ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πώς λειτουργούσε ο Λευκός Οίκος με τον Μπάιντεν σε διανοητική ύφεση

Οι συνεργάτες φρόντιζαν οι συναντήσεις να είναι σύντομες και με «ελεγχόμενη πρόσβαση», οι κορυφαίοι σύμβουλοι λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές και οι δημόσιες εμφανίσεις βασίζονταν σε «σενάρια».

Kathimerini.gr

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής κούρσας για το χρίσμα στις προεδρικές εκλογές του 2020, η Τζιλ Μπάιντεν είχε τόσο πυκνό προεκλογικό πρόγραμμα στην Αϊόβα, που τελικά πρωτοστάτησε σε εκδηλώσεις σε περισσότερες κομητείες από τον σύζυγό της – ένα γεγονός που ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της, Μάικλ Λαρόζα, φρόντισε να σχολιάσει μιλώντας σε δημοσιογράφο της περιοχής.

Ο προϊστάμενός του Λαρόζα στην προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν τον επέπληξε σχεδόν αμέσως. Καθώς οι τρεις τους ταξίδευαν με ένα μίνι βαν μέσα από τα καλαμποκοχώραφα της πολιτείας, ο Αντονι Μπερνάλ, τότε αναπληρωτής διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας και επικεφαλής του προσωπικού της Τζιλ Μπάιντεν, πίεσε τον Λαρόζα να επικοινωνήσει ξανά με τον δημοσιογράφο και να υποβαθμίσει οποιαδήποτε σύγκριση στις προεκλογικές εμφανίσεις μεταξύ του Τζο Μπάιντεν, τότε 77 ετών, και της συζύγου του, η οποία είναι οκτώ χρόνια νεότερή του. Το γεμάτο δραστηριότητες πρόγραμμά της απλώς υπογράμμιζε τον πιο αργό ρυθμό του συζύγου της, θυμάται να ακούει ο Λαρόζα.

Η διοίκηση αρνήθηκε πως ο Μπάιντεν βρισκόταν σε «ύφεση»

Το μήνυμα από την ομάδα του Μπάιντεν ήταν σαφές. «Οσο περισσότερο την αναδεικνύεις, τόσο περισσότερο τον κάνεις να φαίνεται κακός», είπε ο Λαρόζα, μιλώντας στην Wall Street Journal.

Αυτή η μικρή διόρθωση «προμήνυε τον τρόπο με τον οποίο οι στενότεροι βοηθοί και σύμβουλοι του Μπάιντεν θα διαχειρίζονταν τους περιορισμούς που θα συνόδευαν τον γηραιότερο πρόεδρο στην ιστορία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της θητείας του», σχολιάζει η αμερικανική εφημερίδα.

Για να προσαρμόσουν τον Λευκό Οίκο στις ανάγκες ενός ηγέτη σε νοητική κατάπτωση ζητούσαν από τους επισκέπτες να διατηρούν «μαζεμένη» την ατζέντα των συναντήσεων. Τα τετ α τετ με κορυφαίους Δημοκρατικούς βουλευτές και ορισμένα μέλη του υπουργικού συμβουλίου – συμπεριλαμβανομένων ισχυρών υπουργών όπως ο Λόιντ Οστιν (Αμυνας) και η Τζάνετ Γέλεν (Οικονομικών), ήταν σπάνιες ή γίνονταν όλο και πιο αραιά. Ορισμένοι κορυφαίοι βουλευτές δυσκολεύτηκαν να μιλήσουν με τον πρόεδρο σε καίριες στιγμές, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

Ανώτεροι σύμβουλοι τοποθετούνταν συχνά σε ρόλους που ορισμένοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και βουλευτές ήταν της άποψης ότι θα έπρεπε να καταλάβει ο Μπάιντεν αυτοπροσώπως, με πρόσωπα όπως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν, ο ανώτερος σύμβουλος Στιβ Ρικέτι και η επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου Λαέλ Μπρέιναρντ και ο προκάτοχός της να αναλαμβάνουν συχνά χρέη μεσάζοντα για τον πρόεδρο.

