Η εξάρτηση της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής από τα λιπάσματα τριών και μόνον χωρών επανέρχεται ως λόγος ανησυχίας, καθώς εγκυμονεί και πάλι τον κίνδυνο μιας διατροφικής κρίσης εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής. Ο κόσμος προμηθεύεται λιπάσματα από τη Ρωσία, την Κίνα και τη Λευκορωσία και ένα χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα Ηνωμένα Εθνη προειδοποιούν πως η αναταραχή που έχει προκαλέσει ο ολέθριος αυτός πόλεμος στις αγορές λιπασμάτων αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την ασφάλεια και επάρκεια τροφίμων το 2023. Το σοκ σε αυτή την παγκόσμια βιομηχανία λιπασμάτων, συνολικής αξίας 250 δισ. δολ., υπογράμμισε τον καίριο ρόλο της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, καθώς είναι οι χώρες που εξάγουν περίπου το 25% της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων.
Σύμφωνα άλλωστε με το ΔΝΤ, τα λιπάσματα είναι κρίσιμης σημασίας προκειμένου να διασφαλισθεί η αγροτική παραγωγή, τώρα που το σοκ από τον πόλεμο Ρωσίας και Ουκρανίας απειλεί με διατροφική κρίση 48 χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Πέραν των κινδύνων για την επιβίωση των πληθυσμών, ειδικότερα στις φτωχότερες, το παγκόσμιο ολιγοπώλιο των τριών αυτών χωρών στην παραγωγή και εμπορία λιπασμάτων έχει αρχίσει να ανησυχεί τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο. Το θέμα έχει, έτσι, καταλάβει προβεβλημένη θέση στην πολιτική ατζέντα κυβερνήσεων πολλών χωρών, ενώ τροφοδοτεί παράλληλα και τις αντιπαραθέσεις ως προς το ποιος ευθύνεται για την κλιμάκωση της κρίσης που έχει οδηγήσει σε αυτές τις ελλείψεις. Οι τρεις κατηγορίες λιπασμάτων που παράγει η Ρωσία –ποτάσα, φωσφορικό αλάτι και άζωτο– δεν υπόκεινται στις κυρώσεις εξαιτίας της κρισιμότητάς τους για την παγκόσμια αγροτική παραγωγή. Ωστόσο, οι εξαγωγές τους παραμένουν περιορισμένες, καθώς προσκρούουν σε έναν συνδυασμό από εμπόδια που αντιμετωπίζουν στα λιμάνια, στις φορτώσεις, στη διαχείριση του εμπορίου τους από τις τράπεζες αλλά και την ασφάλισή τους.
Μιλώντας στο Bloomberg, ο Ρώσος μεγιστάνας και ιδιοκτήτης της βιομηχανίας λιπασμάτων EuroChem Group, υποστήριξε πως οι κυρώσεις που επέβαλε η Ε.Ε. στη Ρωσία έχουν μπλοκάρει το εμπόριο σε βαθμό ώστε μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου, οπότε θα κλείνει ένα έτος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα έχει μειωθεί το σύνολο των εξαγωγών λιπασμάτων κατά 13 εκατ. τόνους. Οι κραδασμοί στην παγκόσμια αγορά οδήγησαν στα ύψη τις τιμές το περασμένο καλοκαίρι, εξωθώντας σε μεγάλη συγκέντρωση αποθεμάτων όσες χώρες ή βιομηχανίες είχαν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στο κόστος. Στο μεταξύ οι τιμές έχουν αποκλιμακωθεί εν μέρει, αλλά παραμένουν υψηλότερες από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Οι προμήθειες λιπασμάτων είναι, άλλωστε, πολύ περιορισμένες στις φτωχότερες περιοχές. Και η κατάσταση επιδεινώνεται μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Λευκορωσία, έναν γίγαντα στην παραγωγή ποτάσας και προπαντός μετά την απόφαση της Κίνας, τον σημαντικότερο παραγωγό φωσφορικού άλατος και αζώτου, να επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές και των δύο κατηγοριών λιπασμάτων προκειμένου να διασφαλίσει επάρκεια στην εγχώρια αγορά. Παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν πως αυτοί οι περιορισμοί δεν πρόκειται να αρθούν πριν από τα μέσα του 2023 στην καλύτερη περίπτωση. Οι επιπτώσεις και οι γεωπολιτικοί κραδασμοί γίνονται αισθητοί πολύ μακριά από την Ουκρανία μέχρι ακόμη και τον Καναδά, που είναι ο υπ’ αριθμόν ένα παραγωγός ποτάσας στον κόσμο, με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία στη δεύτερη και την τρίτη θέση αντιστοίχως. Ο Βραζιλιάνος υπουργός Γεωργίας μετέβη στον Καναδά αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου με σκοπό να διασφαλίσει προμήθειες λιπασμάτων.