
Kathimerini.com.cy
Μεγάλο προβληματισμό δημιουργούν τα αποτελέσματα της έρευνας της ΣΕΚ για το ύψος των μισθολογικών απολαβών στην Κύπρο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε η IMR για την ΣΕΚ, το 75% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τον μισθό του, καθώς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς, ενώ το 62% των εργαζομένων ομολογεί ότι αντιμετωπίζει δυσκολία να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Μόλις το 7% δηλώνει πως ζει άνετα με βάση τα εισοδήματα που λαμβάνει.
Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι το 23% των εργαζομένων δυσκολεύεται κάθε μήνα να πραγματοποιήσει αγορές σε είδη πρώτης ανάγκης, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να δανείζεται για να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Μάλιστα, το συντριπτικό 98% έχει εκφράσει ανησυχίες για τον εθνικό κατώτατο μισθό, καθώς θεωρεί πως δεν είναι επαρκής για την κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης. Το 24% των εργαζομένων αμείβεται στο ύψος του κατώτατου μισθού, ενώ το 13% αμείβεται κάτω από τον κατώτατο μισθό.
Τα αποτελέσματα και η ανακοίνωση της ΣΕΚ
Η μεγάλη ποσοτική και ποιοτική έρευνα ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες, που διεξήγαγε εκ μέρους της ΣΕΚ, η εταιρεία ερευνών IMR / Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ανέδειξε τα σοβαρά προβλήματα της αγοράς εργασίας, καθώς και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, και επιβεβαίωσε την ανάγκη για ρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύουν τους εργαζόμενους και την κοινωνία γενικότερα.
Διευκρινίζεται επίσης για ακόμα μία φορά πως, η ΣΕΚ απορρίπτει τις νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις του ΔΝΤ, υπενθυμίζοντας πως οι θέσεις αυτές τίθενται κατ’ επανάληψη σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί η οικονομική φιλοσοφία που ακολουθείται στην Κύπρο. Αυτή η προσέγγιση δεν υιοθετήθηκε ούτε ακόμα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και σίγουρα δεν πρόκειται να υιοθετηθεί ούτε και τώρα.
Η ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής οικονομίας δεν απειλείται ούτε από την Α.Τ.Α, ούτε από τις τεκμηριωμένες αυξήσεις των μισθών στον ιδιωτικό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά από τη διάβρωση των μισθών λόγω πληθωρισμού, από την αισχροκέρδεια, από τη χαμηλή παραγωγικότητα για την οποία ευθύνη έχουν οι εργοδότες και το κράτος και η οποία βεβαίως και δεν διασυνδέεται με την Α.Τ.Α, όπως και από το ψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η έρευνα της ΣΕΚ, έχει καταδείξει σημαντικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν την ανάγκη για προώθηση και εφαρμογή μιας πιο συγκροτημένης στρατηγικής στις εργασιακές σχέσεις και στην εν γένη κοινωνική πολιτική, επιβεβαιώνοντας και τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στους ονομαστικούς και στους πραγματικούς μισθούς.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, αναδεικνύονται τα ακόλουθα στοιχεία και επιβεβαιώνουν τις θέσεις της ΣΕΚ για λήψη μέτρων αμέσως:
Ύψος Μισθολογικών Απολαβών
Το 75% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τον μισθό του, καθώς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς, ενώ το 62% των εργαζομένων ομολογεί ότι αντιμετωπίζει δυσκολία να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Μόλις το 7% δηλώνει πως ζει άνετα με βάση τα εισοδήματα που λαμβάνει.
Επιπρόσθετα, το 70% των εργαζομένων δηλώνει ανασφάλεια λόγω της οικονομικής του κατάστασης, με αδυναμία στην αποταμίευση (το 74% των εργαζομένων δεν έχει τη δυνατότητα αποταμίευσης) ή στην κάλυψη απρόβλεπτων δαπανών, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων λαμβάνει χαμηλότερο καθαρό μισθό από τον μέσο όρο.
Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η ονομαστική βελτίωση του επιπέδου των μισθών, εντούτοις επιβεβαιώνεται η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, δημιουργώντας επαναλαμβανόμενες δυσκολίες ή και αδυναμίες στην κάλυψη βασικών αναγκών (στέγαση, άλλες βασικές ανάγκες, εκπαίδευση, διακοπές), με αποτέλεσμα το 61% των εργαζομένων να μην απολαμβάνει καλή ποιότητα ζωής.
Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι το 23% των εργαζομένων δυσκολεύεται κάθε μήνα να πραγματοποιήσει αγορές σε είδη πρώτης ανάγκης, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να δανείζεται για να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Εθνικός Κατώτατος Μισθός
Το 98% των εργαζομένων έχει εκφράσει ανησυχίες για τον εθνικό κατώτατο μισθό, καθώς θεωρεί πως δεν είναι επαρκής για την κάλυψη των βασικών αναγκών διαβίωσης. Το 24% των εργαζομένων αμείβεται στο ύψος του κατώτατου μισθού, ενώ το 13% αμείβεται κάτω από τον κατώτατο μισθό.
Επιπρόσθετο στοιχείο που καταγράφεται μέσα από την έρευνα είναι ότι το 17% των εργαζομένων δήλωσε ότι αυξήθηκαν οι ώρες απασχόλησής του με την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον κατώτατο μισθό, παρά το γεγονός ότι το 77% των επιχειρήσεων δεν έχει καταγράψει αρνητική επίδραση από την εφαρμογή του κατώτατου μισθού στη συνολική οικονομική τους θέση.
Μισθολογικές Διακρίσεις
Αντιληπτές είναι και οι μισθολογικές διακρίσεις εντός της αγοράς εργασίας, με το 68% των εργαζομένων να δηλώνει ότι υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό, με τους νεότερους εργαζόμενους και τις γυναίκες να είναι πιο ευάλωτοι, ακόμη και όταν σύμφωνα με την έρευνα, κατέχουν ίδιες θέσεις και διαθέτουν αντίστοιχα προσόντα και εμπειρία.
Μεταναστευτικός κίνδυνος
Από τα ευρήματα της έρευνας, το 44% των εργαζομένων θα εξέταζε το ενδεχόμενο μετανάστευσης για καλύτερες απολαβές, καθώς τα επίπεδα των μισθών έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και στη ζωή.
Την ίδια στιγμή, το 95% των εργοδοτών στην Κύπρο πιστεύει πως ο μισθός αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιλογή μιας θέσης εργασίας, ενώ το 57% θεωρεί πως δεν παρέχει ανταγωνιστικούς μισθούς συγκριτικά με αντίστοιχες θέσεις εργασίας σε άλλους οργανισμούς, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.
Επίσπευση της λήψης μέτρων
Στη βάση και της πιο πάνω επιβεβαιωτικής τεκμηρίωσης, η Παγκύπρια Συνδιάσκεψη της ΣΕΚ, έχει αποφασίσει την έντονη υπόδειξη προς το Υπουργείο Εργασίας και την Κυβέρνηση γενικότερα, της ανάγκης επίσπευσης των διαδικασιών και του διαλόγου που θα οδηγήσουν στην:
- Ενίσχυση και επέκταση των συλλογικών συμβάσεων με στόχο να καλύψουν το σύνολο των εργαζομένων, μέσα από τον σχεδιασμό της στρατηγικής που θα οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου, από τους κοινωνικούς εταίρους. Η προώθηση και υλοποίηση της συγκεκριμένης στόχευσης θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί πολιτική επιλογή και προτεραιότητα ανεξάρτητα από τη νομική κατάληξη της διαδικασίας προσβολής της Οδηγίας για την επάρκεια στους μισθούς
- Πλήρη επαναφορά της Α.Τ.Α στη βάση της φιλοσοφίας της για αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Ο θεσμός αυτός θα πρέπει να επεκταθεί και να καλύψει το σύνολο των εργαζομένων, διασαφηνίζοντας πως, η όποια «αναπροσαρμογή» έχει ήδη γίνει μέσα από τη Μεταβατική Συμφωνία
- Αναθεώρηση και αύξηση του κατώτατου μισθού, στον οποίο θα πρέπει να ενσωματωθεί η Α.Τ.Α και να ρυθμιστεί οριστικά η ωριαία απόδοση έτσι ώστε να αποφευχθούν τα αρνητικά φαινόμενα που καταγράφονται και μέσα από την έρευνα
- Αναθεώρηση του νομοθετικού και εποπτικού πλαισίου για ουσιαστική αντιμετώπιση των μισθολογικών διακρίσεων στην αγορά εργασίας με τρόπο που να διασφαλίζονται πιο διαφανείς μισθολογικές πολιτικές, αποτρέποντας τις αυξήσεις με μη αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι η απόδοση και η εμπειρία. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενδελεχείς και συστηματικοί έλεγχοι για αποτροπή φαινομένων παρέκκλισης από το νομοθετικό ή άλλο πλαίσιο
- Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης, με τρόπο που να δημιουργούνται συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη πως ένας στους δύο εργαζόμενους δεν επηρεάζεται από τη μεταρρύθμιση, παρέχοντας αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης, τόσο σε ότι αφορά την κοινωνική τους διάσταση όσο και την πράσινη μετάβαση, αν δεν γίνει εφικτή η χρονική μετάθεση της εφαρμογής τους. Παράλληλα, θα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για πάταξη της φοροδιαφυγής.