Οι υπεύθυνοι Τύπου που διαχειρίζονταν, μεταξύ άλλων, σύντομα βίντεο και ειδησεογραφικά κομμάτια για τον Μπάιντεν, είχαν ενημερωθεί από ανώτερα στελέχη να αποκλείσουν τυχόν αρνητικές ιστορίες για τον πρόεδρο. Ο Τζο Μπάιντεν δεν μιλούσε ούτε στους δικούς του δημοσκόπους, καθώς οι σφυγμομετρήσεις τον έδειχναν να υπολείπεται στην κούρσα για το 2024.

Οι πρόεδροι έχουν πάντα «κλειδοκράτορες». Αλλά στην περίπτωση του Μπάιντεν, τα «τείχη» γύρω του ήταν υψηλότερα και οι έλεγχοι πιο ενδελεχείς, σύμφωνα με βουλευτές των Δημοκρατικών, δωρητές και συνεργάτες που είχαν εργαστεί τόσο τον Μπάιντεν όσο και για προηγούμενες κυβερνήσεις. Υπήρχαν όρια σχετικά με τα άτομα στα οποία μιλούσε ο Μπάιντεν, υπήρχαν όρια για το τι του μετέφεραν και ποιες ήταν οι πηγές του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του, μια μικρή ομάδα βοηθών βρισκόταν στο πλευρό του Μπάιντεν ιδίως όταν ταξίδευε ή μιλούσε στο κοινό. Πηγή της WSJ, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, σχολίασε στην ανάλυση της εφημερίδας πως το «κράτημα από το χέρι», δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία των ΗΠΑ.

Ο Λευκός Οίκος λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο και όταν ο πρόεδρος και οι συνεργάτες του προωθούσαν την κούρσα για την επανεκλογή του – η οποία κατέρρευσε «θεαματικά», όταν η εμφάνισή του στο ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ τον Ιούνιο κατέστησε τα ερωτήματα της οξύνιάς του ανυπέρβλητο ζήτημα. Η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις τον αντικατέστησε στο ψηφοδέλτιο των Δημοκρατικών και ηττήθηκε κατά κράτος από τον Τραμπ μετά από μια σύντομη προεκλογική εκστρατεία – αφήνοντας τους Δημοκρατικούς να συζητούν αν οι πιθανότητες νίκης του υπονομεύτηκαν από την άρνηση του Μπάιντεν να υποχωρήσει νωρίτερα.

Δεκάδες συνεντεύξεις και μαρτυρίες

Η σκιαγράφηση αυτού του τρόπου λειτουργίας του Λευκού Οίκου με έναν γηράσκοντα ηγέτη στην κορυφή του οργανογράμματός του βασίζεται σε συνεντεύξεις με σχεδόν 50 άτομα, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων που ήταν παρόντες ή είχαν άμεση γνώση συγκεκριμένων γεγονότων.

Πολλοί από εκείνους που επέκριναν την απομόνωση του Μπάιντεν αναγνώρισαν ωστόσο ότι το σύστημά του κράτησε την ατζέντα του προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Αντριου Μπέιτς δήλωσε ότι ο Τζο Μπάιντεν έσπασε ρεκόρ κατά τη διακυβέρνησή του, πετυχαίνοντας την επάνοδο ης μεσαίας τάξης, χάρη στην προσοχή που έδωσε στις λεπτομέρειες της πολιτικής που επηρεάζουν εκατομμύρια ζωές».Ο Μπέιτς, ο οποίος απέρριψε την άποψη ότι ο Μπάιντεν βρίσκεται σε πνευματική ύφεση, πρόσθεσε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος συχνά ζητούσε τη γνώμη εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, που τον ενημέρωναν για τη χάραξη της πολιτικής του.

