ΚΥΠΕ
Αποφάσεις όπως η προσωρινή αλλά συνεχής αναστολή εκποιήσεων, οδηγούν εν τέλει, όχι μόνο σε αποκλεισμό των πιο ευάλωτων από τον δανεισμό, αλλά και σε συλλογική αύξηση των επιτοκίων, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Κάτι τέτοιο, προστίθεται, δεν μπορεί να αποφευχθεί, καθώς θα αποτελούσε κακή τιμολόγηση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και απόκλισή τους από τους κανόνες ορθολογικής διαχείρισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
«Με δεδομένη την ούτως ή άλλως αύξηση των επιτοκίων στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυτό το γεγονός επιδεινώνει για την Κύπρο ένα ήδη επιδεινούμενο πρόβλημα. Ο αντίκτυπος στους δανειολήπτες αλλά και στην πιστωτική επέκταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός σε μια περίοδο αυξημένου πιστωτικού ρίσκου και υψηλών πιέσεων στην οικονομική ανάπτυξη», αναφέρεται.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται, το κόστος που προκύπτει από τις συνεχείς αλλά «προσωρινές» αναστολές των εκποιήσεων, είναι εύκολα διαχειρίσιμο για το τραπεζικό σύστημα. Το κοινωνικό κόστος και οι οικονομικές προεκτάσεις, όμως, συμπληρώνει, είναι δυσβάστακτες για τους ευάλωτους -τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις- που έχουν ανάγκη νέο δανεισμό.
Όπως αναφέρεται, ο υπολογισμός του σημαντικότατου δείκτη της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης του δανεισμού είναι πλέον αυξημένος μετά τις σχετικές αποφάσεις της Βουλής με αντίκτυπο στις εξασφαλίσεις, τη συνδρομή αλλά και τα επιτόκια, καθώς οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να τιμολογήσουν το σχετικό ρίσκο.
«Έτσι, το κόστος του ρίσκου στην Κύπρο είναι ήδη αυξημένο, όπως είναι και ο λόγος του κόστους προς έσοδα. Το κόστος του ρίσκου εκτιμάται κατά το β΄ τρίμηνο του 2022 στο 1,34% έναντι του αστάθμητου μέσου όρου της ευρωζώνης που βρίσκεται στο 0,5%. Δεν πρέπει να αποτελέσει έκπληξη, δε, μια πιθανή αύξηση του συγκεκριμένου δείκτη μετά τις σχετικές αποφάσεις, που να τον θέτει για την Κύπρο κοντά στο τριπλάσιο της υπόλοιπης ευρωζώνης», αναφέρεται.
Ο συγκεκριμένος δείκτης, σημειώνεται, αποτελεί κεντρική παράμετρο στην τιμολόγηση του δανεισμού και επηρεάζει εποπτικά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τιμολογήσουν τον δανεισμό που παρέχουν στην οικονομία. Με την αύξηση του Κόστους του Ρίσκου, προστίθεται, η αύξηση των επιτοκίων δεν βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών, οι οποίες οφείλουν να τιμολογήσουν το αυξημένο αυτό κόστος στα επιτόκιά τους.
«Πρέπει, επομένως, να θεωρείται δεδομένο πως αποτελεί κεντρική αιτία για την αύξηση των δανειστικών επιτοκίων στην Κύπρο σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Απόκλιση καταγράφεται επίσης στις εποπτικές σταθμίσεις του ρίσκου, τόσο για τα επιχειρηματικά δάνεια, όσο και για τα ενυπόθηκα προς τα νοικοκυριά», αναφέρεται.
Όπως αναφέρει ακόμα το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, πέρα από την αβεβαιότητα που δημιουργείται με τις προσωρινές, αλλά συνεχείς αναστολές, δημιουργούνται προβλήματα μακροοικονομικής ανάπτυξης, ενώ το κοινωνικό πρόβλημα απλά μετατοπίζεται στους νέους δανειολήπτες (και δη τους νεαρούς) και τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που έχουν να αντιμετωπίσουν δυσκολότερο και ακριβότερο δανεισμό.
«Μετατοπίζεται, δηλαδή, από κοινωνικές ομάδες που έχουν πολιτικό εκτόπισμα, προς ομάδες που δεν είναι οργανωμένες για να έχουν κοινή φωνή, όπως νεαρά ζευγάρια, φτωχά νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αναζήτηση δανεισμού», σημειώνεται.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο κάνει έκκληση να αναλυθούν προσεκτικά οι επιλογές στήριξης των ευάλωτων ομάδων, όχι μόνο αναφορικά με τους υφιστάμενους δανειολήπτες, αλλά και σε σχέση με νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι σήμερα ή θα είναι σύντομα σε αναζήτηση πιστώσεων.
«Αν το πολιτικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με εκλογές, οι ανάγκες της οικονομίας δεν θα περιμένουν μέχρι να κατασταλάξουν οι πολιτικές συνθήκες στα τέλη του α’ τριμήνου του έτους», αναφέρεται.
Προστίθεται ότι η λεπτομερής συζήτηση, με τη συμμετοχή φορέων που κατέχουν την αναγκαία τεχνογνωσία για να βρεθεί μια ολοκληρωτική επίλυση του ζητήματος, είναι το πιο σημαντικό από τα ζητούμενα.
Το σημαντικότερο, αναφέρεται, είναι να διασφαλιστεί μια μόνιμη πλέον ρύθμιση, που να μην αποκλείει ευάλωτους δανειολήπτες από την αγορά πιστώσεων, να μην επιδεινώνει τους δείκτες που αυξάνουν τα επιτόκια και να μην επηρεάζει την πιστωτική επέκταση και επομένως την οικονομική ανάπτυξη σε μια χρονιά, η οποία αρχίζει με έντονες ανησυχίες και πολλές δυσκολίες.
«Πάνω από όλα, οι προσωρινές αλλά επαναλαμβανόμενες αποφάσεις επιδεινώνουν την αβεβαιότητα και αποτελούν σοβαρό πρόβλημα, καθώς οι αξιολογήσεις της κυπριακής οικονομίας πλέον λαμβάνουν υπόψη την τάση για λήψη μέτρων χωρίς ενδελεχή ανάλυση».
Στόχος μας, αναφέρεται, θα πρέπει να είναι η προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, χωρίς όμως να επηρεάζουν αρνητικά σημαντικοί εποπτικοί δείκτες, περιλαμβανομένης της αξίας των εξασφαλίσεων, της εκτίμησης της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης και του κόστους του ρίσκου.