Η γαλλική κυβέρνηση επιδιώκει να εξασφαλίσει τη δέσμευση των σουπερμάρκετ και των μεγάλων ομίλων που διαθέτουν καταναλωτικά αγαθά, ότι θα διπλασιάσουν τον αριθμό των προϊόντων στα οποία θα μειώσουν τις τιμές φέτος –από περίπου 1.000 που είναι σήμερα– στο πλαίσιο των προσπαθειών της να ρίξει τον πληθωρισμό, όπως ανέφερε μια πηγή του υπουργείου Οικονομικών.
Η ίδια πηγή είπε ότι η κυβέρνηση θέλει να επισπεύσει τις διαπραγματεύσεις που γίνονται κάθε χρόνο μεταξύ των εμπόρων και των προμηθευτών τους για τις τιμές των προϊόντων. Συνήθως οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται κατά την περίοδο Δεκεμβρίου-Μαρτίου.
Ο υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ συναντήθηκε σήμερα με τους εκπροσώπους των εμπόρων και αύριο θα έχει συνομιλίες με τους προμηθευτές τους ώστε να βρεθεί ένας τρόπος για να επιταχυνθεί η μείωση των τιμών.
Μετά τη σημερινή συνάντηση, η Ομοσπονδία Εμπορίου και Διανομής (FDC), που εκπροσωπεί τον κλάδο της λιανικής, είπε ότι μόνο 25 από τους 75 μεγάλους ομίλους έχουν συμφωνήσει μέχρι στιγμής να μειώσουν τις τιμές τους και μόνο σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων. Η FDC κατηγορεί τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες για το αυξημένο κόστος διαβίωσης.
Νωρίτερα, ο επικεφαλής της αλυσίδας παντοπωλείων Les Mousquetaires είπε ότι δεν αναμένει μείωση των τιμών στα σουπερμάρκετ πριν από τον Μάρτιο του 2024 και επισήμανε, όπως έκανε χθες και ο πρόεδρος του Carrefour Αλεξάντρ Μπομπάρ, ότι οι Γάλλοι καταναλώνουν λιγότερα λόγω των υψηλών τιμών. Ο Τιερί Κοτιγιάρ, η αλυσίδα του οποίου ελέγχει περισσότερα από 3.000 καταστήματα στη Γαλλία, είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό RTL ότι οι καταναλωτές έχουν μειώσει τις αγορές τους στα σουπερμάρκετ κατά 5% και αγοράζουν λιγότερα φρέσκα προϊόντα, όπως ψάρια και κρέατα. «Δεν είναι καλό για την οικονομία μας, δεν είναι καλό για τις επιχειρήσεις», τόνισε.
Σε μια επιστολή του που απευθυνόταν σε βουλευτές αυτήν την εβδομάδα ο Μπομπάρ, που είναι παράλληλα και πρόεδρος της FDC, ανέφερε ότι παρατηρείται μείωση στις αγορές προϊόντων περιόδου, στις βρεφικές πάνες και τα είδη πρώτων βοηθειών, κάτι που θεωρεί ότι αποδεικνύει πως οι οικογένειες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν βασικά είδη.