Οπως είπε ο Μπέιτς, είναι στις αρμοδιότητες του ανώτερου προσωπικού του Λευκού Οίκου να έχουν τακτικά συναντήσεις υψηλού επιπέδου, προσθέτοντας πως τα άτομα αυτά εκτελούσαν την ατζέντα του Μπάιντεν υπό τις οδηγίες του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το προσωπικό προειδοποιούσε τον πρόεδρο για «σημαντικές» αρνητικές ειδήσεις. Ο Αντονι Μπερνάλ (σ.σ. που αναφέρεται στην αρχή του κειμένου), μέσω του γραφείου Τύπου του Λευκού Οίκου, αρνήθηκε να σχολιάσει.

«Καλές και κακές ημέρες»

Η «διολίσθηση» του προέδρου ήταν δύσκολο να αγνοηθεί, σημειώνει στην ανάλυσή της η WSJ. Ενώ προετοιμαζόταν πέρυσι για τη συνάντησή του του με τον Ρόμπερτ Κ. Χουρ, τον ειδικό σύμβουλο που διερευνούσε τον χειρισμό απόρρητων εγγράφων από τον Μπάιντεν, ο πρόεδρος δεν μπορούσε να θυμηθεί τις απαντήσεις που είχε συζητήσει με την ομάδα του. Σε εκδηλώσεις, οι βοηθοί του συχνά του επαναλάμβαναν οδηγίες, όπως για παράδειγμα από πού να εισέλθει ή να εξέλθει από μια σκηνή, πράγματα προφανή για τον μέσο άνθρωπο. Η ομάδα του Μπάιντεν ανέθεσε στον συμπρόεδρο της εκστρατείας Τζέφρι Κάτζενμπεργκ, μεγιστάνα του Χόλιγουντ, να βρει έναν σύμβουλο «προπονητή» φωνής, για να βελτιώσει την «ξεθωριασμένη» χροιά της φωνής του προέδρου.

Ο Μπάιντεν, 82 ετών σήμερα, λειτουργούσε εδώ και καιρό με έναν στενό κύκλο συμβούλων. Η κουλτούρα προστατευτισμού στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου εντάθηκε καθώς ο Μπάιντεν ξεκίνησε την προεδρία του στο αποκορύφωμα της πανδημίας Covid-19. Το επιτελείο του έκανε ό,τι μπορούσε για να μην κολλήσει τον κορωνοϊό, περιορίζοντας τις προσωπικές επαφές μαζί του. Αλλά το κέλυφος που κατασκευάστηκε για την πανδημία δεν υποχώρησε ποτέ πλήρως, και λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, ενισχύθηκε.

Το όλο σχέδιο αποσκοπούσε επίσης στο να αποτρέψει τον «απείθαρχο» στις δημόσιες ομιλίες Μπάιντεν, από το να κάνει γκάφες ή λάθη που θα μπορούσαν να βλάψουν την εικόνα του, να δημιουργήσουν πολιτικούς «πονοκεφάλους» ή να ανατρέψουν ακόμα και την παγκόσμια τάξη.

Αυτο το σύστημα έθεσε τον Μπάιντεν σε ασυνήθιστη απόσταση από τους υπουργούς, τους προέδρους των επιτροπών του Κογκρέσου και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Τον απομόνωσε επίσης από τα μάτια του αμερικανικού λαού.

Οι στρατηγικές για την προστασία του Μπάιντεν λειτούργησαν σε μεγάλο βαθμό -μέχρι τις 27 Ιουνίου, όταν ο Μπάιντεν στάθηκε στη σκηνή του ντιμπέιτ στην Ατλάντα απέναντι στον Τραμπ, ψάχνοντας να θυμηθεί λέξεις και αδυνατώντας να ολοκληρώσει τις σκέψεις του σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. Μεγάλο μέρος των Δημοκρατικών είχε αποδεχτεί τη γραμμή του Λευκού Οίκου ότι ο Μπάιντεν ήταν σε θέση να δώσει τη μάχη με τον Τραμπ, ακόμη και όταν υπήρχαν άμεσες αποδείξεις για το αντίθετο, σχολιάζει η Wall Street Journal.

