ΚΥΠΕ
Ενα στα τρία ή ένα στα τέσσερα παιδιά, τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο, αναφέρονται με συχνότητα τουλάχιστον περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα σε νευρικότητα (33% και 38,0%, αντίστοιχα), θυμό ή γκρίνια (33% και 38,7%, αντίστοιχα), δυσκολίες ύπνου (29% και 20,8%, αντίστοιχα) και ακεφιά (25% και 24,5%, αντίστοιχα), καταδεικνύει Παγκόσμια Έρευνα για τις Συμπεριφορές Υγείας Παιδιών Σχολικής Ηλικίας: Ψυχική Υγεία και Ευεξία των Εφήβων στην Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τον Καναδά, τα αποτελέσματα της οποίας κοινοποίησε στα ΜΜΕ το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ).
Η Πιλοτική Έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 και σε αυτήν συμμετείχαν 1182 μαθητές/μαθήτριες από 61 σχολεία. Η κύρια έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2021-Απριλίου 2022, με τη συμμετοχή 4818 μαθητών/μαθητριών από συνολικά 212 σχολεία (276 τμήματα), τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Για τη συλλογή των δεδομένων έγινε χορήγηση ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου μαθητή/μαθήτριας. Έγινε, επίσης, χορήγηση ερωτηματολογίου σχολείου (200 σχολεία).
Στην Κύπρο, περισσότερα από τα μισά παιδιά αναφέρουν ότι τουλάχιστον περισσότερο από τον μισό καιρό έχουν καλή διάθεση (77,9%), αισθάνονται ήρεμοι/ήρεμες και χαλαροί/χαλαρές (66,2%), ενεργητικοί/ενεργητικές και δραστήριοι/δραστήριες (72,1%), ξεκούραστοι/ξεκούραστες όταν ξυπνούν (53,0%) και ότι η καθημερινή τους ζωή είναι γεμάτη με πράγματα που τους ενδιαφέρουν (68,9%).
Σημειώνεται ότι στην Κύπρο και σε κάποιες άλλες χώρες -Φινλανδία, Δανία (Γροιλανδία), Ιταλία, Καζακστάν, Μολδαβία και Ελβετία- δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στη ψυχική υγεία ως προς το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των παιδιών.
Πρόκειται για τη διεθνή έρευνα Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) (http://keea-hbsc.pi.ac.cy/hbsc/), η οποία διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια και παρέχει διεθνή συγκριτικά στοιχεία σχετικά με την υγεία, την ποιότητα ζωής, το κοινωνικό περιβάλλον και τις συμπεριφορές υγείας παιδιών σχολικής ηλικίας (11, 13 και 15 χρόνων). Έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως μια έγκυρη πηγή πληροφοριών για θέματα υγείας των εφήβων, υιοθετώντας τη θέση ότι η υγεία περικλείει φυσικές, κοινωνικές αλλά και συναισθηματικές πτυχές.
H έρευνα πραγματοποιείται από το 1983 και σε αυτή συμμετέχουν περίπου 50 χώρες διεθνώς. Ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η έρευνα τέθηκε υπό την αιγίδα των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας, και η υλοποίηση της γίνεται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠΑΝ.
Οι άλλες τρεις θεματικές εκθέσεις της έρευνας θα δημοσιευτούν σταδιακά, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2023 και θα αφορούν στη σωματική υγεία των παιδιών, στους σύγχρονους κίνδυνους και στην επίδραση του κοινωνικού πλαισίου στην εφηβεία.
Λεπτομερώς τα αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της πρώτης θεματικής έκθεσης καταδεικνύουν κυρίως ότι με την αύξηση της ηλικίας των παιδιών, καταγράφονται αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και ευεξία. Επίσης, τα κορίτσια, καθώς και τα παιδιά με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο δηλώνουν χαμηλότερα επίπεδα ψυχικής υγείας.
Ως προς την αυτοαναφερόμενη υγεία, το 36% των παιδιών διεθνώς αναφέρονται στην υγεία τους ως εξαιρετική, με το αντίστοιχο ποσοστό για την Κύπρο να είναι κατά 10 μονάδες υψηλότερο (46,8%).
Ως προς την ικανοποίηση για τη ζωή, σε κλίμακα 1-10, ο μέσος όρος διεθνώς είναι υψηλός (7,5) με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για την Κύπρο είναι ελαφρώς υψηλότερος (8,0). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κύπρος δεν συμπεριλαμβάνεται στις χώρες με μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια.
Ως προς τη ψυχική υγεία και ευεξία, σε κλίμακα 0-100, ο διεθνής μέσος όρος ανέρχεται σε 61,1. Στις σχετικές δηλώσεις σε αυτή την κλίμακα, στην Κύπρο περισσότερα από τα μισά παιδιά αναφέρουν ότι τουλάχιστον περισσότερο από τον μισό καιρό έχουν καλή διάθεση (77,9%), αισθάνονται ήρεμοι/ήρεμες και χαλαροί/χαλαρές (66,2%), ενεργητικοί/ενεργητικές και δραστήριοι/δραστήριες (72,1%), ξεκούραστοι/ξεκούραστες όταν ξυπνούν (53,0%) και ότι η καθημερινή τους ζωή είναι γεμάτη με πράγματα που τους ενδιαφέρουν (68,9%). Σημειώνεται ότι στην Κύπρο και σε κάποιες άλλες χώρες -Φινλανδία, Δανία (Γροιλανδία), Ιταλία, Καζακστάν, Μολδαβία και Ελβετία- δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στη ψυχική υγεία ως προς το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των παιδιών.
