ΚΥΠΕ
Υπόμνημα σχετικά με την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, τις διαδικασίες αξιολόγησης και τα μαθησιακά αποτελέσματα, απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Υπουργό Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, ο τέως Υπουργός Παιδείας, Πρόδρομος Προδρόμου.
Στο πολυσέλιδο Υπόμνημα, το οποίο έχει εξασφαλίσει το ΚΥΠΕ και αναμένεται να αποσταλεί και στον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και σε άλλους εμπλεκόμενους φορείς σε θέματα παιδείας, αναφέρεται αναλυτικά στα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από τις διάφορες μορφές διαθέσιμων αξιολογήσεων, όπως είναι οι Παγκύπριες Εξετάσεις, η ετήσια Έρευνα Αλφαβητισμού του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, διεθνείς έρευνες και μετρήσεις και το νέο Σχέδιο Αξιολόγησης (τετραμήνων) στα τέσσερα έτη εφαρμογής του και καταλήγει ότι χρειάζονται περισσότερα και όχι λιγότερα εργαλεία αξιολόγησης στο εκπαιδευτικό σύστημα
Ο κ. Προδρόμου εκφράζει στο υπόμνημα τις απόψεις του στα προαναφερόμενα θέματα, αναφέροντας ότι βασική επιδίωξη της εκπαίδευσης και του σχολείου, εκτός των καθημερινών βιωμάτων και εμπειριών της φοίτησης, είναι τα μαθησιακά αποτελέσματα, που «είναι και η κεντρική επιδίωξη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που βρίσκεται σε εξέλιξη», προσθέτει.
Αναφέρει, παράλληλα, ότι κοινή πεποίθηση είναι ότι ένας (μια) απόφοιτος, ολοκληρώνοντας τον κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να έχει εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες που κρίνονται απαραίτητες στη σημερινή και αυριανή κοινωνία, στον κόσμο γενικότερα και να έχει γνώσεις και δεξιότητες που απαιτούνται και είναι προϋπόθεση για τη συνέχεια σε πανεπιστημιακές σπουδές.
«Ως εκ τούτου, το ουσιαστικό ζήτημα της εκπαίδευσης σήμερα δεν είναι τόσο οι όποιες τεχνικές ρυθμίσεις που αφορούν τη γενικευμένη γραπτή αξιολόγηση, όσο είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης που εξασφαλίζει τα μαθησιακά αποτελέσματα που επιδιώκονται», προσθέτει.
Σημειώνει ότι κεντρικό ζήτημα είναι, επομένως, τι και σε ποια έκταση διδάσκεται και σε ποιο βαθμό αυτή η γνώση εμπεδώνεται / κατακτάται.
«Επομένως πρώτη προτεραιότητα μάλλον είναι η επανεξέταση και επικαιροποίηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων, η οποία θα λάβει υπόψη εξελίξεις που έχουν επέλθει μέσα σε περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που καθορίστηκαν ή προσαρμογές που είναι απαραίτητες, όπως και τις σημερινές προτεραιότητες του ψηφιακού μετασχηματισμού, καθώς και ορισμένα σημαντικά ευρήματα από τις διαδικασίες αξιολόγησης και τα διαθέσιμα αποτελέσματα», αναφέρει.
Σημειώνει πως το τι και σε ποια έκταση διδάσκεται στα προγράμματα του σχολείου (η «ύλη») προκύπτει στη βάση του τι κρίνεται απαραίτητο για ένα νέο (μια νέα) 18 χρόνων που αποφοιτά από το σχολείο και βγαίνει στην κοινωνία και την ενεργό ζωή ή συνεχίζει πανεπιστημιακές σπουδές.
«Υπάρχει αντικειμενικό μέτρο που δεν μπορεί να παραγνωρίζεται χωρίς σοβαρές συνέπειες ως προς την ουσία», αναφέρει και εκφράζει την άποψη ότι και το ζήτημα της «ύλης» θα πρέπει να εξετασθεί με τεκμηριωμένο τρόπο και να καθοριστεί με μια σχετική σταθερότητα ως κύριος στόχος της εκπαίδευσης, αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται στη βάση εμπειρικών διαπιστώσεων, υποκειμενικών κρίσεων και περιστασιακών «αιτημάτων».
Σύμφωνα με τον κ. Προδρόμου, αποτελεί προτεραιότητα η επανεξέταση / προσαρμογή των Αναλυτικών Προγραμμάτων μέσα από έγκριτες διαδικασίες και με επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη και όχι αποσπασματικά (και ίσως τυχαία ή στη βάση άλλων κριτηρίων και επιδιώξεων).