Ο Μπάιντεν, που περιστοιχιζόταν από συμβούλους από τότε που είχε γίνει γερουσιαστής σε ηλικία 30 ετών, μπήκε στον Λευκό Οίκο με μια μικρή ομάδα πιστών, παλιών στελεχών που γνώριζαν τόσο καλά τον ίδιο και την Ουάσινγκτον, ώστε μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί «πληρεξούσιοι». Δεν ανέχονταν την κριτική για τις επιδόσεις του Μπάιντεν ή τις ευρύτερες διαφωνίες εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την απόφαση του προέδρου να διεκδικήσει δεύτερη θητεία.

«Ακυρώστε όλες τις συναντήσεις του για σήμερα»

Ωστόσο, ένα σημάδι ότι το σκληρό προεδρικό πρόγραμμα έπρεπε να προσαρμοστεί στην προχωρημένη ηλικία του Μπάιντεν είχε κάνει την εμφάνισή του από τους πρώτους κιόλας μήνες της θητείας του. Αξιωματούχοι είχαν παρατηρήσει ότι ο πρόεδρος κουραζόταν και έκανε λάθη όταν οι συνεδριάσεις διαρκούσαν πολύ.

Εδωσαν την οδηγία σε ορισμένους ισχυρούς βουλευτές και συμμάχους που ζητούσαν κατ’ ιδίαν τετ α τετ με τον πρόεδρο: Οι συζητήσεις θα έπρεπε να είναι σύντομες και να εστιάζουν σε συγκεκριμένα σημεία, σύμφωνα με ανθρώπους που επικαλείται η WSJ, οι οποίοι έλαβαν το μήνυμα απευθείας από τις επαφές τους στον Λευκό Οίκο.

Ιδανικά, τα ραντεβού ξεκινούσαν πιο αργά μέσα στην ημέρα, καθώς ο Μπάιντεν «δεν ήταν ποτέ στα καλύτερά του νωρίς το πρωί», όπως σχολίασαν ορισμένες πηγές. Το επιτελείο του έκανε αυτές τις προσαρμογές για να περιορίσει την πιθανότητα λαθών του Μπάιντεν, όπως λένε οι ίδιες πηγές. Ο πρόεδρος, γνωστός για τις μακροσκελείς και «φλύαρες» συνεδριάσεις, κατά καιρούς πίεζε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ζητώντας και παίρνοντας περισσότερο χρόνο.

Ο Λευκός Οίκος διέψευσε ότι το πρόγραμμά του τροποποιήθηκε λόγω της ηλικίας του.

Εάν ο πρόεδρος είχε μια «κακή ημέρα», ακυρώνονταν. Σε μια τέτοια περίπτωση, την άνοιξη του 2021, ένας αξιωματούχος της εθνικής ασφάλειας εξήγησε σε έναν άλλο σύμβουλο γιατί έπρεπε να αλλάξει το πρόγραμμα μιας συνάντησης με τον πρόεδρο. «Εχει καλές και κακές μέρες, και σήμερα ήταν μια κακή μέρα, οπότε ας μας απασχολήσει αύριο αυτό (σ.σ. το θέμα της προγραμματισμένης συζήτησης)», θυμάται να ακούει πρώην συνεργάτης από αξιωματούχο.

Αν και δεν είναι ασυνήθιστο για τους πολιτικούς να ζητούν περισσότερο χρόνο με τον πρόεδρο από ό,τι παίρνουν, ορισμένοι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι η πρόσβασή τους στον Μπάιντεν είχε γίνει ασυνήθιστα δύσκολη.

Αυτό διαπίστωσε ο βουλευτής Ανταμ Σμιθ από την Ουάσινγκτον όταν προσπάθησε να μοιραστεί τις ανησυχίες του με τον πρόεδρο ενόψει της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021.

«Μίλησα στον Μπάιντεν μόνο μία φορά»

Ο Σμιθ, ένας Δημοκρατικός που προήδρευε τότε της ισχυρής Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, θορυβήθηκε από τα «υπερβολικά αισιόδοξα», κατά τη γνώμη του, σχόλια του Μπάιντεν, καθώς η κυβέρνηση σχεδίαζε τη σχετική επιχείρηση.