- Επίσπευση της διαδικασίας που θα οδηγήσει στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως κανένας συνταξιούχος δεν θα λαμβάνει σύνταξη κάτω από το όριο της φτώχειας, θα ενσωματωθεί και επεκταθεί ο θεσμός των ταμείων προνοίας ως δεύτερος πυλώνας συνταξιοδοτικών παροχών και θα ρυθμιστεί κοινωνικά δίκαια, συνολικά και καθολικά η εκκρεμότητα που αφορά στην αναλογιστική αναπροσαρμογή του 12%.
- Ολοκλήρωση του διαλόγου που αφορά στη Στρατηγική για την Απασχόληση Εργαζομένων από Τρίτες Χώρες, έτσι ώστε οι ρυθμίσεις να οδηγούν στην πραγματική κάλυψη των τεκμηριωμένων αναγκών και όχι στη θυματοποίηση εργαζομένων και στην εδραίωση του αθέμιτου ανταγωνισμού, τόσο ανάμεσα σε εργαζόμενους, όσο και ανάμεσα σε επιχειρήσεις.
Παράλληλα, σημειώνεται πως οι συνέπειες του εμπορικού πολέμου που έχει επιβληθεί από τον Πρόεδρο Τραμπ, δεν θα πρέπει να επιβαρύνουν τους εργαζόμενους.
Η ΣΕΚ, σε συνεργασία με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ζητά όπως η Ε.Ε σχεδιάσει την απαιτούμενη στρατηγική αντιμετώπισης της κατάστασης που δημιουργείται, σταθεροποιώντας την οικονομία με επαναφορά της πρωτοβουλίας SURE για στήριξη των μισθών, της απασχόλησης, του βιοτικού επιπέδου και της αγοραστικής δύναμης των μισθών.
Η ΣΕΚ υποδεικνύει πως, θα πρέπει να αποφευχθούν οι κινήσεις πανικού και καλείται η Κυβέρνηση όπως έγκαιρα εκτιμήσει τους κινδύνους σε επίπεδο εξαγωγικών κυρίως επιχειρήσεων. Παράλληλα υποδεικνύεται πως, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η εξέλιξη αυτή να αποτελέσει άλλοθι για την ανατροπή της υλοποίησης των στόχων που έχουν τεθεί και είναι άμεσα συνυφασμένοι με την εργασιακή σταθερότητα, την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς.
Η εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν οι εργαζόμενοι προς τη ΣΕΚ και η οποία αντικατοπτρίζεται μέσα και από τη σημαντική οργανωτική ανάπτυξη που καταγράφεται ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους μήνες, ξεπερνώντας πλέον τα 50.000 μέλη σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, επιβεβαιώνουν τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες υλοποίησης των πιο πάνω στόχων, ως επιβεβλημένη, αναγκαία και ικανή συνθήκη για κοινωνική συνοχή και ισόρροπη ανάπτυξη.
Η Παγκύπρια Συνδιάσκεψη της ΣΕΚ επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά πως, δεν πρόκειται να συναινέσει σε προσεγγίσεις οι οποίες περιορίζουν ή και ακυρώνουν κατακτήσεις δεκαετιών, υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και θέτουν σε κίνδυνο τις εργασιακές σχέσεις, το σύνολο της αγοράς εργασίας και τον ρόλο του κοινωνικού διαλόγου ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους.
Η έγκαιρη ολοκλήρωση των εκκρεμοτήτων καθώς και η πιστή εφαρμογή των προνοιών των συλλογικών συμβάσεων, θα επενεργήσουν θετικά στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, καθώς και αποτρεπτικά στη διατάραξη της εργατικής ειρήνης, προοπτική που φαντάζει αναπόφευκτη με βάση τις σημερινές πραγματικότητες και τη συνεχή υποβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου, όπως και την απαράδεκτη κωλυσιεργία για επίλυση των θεμάτων που σχετίζονται με τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την εδραίωση της ποιότητας και της αξιοπρέπειας στην απασχόληση, σε ένα πλαίσιο κοινωνικής δικαιοσύνης και ομαλής μετάβασης στα νέα δεδομένα.
Η κοινωνία και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν και αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό από το σύνολο της πολιτείας.