Αναφέρει, επίσης, πως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίωξη ποιότητας στην εκπαίδευση είναι ένα σύστημα αξιόπιστης αξιολόγησης.
Σε ό,τι αφορά τα μαθησιακά αποτελέσματα και την παρακολούθησή τους, υποστηρίζει ότι το σκέλος της «προφορικής αξιολόγησης» που εφαρμόζεται χωριστά σε κάθε τμήμα, από κάθε εκπαιδευτικό, όπως δείχνει η ανάλυση των δεδομένων, δεν αρκεί, αλλά είναι σκόπιμο να συνδυάζεται με κάποια τακτική γενική αξιολόγηση.
Η διαδικασία αξιολόγησης, λέει, πρέπει να συνδυάζει την εξατομικευμένη αξιολόγηση που γίνεται από τον κάθε εκπαιδευτικό στη διάρκεια των μαθημάτων («συντρέχουσα»), με διαδικασίες «προφορικής» αξιολόγησης και κάποια μορφή γενικής γραπτής αξιολόγησης.
Αναφέρει, ακόμη, ότι η «προφορική» αξιολόγηση, όπως εφαρμόζεται εξατομικευμένα από τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς, έχει στοιχεία μιας αμεσότητας και μια λογική αποκέντρωσης, σε κάθε τμήμα κάθε σχολείου, αλλά και με αναπόφευκτα στοιχεία υποκειμενικότητας.
«Η γενική γραπτή αξιολόγηση (τετραμήνων), σε παγκύπρια βάση, εξασφαλίζει κοινά χαρακτηριστικά και προσδίδει ουδετερότητα. Επομένως, είναι σκόπιμο να υπάρχει ένας συνδυασμός των δυο -που εκτός των άλλων επιτρέπει και μια «διασταύρωση» των αποτελεσμάτων. Παρά κάποιους αντιπερισπασμούς, τις δυσκολίες της πανδημίας και κάποιες κοινωνικές πιέσεις, η γραπτή αξιολόγηση (στη βάση τετραμήνων) που προβλεπόταν να ξεκινήσει να ισχύει σταδιακά από το σχολικό έτος 2019/20, εφαρμόστηκε ομαλά και λειτούργησε», προσθέτει.
Όπως προκύπτει, αναφέρει στο Υπόμνημα του ο τέως Υπουργός Παιδείας, ένα ουσιαστικό ζήτημα της εκπαίδευσης σήμερα είναι η ανάγκη να υπάρξει μέριμνα και να δοθούν προσαρμοσμένες λύσεις για την επωφελή φοίτηση μιας σημαντικής μερίδας μαθητών /-τριών οι οποίοι /-ες φαίνεται, στη βάση των διαθέσιμων δεδομένων, ότι δεν αποκομίζουν σχεδόν κανένα όφελος από τη φοίτηση στα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών.
«Αυτή η πραγματικότητα που εμφανιζόταν ως «τελικό αποτέλεσμα» για αρκετά χρόνια, μέσα από τα αποτελέσματα των Παγκυπρίων Εξετάσεων, αναδεικνύεται σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ακρίβεια από τα αποτελέσματα των πρόσφατων γραπτών αξιολογήσεων. Το νέο σύστημα που εφαρμόζεται επιτρέπει ακριβέστερη «στόχευση» και έγκαιρες βελτιωτικές παρεμβάσεις», προσθέτει.
Επισημαίνει ότι μερικές χιλιάδες αποφοίτων κάθε χρόνο ολοκληρώνουν την εκπαίδευση χωρίς να έχουν ούτε τη βασική γνώση της Ελληνικής γλώσσας ή μια αντίστοιχη μαθηματική παιδεία.
Χρειάζεται, είναι η άποψη του κ. Προδρόμου, ενδεχομένως να αναθεωρηθούν προγράμματα σπουδών και να προσφερθούν διέξοδοι με μαθησιακή ωφέλεια για όλους τους μαθητές/ -τριες και προτάσσει τη λειτουργία «ενός αξιόπιστου σχεδίου αξιολόγησης» ως απαραίτητου εργαλείου.
Ο τέως Υπουργός καταλήγει ότι όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα της Έρευνας Αλφαβητισμού και τα σχετικά στοιχεία για την έκταση «λειτουργικού αναλφαβητισμού» από την ηλικία του Δημοτικού Σχολείου και προκειμένου να αντιμετωπίζονται έγκαιρα, χρειάζονται περισσότερα και όχι λιγότερα εργαλεία αξιολόγησης στο εκπαιδευτικό σύστημα.