Ως προς την αυτοαποτελεσματικότητα, τα ποσοστά των παιδιών διεθνώς που δηλώνουν ότι (α) αν προσπαθήσουν αρκετά σκληρά, βρίσκουν συχνά ή πάντα λύση σε ένα πρόβλημα και (β) καταφέρνουν να κάνουν όσα πράγματα αποφασίσουν, ανέρχονται σε 61% και 57%, αντίστοιχα. Παρόμοια αποτελέσματα ισχύουν και στην Κύπρο, σε κάπως μεγαλύτερο βαθμό (64,9% και 60,3%, αντίστοιχα).
Ως προς τα ατομικά παράπονα υγείας, υψηλότερα ποσοστά παιδιών αναφέρονται σε προβλήματα ψυχικής, παρά σωματικής υγείας. Συγκεκριμένα, περίπου ένα στα τρία ή ένα στα τέσσερα παιδιά -τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο- αναφέρονται με συχνότητα τουλάχιστον περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα σε νευρικότητα (33% και 38,0%, αντίστοιχα), θυμό ή γκρίνια (33% και 38,7%, αντίστοιχα), δυσκολίες ύπνου (29% και 20,8%, αντίστοιχα) και ακεφιά (25% και 24,5%, αντίστοιχα).
Τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο, μικρότερα ποσοστά παιδιών αναφέρονται σε σωματικά προβλήματα με συχνότητα τουλάχιστον περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα ως εξής: πονοκέφαλο (20% και 16,1%, αντίστοιχα), πόνο στην πλάτη (17% και 15,3%, αντίστοιχα), πόνο στο στομάχι (14% και 10,0%, αντίστοιχα) και ζαλάδα (15% και 11,6%, αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ με την αύξηση της ηλικίας τα κορίτσια παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά σε όλα τα προβλήματα υγείας, στην περίπτωση των αγοριών αυτό συμβαίνει μόνο σε ένα σωματικό πρόβλημα (πόνο στην πλάτη) και τρία ψυχικά προβλήματα (ακεφιά, νευρικότητα και θυμό/γκρίνια).
Ως προς τα πολλαπλά παράπονα υγείας, σε διεθνές επίπεδο το 44% των παιδιών αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα προβλήματα (από τα πιο πάνω) με συχνότητα περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα.
Σημειώνεται ότι για τα παιδιά 15 χρονών, τα 2/3 των κοριτσιών διεθνώς δηλώνουν πολλαπλά προβλήματα υγείας, σε σύγκριση με λίγο περισσότερο από το 1/3 των αγοριών. Στην Κύπρο, τα ποσοστά αυτά για τα παιδιά 11 χρόνων ανέρχονται σε 31% για τα αγόρια και 39% για τα κορίτσια, για τα παιδιά 13 χρόνων σε 35% για τα αγόρια και 55% για τα κορίτσια, και για τα παιδιά 15 χρονών σε 40% για τα αγόρια και 67% για τα κορίτσια.
Περίπου 16% των παιδιών διεθνώς δηλώνει πως αισθάνεται μοναξιά τον περισσότερο καιρό ή πάντοτε, με το ποσοστό αυτό να είναι ελαφρώς υψηλότερο για την Κύπρο (17,9%).
Προτάσεις για υποστήριξη ψυχικής υγείας και ευεξίας
Συμπερασματικά, διαφαίνεται ότι τα αποτελέσματα της Κύπρου ακολουθούν τις τάσεις των 44 χωρών που ανταποκρίθηκαν στα ερωτήματα για τη ψυχική υγεία.
Λαμβάνοντας υπόψη και την πανδημία του COVID-19, η οποία φαίνεται ότι είχε επιπτώσεις στη ψυχική υγεία των παιδιών, καθώς και την καταγραφή δυσκολιών ψυχικής υγείας από τους έφηβους κατά την περίοδο πριν την πανδημία -σε προηγούμενους κύκλους της έρευνας- προτείνονται τρόποι υποστήριξης της ψυχικής τους υγείας και ευεξίας.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η επένδυση σε τοπικά προγράμματα βελτίωσης της ψυχικής υγείας των παιδιών με έμφαση στο φύλο, στην ηλικία και στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή εστιασμένων παρεμβάσεων σε παιδιά, κυρίως 15 χρόνων, και στα κορίτσια εντός του αναλυτικού προγράμματος του σχολείου, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μηχανισμών παρακολούθησης της ψυχικής υγείας και ευεξίας των παιδιών για πρόληψη και προαγωγή της ψυχικής υγείας.
Επίσης προτείνεται η παροχή προγραμμάτων ψυχικής υγείας από τα σχολεία και παρόλο που αυτό απαιτεί περισσότερους πόρους και κατάρτιση, πιθανότατα θα συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της ψυχική υγείας και κατ’ επέκταση της ευρύτερης υγείας των αυριανών πολιτών.
Το ΥΠΑΝ αναφέρει πως θα επικεντρωθεί στην αξιοποίηση των δεδομένων της έρευνας, με στόχο τη βελτίωση συγκεκριμένων πτυχών του εκπαιδευτικού συστήματος που αφορούν στην προαγωγή της υγείας των παιδιών σχολικής ηλικίας.
Δεδομένης της τακτικής, πλέον, συμμετοχής της Κύπρου στη διεθνή έρευνα HBSC αναμένεται η διαμόρφωση πιο ξεκάθαρης εικόνας όσον αφορά στους τομείς που εξετάζει η εν λόγω έρευνα.
Η διεξαγωγή συγκριτικών μετρήσεων για όλες τις πτυχές που εξετάζει η έρευνα, η οποία θα καταστεί εφικτή μελλοντικά, θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα μας για περαιτέρω αναδιαμόρφωση, προσαρμογή και σχεδιασμό σχετικών εκπαιδευτικών πολιτικών, αναφέρεται.