«Τους παρακαλούσα να μην έχουν μεγάλες προσδοκίες», δήλωσε ο Σμιθ, ο οποίος είχε εργαστεί εκτενώς για το θέμα και ανησυχούσε για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων. Επιδίωξε να μιλήσει απευθείας με τον Μπάιντεν για να μοιραστεί τις απόψεις του, αλλά δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μαζί του στο τηλέφωνο, όπως λέει ο Σμιθ.

Μετά την καταστροφική απόσυρση, η οποία άφησε πίσω της νεκρά 13 μέλη των αμερικανικών υπηρεσιών και περισσότερους από 170 Αφγανούς, ο Σμιθ έκανε ένα επικριτικό σχόλιο στην Washington Post κάνοντας λόγο για έλλειψη «ξεκάθαρης αντίληψης» στον Λευκό Οίκο, αναφορικά με την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης του Ασράφ Γκάνι που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ.

Την αντίδραση του Σμιθ ακολούθησε ένα οργισμένο τηλεφώνημα από τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, ο οποίος όμως κατέληξε να ακούει τα παράπονα του Σμιθ. Λίγο αργότερα, ο Μπάιντεν κάλεσε τον Σμιθ και του ζήτησε συγγνώμη. Αυτό ήταν και το μοναδικό τηλεφώνημα που έκανε ο Μπάιντεν στον Σμιθ στα τέσσερα χρόνια της θητείας του.

«Ο Μπάιντεν δεν συμμετείχε στη συζήτηση»

«Ο Λευκός Οίκος του Μπάιντεν ήταν πιο απομονωμένος», δήλωσε ο Σμιθ.«Είχα μιλήσει με τον Μπαράκ Ομπάμα πολλές φορές όταν ήταν πρόεδρος και δεν ήμουν καν πρόεδρος επιτροπής».

Ο Τζιμ Χάιμς, ο κορυφαίος βουλευτής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, δήλωσε ότι οι επαφές του με τον Λευκό Οίκο τα τελευταία δύο χρόνια επικεντρώθηκαν κυρίως στην επανεγκρίσεις ενός νευραλγικού τμήματος του νόμου περί παρακολούθησης των ξένων μυστικών υπηρεσιών που εξασφαλίζει ευρείες εξουσίες παρακολούθησης της εθνικής ασφάλειας. Οι ανώτεροι σύμβουλοι του Μπάιντεν και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης συνεργάστηκαν με τον Χάιμς για το θέμα και ο ίδιος εξήρε τη συνεργασία. Αλλά ο Μπάιντεν δεν συμμετείχε στη συζήτηση. «Πραγματικά δεν είχα καμία προσωπική επαφή με αυτόν τον πρόεδρο. Είχα περισσότερη προσωπική επαφή με τον Ομπάμα, κάτι που είναι κάπως παράξενο, επειδή τότε ήμουν πολύ πιο νέος», δήλωσε ο Χάιμς, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντά του το 2009. Το Κογκρέσο παρέτεινε το καθεστώς παρακολούθησης για δύο χρόνια αντί για πέντε χρόνια που ήταν ο στόχος της κυβέρνησης.

Ο Μπέιτς σχολιάζει ότι σε κάθε κυβέρνηση, κάποιοι στην Ουάσιγκτον θα προτιμούσαν να περνούν περισσότερο χρόνο με τον πρόεδρο και ότι ο Μπάιντεν κατέβαλε σημαντική προσπάθεια για την προώθηση της νομοθετικής του ατζέντας.

Ενας βουλευτής που είχε χρόνο για ένα τετ-α-τετ με τον Μπάιντεν παρατήρησε ότι ο πρόεδρος δεν είχε αντοχή και στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο προσωπικό του: Ο γερουσιαστής Τζο Μάντσιν, Δημοκρατικός από τη Δυτική Βιρτζίνια που κατέληξε ανεξάρτητος, δήλωσε ότι το νομοθετικό έργο απαιτούσε ένα επίπεδο ενέργειας που δεν ήταν σίγουρος ότι διέθετε ο Μπάιντεν.

