ΚΥΠΕ
Καταγγελίες για ελλιπείς ελέγχους ποιότητας στην παροχή υπηρεσιών από διαγνωστικά κέντρα, για εισαγωγές πεπαλαιωμένων και εκτός προδιαγραφών συστημάτων, για μίζες γιατρών που είναι μέτοχοι σε τέτοια κέντρα, καθώς και καταγγελίες για υπεραύξηση των παραπομπών και μη στοχευμένης διάγνωσης εις βάρος των ασθενών, ακούστηκαν την Πέμπτη ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας, κατά την εξέταση θέματος, που αφορά στη λειτουργία διαγνωστικών κέντρων, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία που διαθέτουν, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ΓεΣΥ.
Βουλευτές και αρμόδιοι εμπλεκόμενοι φορείς τόνισαν πως είναι επιτακτική η ανάγκη αναθεώρησης της νομοθετικής ρύθμισης, που θα διέπει τη λειτουργία των διαγνωστικών κέντρων, ώστε να διορθωθεί το κενό που υπάρχει στη νομοθεσία με τη βελτίωση και την αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρονται στους ασθενείς.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του θέματος υποδείχθηκε στα μέλη της Επιτροπής ότι δεν υπάρχουν καθορισμένες προδιαγραφές για τα μηχανήματα που διαθέτει το κάθε κέντρο, με αποτέλεσμα να μπαίνουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Μιλώντας ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής, ο Επικεφαλής του Τμήματος Ιατρικής Φυσικής του ΟΚΥπΥ, Πρόδρομος Καπλάνης, ανέφερε ότι σε κάθε διακόσιες ολόσωμες αξονικές τομογραφίες ένας ασθενής πεθαίνει, ενώ σημείωσε ότι πολλοί ασθενείς, που εκτίθενται στην ακτινοβολία προσβάλλονται από καρκίνο.
Σύμφωνα με τον κ. Καπλάνη δεν υπάρχουν καθορισμένες προδιαγραφές για τα μηχανήματα, με αποτέλεσμα -όπως σημείωσε- ένα μεταχειρισμένο μηχάνημα να στοιχίζει 80 χιλιάδες ευρώ και τα σύγχρονα καινούργια μηχανήματα, να στοιχίζουν ένα, δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια ευρώ, ενώ ανάλογα με την αξία είναι και η αποτελεσματικότητα ή και η επικινδυνότητα του κάποιου μηχανήματος.
Ο Ιδρυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής του Ιατρικού Διαγνωστικού Κέντρου Μαγνητικής Τομογραφίας «Άγιος Θέρισσος», Θύρσος Ποσπορής, κατήγγειλε πως υπάρχει σύστημα με μίζες στο χώρο της υγείας, κάνοντας λόγο για γιατρούς, οι οποίοι είναι μέτοχοι σε διαγνωστικά κέντρα και οι οποίοι στέλνουν ασθενείς για αχρείαστες εξετάσεις.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Ποσπορής είπε ότι απαγορεύεται γιατροί να είναι μέτοχοι σε διαγνωστικά κέντρα. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι διενεργούνται και αχρείαστες εγχειρήσεις.
Εξήγησε ότι «με την εισαγωγή του ΓεΣΥ εισάχθηκαν πολλά μεταχειρισμένα μηχανήματα, χωρίς να ελεγχθεί η τεχνολογία», για να προσθέσει ότι «πρέπει επιτέλους να διορθώσουμε τα κακώς έχοντα».
Έκανε λόγο για «εμπορικοποίηση» της υγείας, σημειώνοντας πως ο ίδιος έχει ζητήσει από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας να δώσει στοιχεία για το ποιοι είναι οι μέτοχοι σε κάθε διαγνωστικό κέντρο, που στέλνουν τα περιστατικά τους, τι περιστατικά είναι (αν είναι παθολογικά ή μη) και ποια χειρουργούνται και από ποιους γίνονται.
«Αν δοθεί απάντηση σε αυτό», τόνισε, «θα δοθεί μια πολύ καλή ώθηση στη διόρθωση των κακώς εχόντων».
Απηύθυνε έκκληση για συνέχιση της συζήτησης στην Επιτροπή Υγείας, ενώ κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να αναλάβουν την ευθύνη για βελτίωση του συστήματος προς όφελος του ασθενή.
Ζήτησε από τη Βουλή όπως προχωρήσει, χωρίς άλλη καθυστέρηση, στην κατάλληλη ρύθμιση της νομοθεσία, ώστε να επιτευχθεί η υψηλή παροχή ποιότητας στους ασθενείς.
Εξάλλου, σε σχέση με τις «μίζες» γιατρών, ο κ. Ποσπορής είπε ότι είναι σε εξέλιξη έρευνα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, η οποία όπως είπε έχει ζητήσει από τον ΟΑΥ όπως της δοθούν τα στοιχεία, στα οποία αναφέρθηκε ο ίδιος κατά τη συνεδρία της Επιτροπής.
Η Πρόεδρος της Ακτινολογικής Εταιρείας Κύπρου, Χρύσα Τζιακούρη Σιακαλλή, αναφέρθηκε στο θέμα της υπεραύξησης των παραπομπών και της μη στοχευμένης διάγνωσης εις βάρος των ασθενών, «με αποτέλεσμα ο ΟΑΥ να προσπαθεί να αναχαιτίσει αυτή την ανεξέλεγκτη κατάσταση, βάζοντας εμπόδια στις παραπομπές ή με άλλου είδους ενέργειες, οι οποίες το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι να μη γίνονται σωστές εξετάσεις».
