Kathimerini.gr
Η πρωτοβουλία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) να προχωρήσει στον αποχαρακτηρισμό και τη δημοσίευση αρχειακού υλικού σχετικά με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπήρξε αναμφίβολα μια ευχάριστη εξέλιξη για όσους ενδιαφέρονται να αποκτήσουν καλύτερη γνώση των δραματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Μεγαλόνησο το καλοκαίρι του 1974. Οπωσδήποτε, η μελέτη των 58 δελτίων πληροφοριών (Δ.Π.) της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) δεν ανατρέπει, αντίθετα μάλλον επιβεβαιώνει, τα πορίσματα στα οποία έχουν καταλήξει σύγχρονοι μελετητές της κυπριακής τραγωδίας, πρωτίστως ο Αλέξης Παπαχελάς. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες που μεταφέρουν οι συντάκτες των δελτίων πληροφοριών και οι απόψεις (σχόλια) που διατυπώνουν φωτίζουν αθέατες πλευρές των γεγονότων και αντανακλούν κυρίαρχες αντιλήψεις που επικρατούσαν στην ΚΥΠ σε μια μεταβατική περίοδο: από την κατάρρευση της δικτατορίας του Δημητρίου Ιωαννίδη έως την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα· και από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου έως την κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους από τους Τούρκους εισβολείς.
Η μελέτη του δημοσιευμένου αρχειακού υλικού δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι εξελίξεις στη νήσο βρίσκονταν στο μικροσκόπιο της ΚΥΠ. Εκείνο που προβληματίζει ιδιαίτερα τους συντάκτες των δελτίων πληροφοριών είναι η απόφαση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου να προχωρήσει στην «εξυγίανσιν» της Εθνικής Φρουράς (Δ.Π. 1/7/1974) και την «απομάκρυνσιν απάντων των Ελλήνων Αξιωματικών εκ Κύπρου και την αντικατάστασιν τούτων δι’ Ελλήνων αποστράτων Αξιωματικών, Βασιλοφρόνων και αντιτιθεμένων της επαναστάσεως» (Δ.Π. 4/7/1974). Ενδεχόμενη αποχώρηση των (χουντικών) Ελλήνων αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά –σχολιάζει ο συντάκτης– θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Κύπρο, όχι μόνον επειδή «ο Μακάριος περιστοιχιζόμενος πλέον υπό των Κομμουνιστών θα καθοδηγήται υπ’ αυτών μη δυνάμενος να πράξη άλλως πώς» (Δ.Π. 5/7/1974), αλλά και επειδή μία τέτοια εξέλιξη έβρισκε αντίθετη «την Τουρκικήν πλευράν, καθ’ όσον η παρουσία των εν τη Νήσω αποτελεί εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Τ/Κ μειονότητος» (Δ.Π. 9/7/1974).
Από την άλλη πλευρά, ο συντάκτης των δελτίων, κατά πάσα πιθανότατα και η ίδια η ΚΥΠ, όχι μόνον δεν φαίνεται ότι ενεπλάκησαν στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, αλλά δεν ήταν καν ενήμεροι γι’ αυτό. Ετσι, στο δελτίο της 15ης Ιουλίου 1974, το οποίο κάλυπτε χρόνο έως τις οκτώ το πρωί της ίδιας ημέρας (το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 08.30), εκτιμάται ότι ο Μακάριος θα εξακολουθήσει να είναι πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ασκώντας μάλιστα πιέσεις στη χούντα των Αθηνών «να προβή εις ενεργείας προς διάλυσιν της ΕΟΚΑ Β΄». Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι στα δελτία των αμέσως προηγούμενων ημερών γίνονταν εκτενείς αναφορές στις διακοινοτικές συνομιλίες, με τον συντάκτη να σχολιάζει ότι αυτές «δεν έχουν παρουσιάσει δυσκολίας, πλην όμως δεν έχουν σημειώσει και εντυπωσιακά αποτελέσματα, καθόσον αναμένεται η εξέτασις σοβαρών θεμάτων της Τοπικής Διοικήσεως» (Δ.Π. 10/7/1974).
Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, τα δελτία πληροφοριών ενημερώνουν το κέντρο (και μάλιστα με αρκετή ακρίβεια) σχετικά με την κινητοποίηση των τουρκικών δυνάμεων: «Συνεχίζεται η προπαρασκευή των αποβατικών δυνάμεων τόσον διά την εκτέλεσιν προγράμματος εκπαιδεύσεως όσον και ετοιμότητος δι’ ανάληψιν πολεμικής αποστολής κατά Κύπρου», σχολίαζε ο συντάκτης στις 19 Ιουλίου, λίγες ώρες πριν από την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής. Τις επόμενες τρεις ημέρες τα δελτία πληροφοριών διακόπτονται, πιθανότατα λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων στη Μεγαλόνησο και του πανικού που επικρατεί. Εντούτοις, από τις 23 Ιουλίου επανέρχεται η κανονική ροή, με τα δελτία πληροφοριών να καταγράφουν πλέον με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του τουρκικού στρατού, όχι μόνον στην Κύπρο, αλλά και στην Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μικρά Ασία – κάτι που μαρτυρεί την έκδηλη ανησυχία της ΚΥΠ για πιθανή τουρκική επιθετική ενέργεια εναντίον της ίδιας της Ελλάδας.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της τουρκικής εισβολής στις 24 Ιουλίου, τα δελτία πληροφοριών βρίθουν αναλύσεων σχετικά με τη στάση των άλλων κρατών και των διεθνών δρώντων έναντι της κυπριακής υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, αποκαλούν την ευμενή αποδοχή που είχε στη Δύση η κατάρρευση της δικτατορίας και ο σχηματισμός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κ. Καραμανλή «ευχάριστον εξέλιξιν, διότι αποτελεί απαρχήν μεταστροφής του κλίματος υπέρ της Ελλάδος και θα έχη ευνοϊκάς επιπτώσεις επί του εν εξελίξει ευρισκόμενου εθνικού θέματος» (Δ.Π. 26/7/1974). Καθώς, όμως, οι διαπραγματεύσεις στη Διάσκεψη της Γενεύης (25-30 Ιουλίου και 10-14 Αυγούστου 1974) οδηγούνται σταδιακά σε αδιέξοδο, ασκείται δριμεία κριτική τόσο στη Βρετανία όσο και στις δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση, για φιλοτουρκική πολιτική. Μάλιστα, η Βρετανία εμφανίζεται όχι μόνον να ενίσχυσε τους Τούρκους και τους Τουρκοκυπρίους «κατά τας ημέρας των πολεμικών επιχειρήσεων» (Δ.Π. 5/8/1974), αλλά ακόμη και να «παρεκίνησε» την Τουρκία «εις την αποβατικήν της ενέργειαν εις Κύπρον» (Δ.Π. 14/8/1974) – κάτι βέβαια που δεν επιβεβαιώνεται από την ιστορική έρευνα. Το διάστημα αυτό, εξάλλου, «μεροληπτική» (Δ.Π. 8/7/1974) και «σαφώς φιλοτουρκική» (Δ.Π. 15/8/1974) χαρακτηρίζεται η στάση των ΗΠΑ, προτεραιότητα των οποίων είναι η αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
Τις παραμονές του «Αττίλα ΙΙ», τα δελτία πληροφοριών της ΚΥΠ καταγράφουν την κινητικότητα του τουρκικού στρατού και μεταφέρουν δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου περί νέας επιθετικής ενέργειας στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή, πάντως, οι αμερικανικές ανησυχίες «δι’ ενδεχόμενον στρατιωτικόν επεκτατικόν εγχείρημα της Τουρκίας εις Κύπρον» χαρακτηρίζονται ως «υπερβολικαί», με τον συντάκτη της 13ης Αυγούστου να θεωρεί ότι αυτές «διωχετεύθησαν σκοπίμως προς την Ελληνικήν πλευράν, ίνα αύτη αφ’ ενός επιδείξη διαλλακτικότητα κατά τας συνομιλίας της Γενεύης και αφ’ ετέρου δικαιολογήση την μεροληπτικήν υπέρ στάσιν των ΗΠΑ». Μετά δε την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, τα δελτία πληροφοριών κάνουν λόγο για «αποδεδειγμένη ενοχή» των ΗΠΑ «διά το δράμα της Κύπρου» (Δ.Π. 17/8/1874) και εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τη «φιλοτουρκική» στάση του Λευκού Οίκου (Δ.Π. 21/8/1974).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υλικό που έφερε στη δημοσιότητα η ΕΥΠ θα «συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση όσων συνέβησαν τότε», όπως ορθά έθεσε το ζήτημα ο διοικητής της ΕΥΠ, πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης. Πράγματι, η επιστημονική αξιοποίηση των 58 δελτίων πληροφοριών της ΚΥΠ, σε συνδυασμό με ένα πλούσιο αρχειακό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας –και το οποίο ολοένα και εμπλουτίζεται– προσφέρει δυνατότητες νέων μελετών, αποστασιοποιημένων από συνωμοσιολογικές θεωρίες και απλουστευτικές ερμηνείες, που δεν υπηρετούν την έντιμη αποτίμηση του ιστορικού παρελθόντος.