Οι «πρόθυμοι»

Αντί ο Μπάιντεν να κατευθύνει τα επόμενα βήματα, ο Μάντσιν υποστηρίζει ότι συνεργάτες του Μπάιντεν έπαιξε πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην προώθηση της ατζέντας του από ό,τι είχε παρατηρήσει να συμβαίνει σε προηγούμενες κυβερνήσεις.

Ο Μάντσιν τους χαρακτήρισε ως «πρόθυμους» -μια ομάδα στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο τότε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Ρον Κλάιν, «Ελεγαν “Θα το φροντίσω εγώ αυτό”», θυμάται ο Μάντσιν.

Ο Κλέιν, ο οποίος ήταν προσωπάρχης κατά τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του Μπάιντεν, δήλωσε ότι «η ατζέντα και ο ρυθμός» του Λευκού Οίκου ήταν υπό την «καθοδήγηση και την ηγεσία του προέδρου».

Οι συναντήσεις μεταξύ του Μπάιντεν και πολλών μελών του υπουργικού του συμβουλίου ήταν σχετικά σπάνιες και συχνά αυστηρά ενορχηστρωμένες. Τουλάχιστον ένα μέλος του υπουργικού συμβουλίου σταμάτησε να ζητά τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο, επειδή ήταν σαφές ότι τέτοια αιτήματα δεν ήταν ευπρόσδεκτα, σχολίασε ένας πρώην ανώτερος σύμβουλος του υπουργικού συμβουλίου.

Κορυφαίο μέλος του υπουργικού συμβουλίου συναντήθηκε κατ’ ιδίαν με τον πρόεδρο το πολύ δύο φορές τον πρώτο χρόνο και ελάχιστες φορές σε μικρές ομάδες, δήλωσε ένας άλλος πρώην ανώτερος σύμβουλος του υπουργικού συμβουλίου.

Πολλοί πρώην ανώτεροι σύμβουλοι του υπουργικού συμβουλίου περιγράφουν μια δυναμική «από πάνω προς τα κάτω», κατά την οποία ο Λευκός Οίκος εξέδιδε αποφάσεις και περίμενε από το υπουργικό συμβούλιο να τις εκτελέσει, αντί να επιτρέπει στους υπουργούς να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία χάραξης πολιτικής.

Ορισμένοι από αυτούς είπαν ότι τους ήταν δύσκολο να διακρίνουν σε ποιο βαθμό ο Μπάιντεν ήταν απομονωμένος εξαιτίας της ηλικίας του ή λόγω της προτίμησής του για έναν ισχυρό στενό κύκλο.

Η θέση του Λευκού Οίκου

Ο Μπέιτς υποστηρίζει από την πλευρά του πως ο Μπάιντεν συνομιλεί καθημερινά με τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου. Αρκετοί υπουργοί επικοινώνησαν με την εφημερίδα κατόπιν αιτήματος του Λευκού Οίκου για να βεβαιώσουν την ομαλή λειτουργία και επικοινωνία μεταξύ των υπηρεσιών τους και του Λευκού Οίκου. Υποστήριξαν ότι ο Μπάιντεν τους καλούσε στο τηλέφωνο όταν αναζητούσε πληροφορίες ή για να δώσει οδηγίες.

«Μιλούσα μαζί του όποτε χρειαζόμασταν την καθοδήγησή του ή τη βοήθειά του», δήλωσε ο Ντένις ΜακΝτόνα, υπουργός Βετεράνων του Μπάιντεν και πρώην προσωπάρχης του Ομπάμα. «Πολλές φορές εκείνος ήταν που μας προσέγγιζε».

Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, μιλούσαν με τους συμβούλους του προέδρου και όχι με τον ίδιο τον πρόεδρο, παραδέχτηκαν ορισμένοι εξ αυτών.