Επιπρόσθετα, η κ. Τζιακούρη Σιακαλλή είπε ότι «εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης, πέφτει η μονάδα αποζημίωσης και κινδυνεύουν τα σωστά κέντρα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν σε καλό τεχνολογικό εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό».
Απηύθυνε έκκληση εκ μέρους της Ακτινολογικής Εταιρείας Κύπρου όπως η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας και Ελέγχου και ο Σύνδεσμος των ασθενών δουν το θέμα της ακτινολογίας με πολλή προσοχή.
Όπως είπε «οι ακτινολόγοι είναι αυτοί που συμβάλλονται κανονικά με τον ΟΑΥ, κι όμως, ο ΟΑΥ κάνει συμβάσεις με οποιοδήποτε κέντρο, από οποιονδήποτε, είτε γιατρό, είτε επιχειρηματία, χωρίς κανένα ειδικό κριτήριο, χωρίς τη χρήση της νομοθεσίας και χωρίς άλλα κριτήρια».
Απαντώντας σε ερώτηση, ανέφερε ότι ο ΟΑΥ «πληρώνει τους πάντες χωρίς απόδειξη και οποιονδήποτε φέρνει ένα μηχάνημα, οποιασδήποτε κατηγορίας και κάνει μία εξέταση», για να συμπληρώσει ότι ο ΠΙΣ δεν παίρνει καμία θέση, ενώ το Ιατροσυμβούλιο Κύπρου, δίνει εξειδικεύσεις χωρίς κανένα έλεγχο και δεν ακολουθεί τα ευρωπαϊκά κριτήρια.
Ο Πρόεδρος της Οργάνωσης Παραπληγικών Κύπρου και εκπρόσωπος Τύπου της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου, Δημήτρης Λαμπριανίδης, είπε πως η ΟΣΑΚ θεωρεί ότι ο ΟΑΥ έχει ευθύνη να αγοράζει ποιοτικές υπηρεσίες και να αμείβει για αυτές δίκαια τους παρόχους, προσθέτοντας πως οι οργανωμένοι ασθενείς θεωρούν αδιανόητο ένα κέντρο, που έχει εξοπλισμό παλαιάς γενιάς και ένα κέντρο που έχει νέας γενιάς εξοπλισμό, να αμείβονται με το ίδιο ποσό.
Έκανε λόγο για κενό στον έλεγχο της λειτουργίας αυτών των υπηρεσιών, εκφράζοντας την ελπίδα σύντομα να γίνουν αλλαγές.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της ΠΑΣΥΚΙ, Σωτήρης Κούμας, δήλωσε πως τον τρομάζουν οι συγκεκριμένες καταγγελίες, ενώ σημείωσε πως οι γιατροί έχουν την ευθύνη για να ανακοινώσουν κακά νέα στους ασθενείς.
Η Προεδρεύουσα της Επιτροπής Υγείας, βουλευτής ΔΗΣΥ, Σάββια Ορφανίδου, είπε πως η Βουλή θα παρακολουθεί στενά το θέμα, για να υπογραμμίσει πως το Υπουργείο Υγείας ενημέρωσε στη σημερινή συνεδρία ότι «επιτέλους ετοιμάζεται η νομοθετική ρύθμιση», που θα διέπει το ρυθμιστικό ρόλο και τη λειτουργία όλων αυτών των διαγνωστικών κέντρων.
Ανέφερε πως η Επιτροπή Υγείας αναμένει να της κατατεθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για το πότε θα έχει ενώπιον της αυτή την πάρα πολύ σημαντική νομοθεσία, ενώ κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να συνεργαστούν, για να μπορέσουν να διορθώσουν το κενό που υπάρχει στη νομοθεσία, αλλά και το κενό που υπάρχει στην ποιότητα του ελέγχου.
Όπως είπε, «πρέπει να μπορέσουμε να βελτιώσουμε και να αναβαθμίσουμε στο τέλος τις υπηρεσίες προς τον ασθενή, για να μην θρηνήσουμε θύματα από το κενό που υπάρχει στη νομοθεσία».
Η βουλευτής του ΑΚΕΛ Μαρίνα Νικολάου, ζήτησε άμεσα το Υπουργείο Υγείας να καταθέσει τους προβλεπόμενους κανονισμούς, ώστε, όπως πρόσθεσε, «να ρυθμιστεί το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από το οποίο πρέπει να διέπεται η λειτουργία των κέντρων αυτών.
Ο βουλευτής της ΔΗΚΟ, Χρύσανθος Σαββίδης, ανέφερε ότι «εν έτη 2022 δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, για ίδρυση και δημιουργία διαγνωστικών κέντρων», για να συμπληρώσει ότι «σήμερα ο κάθε ένας, ανεξαρτήτου ιδιότητας και χωρίς νομοθετικό πλαίσιο, ανοίγει διαγνωστικό κέντρο, χωρίς να υπάρχει ο οποιοσδήποτε ποιοτικός έλεγχος».
Ο βουλευτής του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών – Συνεργασία Πολιτών, Χαράλαμπος Θεοπέμπου, ο οποίος ενέγραψε το θέμα στην αρμόδια Επιτροπή, έθεσε θέμα και για τον χειρισμό των μηχανημάτων, αφού όπως σημείωσε «δεν υπάρχουν ούτε εδώ προδιαγραφές για τους χειριστές τους».
«Έχει διαφανεί ξεκάθαρα», είπε, «ότι χρειάζεται ένα νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο να ρυθμίζει τη λειτουργία αυτών των διαγνωστικών κέντρων, όπως επίσης και μια σειρά από διαπιστεύσεις ότι τα μηχανήματα συντηρούνται τακτικά και μέσα στα πλαίσια που καθορίζει ο ίδιος ο κατασκευαστής».