ΚΥΠΕ
Κατά της νέας επέκτασης αναστολής των εκποιήσεων τάχθηκε ο Υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Πετρίδης με δηλώσεις του τη Δευτέρα στη Βουλή.
«Η Κυβέρνηση έχει επισημάνει τους κινδύνους και στην επιστολή μας στη Βουλή και πολλάκις, ούτε πιστεύω ότι θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς για τους οποίους κατατίθεται», η πρόταση νόμου για επέκταση αναστολής των εκποιήσεων, ανέφερε ο κ. Πετρίδης σε δηλώσεις μετά την παρουσίαση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023 στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Από πλευράς της, η πρόεδρος της Επιτροπής, Αναπληρώτρια Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, είπε πως έχει κατατεθεί πρόταση με τη μορφή του κατεπείγοντος την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ υπάρχει και μια πρόταση νόμου για δημιουργία ειδικών δικαστηρίων εντός της δικαιοδοσίας των επαρχιακών δικαστηρίων του κράτους, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει δικαστική απόφαση εντός 60 ημερών για οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική διαφορά.
«Αυτά θα ιδωθούν μέσα στο ολοκληρωμένο πλαίσιο και αναλόγως η Ολομέλεια θα αποφασίσει τι είναι πιο σωστό να πράξει», είπε.
Εξάλλου ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Καυκαλιάς είπε πως το κόμμα του κατέθεσε πρόταση για επέκταση της στοχευμένης αναστολής των εκποιήσεων λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, ο οποίες δυστυχώς εξακολουθούν να επιφέρουν ασήκωτα βάρη και πιέσεις στην πραγματική οικονομία, στα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Την ίδια ώρα αναγνωρίζουμε ότι με την αναστολή δεν επιλύεται το μεγάλο πρόβλημα με τις εκποιήσεις ούτε αποκαθίσταται ένα πλαίσιο που να διασφαλίζει δίκαιες διαδικασίες, ζητούμενο, που να εξασφαλιστεί εάν επιφέρουμε ουσιαστικές αλλαγές στη νομοθεσία», είπε για να σημειώσει ότι σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρόταση νόμου που έχει καταθέσει το ΑΚΕΛ, η οποία τροποποιεί τον περί μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως ακινήτων νόμο ώστε να αποκατασταθεί το δικαίωμα των ενυπόθηκων οφειλετών για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Εξάλλου, σε σημείωμα που κατέθεσε στην Επιτροπή Οικονομικών, ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου τάσσεται κατά της επέκτασης αναστολής εκποιήσεων που προωθείται με τη σχετική πρόταση νόμου.
«Οι συνεχείς παρεμβάσεις στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που διέπει τα χρονοδιαγράμματα και τις διαδικασίες ρευστοποίησης ενυπόθηκων εξασφαλίσεων επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στα Πιστωτικά Ιδρύματα (ΠΙ) και στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», αναφέρεται.
Ο Σύνδεσμος σημειώνει περαιτέρω πως η αναστολή των διαδικασιών εκποίησης, που εφαρμόζεται από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και σήμερα, με αφορμή αρχικά την πανδημία και στη συνέχεια τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθιστά τη διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων αναποτελεσματική και ατελέσφορη, δυσχεραίνει την ανάκτηση χρεών, ευνοεί τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, δημιουργεί μια κουλτούρα μη αποπληρωμής δανείων και υποχρεώσεων και αυξάνει τον κίνδυνο διάχυσης της κουλτούρας αυτής και στους συνεπείς δανειολήπτες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος κατέθεσε υπόμνημα, το οποίο ετοίμασε σχετικά με το θέμα της εκ νέου αναστολής εκποιήσεων, όπου αναφέρεται σε αναλυτική εξέταση των στοχεύσεων, στο τι μπορεί να πετύχει τρίμηνη αναστολή των εκποιήσεων και στους κινδύνους που ελλοχεύουν
Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους, αναφέρει στο υπόμνημα που έχει δημοσιοποιηθεί, ότι «η ψήφιση της υπό συζήτηση πρότασης τροποποίησης, θα διαμορφώσει ένα περίπλοκο πλέγμα κινδύνων, στο οποίο, ενδεχομένως, να μην είναι εφικτό να τύχουν ευνοϊκής και αποτελεσματικής διαχείρισης. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία πραγματικών απειλών για την κυπριακή οικονομία, με δυσμενέστατες συνέπειες στη δυνατότητα των δημόσιων οικονομικών να υποστηρίξουν κοινωνικές πολιτικές προστασίας των ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας και να αντιμετωπίζουν τις υφεσιακές τάσεις που αναπόφευκτα θα εκδηλωθούν. Κυρίως, εξαιτίας της επιδείνωσης των συνεπειών της γεωπολιτικής κρίσης, λόγω της συνεχιζόμενης κλιμάκωσης τους».
