην οικογένεια με τη δουλειά τους ούτε και εγγυώνται όπως παλαιότερα ότι θα φροντίσουν τους γονείς τους όταν γεράσουν, όπως δήλωσε στους NYT η Poh Lin Tan από το Institute of Policy Studies στη Σιγκαπούρη. «Είμαστε σε μια φάση, στην οποία η απόκτηση παιδιών είναι στην πραγματικότητα θέμα αληθινής χαράς και μιας προτίμησης να πληρώσεις και να κάνεις κάποιες θυσίες σε ό,τι αφορά τον ελεύθερό σου χρόνο και την ανάπτυξη της καριέρας σου», συμπλήρωσε η ίδια.
Παρά τις αλλαγές στα οικογενειακά ιδεώδη και τη δουλειά, οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τη φροντίδα των παιδιών, η οποία επιβαρύνει κατά κύριο λόγο τις γυναίκες, δεν φαίνεται να αλλάζουν με τα μέτρα. «Οι πολιτισμικές προσδοκίες είναι σχεδιασμένες, ώστε να ταιριάζουν σε έναν τρόπο ζωής που δεν υπάρχει πια. Αυτή είναι η ριζική αιτία αυτών των εξαιρετικά χαμηλών αριθμών γεννήσεων που έχουμε στις πλούσιες χώρες», δήλωσε στους New York Times ο Matthias Doepke, οικονομολόγος στο LSE.
Κάποιες χώρες προσπαθούν να λύσουν τις έμφυλες ανισότητες, ενθαρρύνοντας τη μεγαλύτερη συνεισφορά των ανδρών στα καθημερινά βάρη του σπιτιού. Αντιθέτως, συντηρητικοί και θρησκευόμενοι μελετητές πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν κίνητρα στις γυναίκες να φύγουν από την αγορά εργασίας για να μεγαλώσουν παιδιά. Ωστόσο, ακόμα και όσες χώρες παρέχουν τεράστια προνόμια στους εργαζόμενους γονείς, δεν έχουν δει σημαντική αύξηση στον αριθμό των γεννήσεων.
moneyreview.gr με πληροφορίες από New York Times