«Αν είχα ένα θέμα ή χρειαζόμουν την προσοχή τους, είχα πολλαπλούς διαύλους για να θέσω το ζήτημα», δήλωσε ο υπουργός Γεωργίας Τομ Βίλσακ. «Δεν χρειάζεται πάντα να θέτεις το θέμα στον πρόεδρο».

Ο Βίλσακ, ο οποίος έχει επίσης διατελέσει υπουργός Γεωργίας υπό τον Ομπάμα, δήλωσε ότι οι πρόεδροι θα πρέπει να εμπλέκονται κυρίως όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ οργανισμών.

Ο Ομπάμα συναντιόταν συχνά με μικρότερες ομάδες μελών του υπουργικού συμβουλίου, στο πλαίσιο της διαβούλευσης για κάποιο νομοθέτημα, δηλώνουν πρώην στελέχη της κυβέρνησης.

Αλλά η εικόνα ήταν διαφορετική υπό τη διακυβέρνηση του Μπάιντεν. Αντ’ αυτού, τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου συναντιόντουσαν τις περισσότερες φορές κατά μόνας, ή με ένα μέλος του κύκλου ανώτερων στελεχών του προέδρου, συμπεριλαμβανομένου του Μπρέιναρντ, του οικονομικού συμβούλου, ή του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Σάλιβαν. Ο ανώτερος σύμβουλος θα μετέφερε στη συνέχεια το θέμα στον πρόεδρο και θα υπέβαλε έκθεση, σύμφωνα με πρώην στελέχη της κυβέρνησης.

Πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι περιγράφουν ότι συχνά ο Μπάιντεν δεν φαινόταν να είχε άμεση επαφή με ορισμένα ζητήματα.

Η παράδοση που «έσπασε»

Διαχρονικά, οι πρόεδροι έχουν συχνότερες επαφές με ορισμένους υπουργούς – ενδεικτικά των Οικονομικών, Αμυνας και Εξωτερικών- σε σχέση με άλλους. Ομως η υπουργός Οικονομικών Γέλεν είχε μια όχι και τόσο κοντινή επαφή με τον πρόεδρο για μεγάλο μέρος της θητείας του.

Ηταν μέλος της ομάδας που ενημέρωνε τακτικά τον πρόεδρο για την Οικονομία, αλλά οι κατ’ ιδίαν συζητήσεις ήταν πιο σπάνιες, και συνήθως επικοινωνούσε με τους συμβούλους του προέδρου και όχι απευθείας με τον Μπάιντεν, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση της κατάστασης, τις οποίες επικαλείται η WSJ.

Ορισμένοι νυν και πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης δήλωσαν ότι θα περίμεναν πως Γέλεν και Μπάιντεν θα είχαν στενότερη σχέση.

Ο Μπέιτς, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, δήλωσε ότι ο Μπάιντεν «εκτιμά βαθιά την εμπειρία και τις συμβουλές της υπουργού Γέλεν» και είναι «ευγνώμων για την υπηρεσία της». Το Υπουργείο Οικονομικών αρνήθηκε να σχολιάσει.

Οι επαφές του υπουργού Αμυνας Οστιν επίσης με τον πρόεδρο Μπάιντεν επίσης έγιναν πιο αραιές, με τις συναντήσεις τους να γίνονται όλο και πιο σπάνια τα τελευταία δύο χρόνια, δήλωσαν πηγές.

Πιο αραιές οι συναντήσεις με τον υπ. Αμυνας, εν μέσω πολέμων

Κατά το πρώτο μισό της διακυβέρνησης, ο Οστιν ήταν ένα από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που συμμετείχαν στην τακτική ενημέρωση του Μπάιντεν (εκ περιτροπής κάθε εβδομάδα). Την ενημέρωση αυτή ακολουθούσε ένα τετ-α-τετ στο οποίο ο Οστιν και ο Μπάιντεν μιλούσαν κεκλεισμένων των θυρών.

Αξιωματούχοι είχαν γνώση για αυτές τις συναντήσεις δήλωσαν ότι βοηθούσαν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να κατανοήσουν άμεσα τις προθέσεις του αρχιστράτηγου, αντί αυτές να φιλτράρονται μέσω άλλων, όπως μέσω του Σάλιβαν, του συμβούλου εθνικής ασφαλείας.