Αναφέρεται, επίσης, στην «ενδεχόμενη αντίδραση των ευρωπαϊκών θεσμών στη νέα νομοθετική παρέμβαση σε άμεση συνέχιση της προηγούμενης, η οποία αναπόφευκτα θα κριθεί ως αντιβαίνουσα της απαίτησης για μείωση του γενικού αποθέματος ΜΕΔ. Αυτό, ενδεχομένως, να έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στη δυνατότητα της Δημοκρατίας να προβεί σε ουσιαστική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι αδυναμία του Κράτους να εφαρμόζει πολιτικές στήριξης των ευάλωτων ομάδων».
Επίσης, ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος προβαίνει και σε εισηγήσεις. Μεταξύ άλλων, εισηγείται, «η Κυβέρνηση ενδείκνυται να προωθήσει ρυθμίσεις, ενδεχομένως μέσα από την ψήφιση ειδικού νόμου για απαγόρευση εκποιήσεων ακινήτων, τα οποία θα είναι εντάξιμα στο Σχέδιο. Αν το πάγωμά τους αυτό δεν είναι εφικτό, να επέλθει με συναίνεση μεταξύ Κράτους και Τραπεζών (και Εταιρειών Εξαγοράς Πιστώσεων). Αυτό θα πρέπει να ισχύει μέχρι την πλήρη εφαρμογή του εν λόγω Σχεδίου».
Επίσης, αναφέρει, «με δεδομένη τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του Σχεδίου ΕΣΤΙΑ, γεγονός που καταδεικνύεται από τον όχι αμελητέο αριθμό εκκρεμουσών ενστάσεων, σε απορριφθείσες αιτήσεις ένταξης στο Σχέδιο «Εστία», θα πρέπει να γίνουν ρυθμίσεις που να μην επιτρέπουν την εκποίηση ενυπόθηκων εξασφαλίσεων κύριας κατοικίας, μέχρι πλήρη ολοκλήρωση του Σχεδίου «Εστία».
Αν η Βουλή επιμένει στην προώθηση και ψήφιση της τροποποιητικής πρότασης για παράταση της αναστολής εκποιήσεων, θα πρέπει να το πράξει σταθμίζοντας τους κινδύνους και τα αναμενόμενα οφέλη όπως έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, αφού πρώτα προωθήσει προσεκτική αναδιατύπωση του πεδίου εφαρμογής της προτιθέμενης τροποποίησης, ώστε να υπάρξει συγκροτημένη στόχευση η οποία θα πρέπει να είναι ενιαίας μορφής για όλες τις κατηγορίες ακινήτων που θα εντάσσονται στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής και να αποκλείεται η δημιουργία στρεβλώσεων και αντιφάσεων, αναφέρει περαιτέρω και προσθέτει πως «αυτό μάλιστα ενδέχεται να μειώσει δραστικά τους κινδύνους από αρνητικές αντιδράσεις εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών».
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει, «επισημαίνω την ανάγκη όπως διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η προοπτική αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως έχω δηλώσει και εγγράφως σε άλλες περιπτώσεις, δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και κάθε ευρώ θα πρέπει να δαπανάται ορθολογικώς στοχευμένα και κατά τρόπο στρατηγικώς αποτελεσματικό. Βέβαια, όλες οι ενέργειες και αποφάσεις που λαμβάνονται, θα πρέπει να ικανοποιούν τον θεμελιώδη περιορισμό της διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της εθνικής οικονομίας».