Δέκα χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2012 και το ιστορικό πλέον «ό,τι κι αν χρειαστεί» που υποσχέθηκε να κάνει ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, προκειμένου να σώσει το ευρώ, η Ιταλία βρίσκεται και πάλι εν μέσω μιας κρίσης χρέους. Σε αντίθεση, όμως, με το τότε, που η δήλωσή του αυτή στάθηκε αρκετή για να επαναφέρει την ηρεμία στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων και σταδιακά να αποκλιμακωθεί η κρίση, ο Μάριο Ντράγκι, που σήμερα είναι πρωθυπουργός της, θα δυσκολευτεί να την αντιμετωπίσει.
Oπως ακριβώς και πριν από μια δεκαετία, οι επενδυτές αμφισβητούν κατά πόσον ορισμένες από τις χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους που διογκώθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας και η εξυπηρέτησή τους γίνεται όλο και πιο ακριβή, καθώς τώρα η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια. Αυτή τη φορά, όμως, το επίκεντρο της κρίσης είναι η απουσία οικονομικής ανάπτυξης στην Ιταλία και όχι οι ασωτίες Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Ισπανίας, όπως πριν από 10 χρόνια.
Τα ομόλογα της Ιταλίας υποχώρησαν χθες για τρίτη συναπτή ημέρα, με το spread ανάμεσα στις αποδόσεις τους και εκείνες των γερμανικών να διευρύνεται περαιτέρω σε 213 μονάδες βάσης. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της χώρας κυμαίνονται γύρω στο 3,4% με 3,5% το τελευταίο διήμερο. Το χρηματιστήριο του Μιλάνου έχει καταγράψει συνολικές απώλειες 5,6% στη διάρκεια της εβδομάδας, μια πτώση υπερδιπλάσια εκείνης του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600. Η ιταλική αγορά παρουσίασε φέτος τη χειρότερη εικόνα στην Ευρώπη, με συνολικές απώλειες 26%. Οπως σχολιάζει ο Ντερκ Σουμάχερ, οικονομολόγος της Natixis, «τα πράγματα πηγαίνουν στο χειρότερο, πόσο χειρότερο δύσκολο να πει κανείς». Στη διάρκεια της θητείας του στο τιμόνι της Ιταλίας, ο Μάριο Ντράγκι έχει δει το κόστος του δανεισμού της Ιταλίας να αυξάνεται, όπως άλλωστε παραδέχθηκε προ διμήνου. Σχολιάζοντας μάλιστα την κοινή πεποίθηση πως είναι ικανός να λύνει τα οικονομικά προβλήματα, από όπου προέρχεται και ο χαρακτηρισμός «σούπερ Μάριο», ο Ντράγκι τόνισε πως δεν είναι «η ασπίδα απέναντι σε όλους τους κινδύνους, αλλά ένας άνθρωπος».
Το πρόβλημα με την Ιταλία είναι το μέγεθός της, που είναι αρκετά μεγάλο για να συμπαρασύρει στην πτώση της όλη την περιφέρεια της Ευρωζώνης. Το χρέος της, ύψους 2,5 τρισ. ευρώ, είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των άλλων τεσσάρων χωρών και υπερβολικά μεγάλο για να λάβει ένα πακέτο στήριξης. Αυτή τη στιγμή οι αγορές προσβλέπουν στην ΕΚΤ και στο νέο εργαλείο που έχει υποσχεθεί ότι θα επιστρατεύσει για να ανακόψει την άνοδο του κόστους δανεισμού. Ο Ντράγκι ανέλαβε πρωθυπουργός επικεφαλής κυβέρνησης τεχνοκρατών, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση συνασπισμού κατέρρευσε υπό το βάρος της πανδημίας. Με τη βοήθεια των τουλάχιστον 200 δισ. ευρώ που δικαιούται η Ιταλία από το Ταμείο Ανάκαμψης, ο 74χρονος πρωθυπουργός προσπάθησε να αντιμετωπίσει μερικά από τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα, τις επί δεκαετίες παθογένειες της ιταλικής οικονομίας. Μιλώντας στο Bloomberg, ο Μόριτς Κράμερ, επικεφαλής των οικονομολόγων της LBBW, τόνισε πως «το πραγματικό πρόβλημα είναι πως η Ιταλία δεν έχει σημειώσει ανάπτυξη εδώ και δύο δεκαετίες και η δημοσιονομική της εικόνα δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης».
Τα δεινά της Ιταλίας είναι πολύ παλιά. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι σήμερα μικρότερο σε σύγκριση με πριν από 20 χρόνια, όταν πλησίαζε εκείνο της Γαλλίας και της Γερμανίας. Και όλα δείχνουν πως τείνουν προς την ανάπτυξη όλες οι χώρες της περιφέρειας, εκτός από την Ιταλία. Η παραγωγικότητα της Ιταλίας, πόσο ΑΕΠ παράγεται ανά ώρα εργασίας, έπαψε να αυξάνεται από τη δεκαετία του 1990 και έκτοτε μειώνεται. Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται ένα πλέγμα από προβλήματα, όπως η γήρανση του πληθυσμού της, η χαμηλή εξειδίκευση του εργατικού της δυναμικού, η εξοντωτική γραφειοκρατία, το αργό και δυσλειτουργικό δικαστικό σύστημα και η χρόνια ανεπάρκεια επενδύσεων στην παιδεία, στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες. Και βέβαια με την ένταξή της στο ευρώ, η Ιταλία έχασε όπως και οι υπόλοιπες χώρες τη δυνατότητα να υποτιμά το νόμισμά της, το τέχνασμα εκείνο που στήριξε τη βιομηχανία της επί δεκαετίες, καθιστώντας φθηνές τις εξαγωγές της.
Σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της περιφέρειας, η Ιταλία δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε για να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, παρά τις όποιες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό της σύστημα, στην αγορά εργασία και υπό τον Ντράγκι στο αργοκίνητο δικαστικό της σύστημα. Την κατάσταση επιδεινώνει η ρητορική ορισμένων ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών που στρέφονται κατά του ευρώ και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η τράπεζα Intesa Sanpaolo εκτιμά πως ο ισχυρότερος παράγοντας που έχει εξωθήσει ανοδικά το κόστος ασφάλισης του ιταλικού χρέους έναντι πτώχευσης είναι τώρα ο φόβος επιστροφής στην ιταλική λιρέτα και όχι ο φόβος της πτώχευσης. Οπως επισημαίνει ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg, «ο Ντράγκι έχει κάνει λίγα εδώ, λίγα εκεί, αλλά ούτε η αγορά ούτε κανείς άλλος έχει πειστεί πως είναι αρκετά ισχυρό το δυναμικό ανάπτυξης της Ιταλίας». Λίγοι πιστεύουν πλέον πως ο Ιταλός πρωθυπουργός μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση.
Πηγή: REUTERS, BLOOMBERG