ΚΥΠΕ
Θετικά αναμένεται να επενεργήσει για την κυπριακή οικονομία η χθεσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%, δήλωσε την Παρασκευή στο ΚΥΠΕ ο Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου, Καθηγητής Σωφρόνης Κληρίδης.
Πρόσθεσε ότι θα πρέπει να αναμένεται μείωση των χρεωστικών επιτοκίων, εκφράζοντας παράλληλα αβεβαιότητα για την αντίστοιχη πορεία των καταθετικών επιτοκίων, καθώς, όπως είπε, κατά την τελευταία διετία με την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ τα χρεωστικά επιτόκια στην Κύπρο αυξήθηκαν ανάλογα, ενώ τα καταθετικά πολύ λιγότερο.
Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη, η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, έχοντας ουσιαστικά προαναγγελθεί μέσα από διάφορες δηλώσεις από την αρχή του χρόνου και παρότι τις τελευταίες εβδομάδες υπήρχαν κάποιες ενδείξεις τάσεων σταθεροποίησης του πληθωρισμού, οι οποίες αντέστρεφαν σε ένα βαθμό το κλίμα που είχε δημιουργηθεί και προκάλεσε κάποιο προβληματισμό για το αν θα γίνει τελικά μείωση των επιτοκίων.
Όπως είπε, παράλληλα με την απόφασή της, η ΕΚΤ φρόντισε να δώσει και το μήνυμα ότι δεν είναι δεδομένο ότι αυτές οι μειώσεις θα συνεχιστούν, λαμβάνοντας υπόψη ακριβώς τα στοιχεία των τελευταίων εβδομάδων που δημιουργούσαν αμφιβολίες για τη θετική εικόνα περί συνέχισης της μείωσης του πληθωρισμού με τους ρυθμούς του προηγούμενου διαστήματος.
«Αυτό δημιούργησε μια ανησυχία ότι ενώ στην αρχή του χρόνου, πριν 2-3 μήνες αρκετοί μιλούσαν για μια σειρά μειώσεων που έρχονται, ξεκινώντας από τον Ιούνιο, τώρα ήρθε η πρώτη μείωση, με μια όμως επιφύλαξη για τις επόμενες κινήσεις», συμπλήρωσε σχετικά, σημειώνοντας πως θα πρέπει πλέον να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα δεδομένα για τον πληθωρισμό τους επόμενους 2-3 μήνες προκειμένου να γνωρίζουμε περισσότερα.
Ερωτηθείς κατά πόσο ενδεχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις δύνανται να αλλάξουν το υπάρχον κλίμα, αυξάνοντας τις πιέσεις στα επίπεδα του πληθωρισμού, ο κ. Κληρίδης είπε ότι ένας τέτοιος κίνδυνος υφίσταται πάντα, καθώς σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως η πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο πόλεμος στη Γάζα, μπορούν να προκύψουν εντελώς αναπάντεχα και να ανατρέψουν τα υπάρχοντα δεδομένα κατά την εκάστοτε περίοδο.
Σε ερώτηση αν θεωρεί πως η ΕΕ διαθέτει πλέον τα εργαλεία, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται ακόμα και σε τέτοιου είδους προκλήσεις, ενόψει και του νέου πολιτικοοικονομικού κύκλου που ανοίγεται μετά τις προσεχείς ευρωεκλογές, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου είπε ότι το γεγονός πως η ΕΕ δεν είναι μια χώρα αλλά μία ένωση χωρών, δυσκολεύει τη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ιαπωνία, προσθέτοντας ωστόσο πως η ΕΕ έδειξε ότι σε ακραίες περιπτώσεις, όπως η πανδημία, μπόρεσε να λάβει πρωτοφανείς αποφάσεις, οι οποίες διεύρυναν το είδος των παρεμβάσεων που μπορεί να κάνει.
«Σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις βλέπουμε να υπάρχει μια δυσκολία, ακριβώς γιατί δεν είναι μία χώρα με μία κυβέρνηση και ένα κοινοβούλιο, είναι μία ομάδα χωρών όπου πρέπει να συναινέσουν πολλοί και αυτό δυσχεραίνει τη λήψη αποφάσεων. Είναι μια πορεία συγκέντρωσης εξουσιών προς το κέντρο, η οποία προχωρά αργά εδώ και πολλά χρόνια και θα πάρει χρόνο μέχρι να φτάσει σε ένα σημείο, αν φτάσει ποτέ, όπου θα μπορεί να παίρνει αποφάσεις αποτελεσματικά και γρήγορα όπως μπορεί μία χώρα σήμερα», τόνισε επί του θέματος.
Ερωτηθείς πώς εκτιμά ότι θα επηρεάσει η απόφαση μείωσης των επιτοκίων την κυπριακή οικονομία, ο κ. Κληρίδης είπε ότι λογικά θα πρέπει να αναμένεται μείωση των χρεωστικών επιτοκίων, εκφράζοντας παράλληλα αβεβαιότητα για την αντίστοιχη πορεία των καταθετικών επιτοκίων, καθώς, όπως είπε, κατά την τελευταία διετία με την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ τα χρεωστικά επιτόκια στην Κύπρο αυξήθηκαν ανάλογα, ενώ τα καταθετικά πολύ λιγότερο.
Συμπλήρωσε ότι με τα μέτρα της ΕΚΤ να κινούνται πλέον στην αντίθετη κατεύθυνση, λογικά αναμένεται αντίστοιχη πορεία και για τα επιτόκια στην Κύπρο, με μείωση των χρεωστικών επιτοκίων και λιγότερο των καταθετικών εφόσον δεν είχαν αυξηθεί ιδιαίτερα.
Σημείωσε επιπλέον ότι η μείωση των επιτοκίων μειώνει το κόστος δανειοδότησης, κάτι που με τη σειρά του ενθαρρύνει τον δανεισμό και τις επενδύσεις από πλευράς επιχειρήσεων, επομένως τα μέτρα αναμένεται να επενεργήσουν θετικά.