Ομως τα τελευταία δύο χρόνια -περίοδο κατά την οποία οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα απαιτούσαν την προσοχή του προέδρου- οι προσκλήσεις προς τον Οστιν ήταν όλο και πιο σπάνιες και οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις άρχισαν να γίνονταν εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικά. Παρόλα αυτά, ο Οστιν μπορούσε πάντα να έχει μια απρογραμμάτιστη συνάντηση με τον πρόεδρο αν το απαιτούσαν οι συνθήκες.

Ο Μπέιτς αμφισβήτησε ότι υπήρξε οποιαδήποτε αλλαγή της τακτικής επαφής ή της παρουσίας του Οστιν στις καθημερινές ενημερώσεις του προέδρου, προσθέτοντας ότι ο υπουργός Αμυνας «συμμετέχει σταθερά σε αυτές τις ενημερώσεις και μιλούν συχνά».

Εκπρόσωπος του Πενταγώνου δήλωσε ότι ο Μπάιντεν καλούσε συχνά τον Οστιν στο τηλέφωνο, όχι μόνο για επείγοντα θέματα αλλά και για ζητήματα ήσσονος προτεραιότητας.

Οσο για τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, τον οποίο ο Μπάιντεν γνωρίζει εδώ και δεκαετίες, πρώην στελέχη της κυβέρνησης μεταφέρουν πως διατηρούσε στενές επαφές με τον Αμερικανό πρόεδρο.

Υποδιπλάσια υπουργικά συμβούλια από Ομπάμα – Τραμπ

Σε διάστημα τεσσάρων ετών, ο Μπάιντεν πραγματοποίησε εννέα συνεδριάσεις με όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου – τρεις το 2021, δύο το 2022, τρεις το 2023 και μόλις μία φέτος. Στις πρώτες τους θητείες, ο Ομπάμα είχε πραγματοποιήσει 19 και ο Τραμπ 25, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε ο πρώην ανταποκριτής του CBS News Μαρκ Νόλερ.

Στις αρχές της αντιπροεδρίας του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα, ο Μπάιντεν επεδίωκε να συγκεντρώνει τους υπουργούς μία φορά την εβδομάδα, λέγοντας σε μια ομιλία του ότι η συνέργεια που εξασφάλιζαν οι τακτικές συνεδριάσεις καθιστούσε την κυβέρνηση πιο ικανή.

Ο Λευκός Οίκος απαντά ότι ο Μπάιντεν συναντιέται με μικρότερες ομάδες και πως το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον του επιτρέπει να συγκαλούνται πιο αραιά υπουργικά συμβούλια με όλα τα μέλη.

Το φθινόπωρο του 2023, ο Μπάιντεν αντιμετώπισε μια σημαντική δοκιμασία όταν ο Ρόμπερτ Χερ, ο ειδικός εισαγγελέας, ζήτησε να τον δει για την υπόθεση διαβαθμισμένων εγγράφων. Ο πρόεδρος ήταν θετικός και οι κορυφαίοι σύμβουλοί του θεώρησαν ότι η προθυμία του να μιλήσει στους ερευνητές άφηνε μια θετική εντύπωση σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο οποίος κωλυσιεργούσε στην έρευνα σχετικά μετα απόρρητα έγγραφα στο Μαρ-α-Λάγκο, σύμφωνα με ανθρώπους που έχουν γνώση των υποθέσεων.

Οι συνεδρίες προετοιμασίας του Μπάιντεν διαρκούσαν περίπου τρεις ώρες την ημέρα για περίπου μία εβδομάδα πριν από τη συνάντηση με τον Χουρ. Κατά τη διάρκεια αυτών των συνεδριών, η «ενέργεια» του Μπάιντεν κυμαινόταν και ξεχνούσε απαντήσεις που είχε συζητήσει με την ομάδα του, σύμφωνα με πηγή της WSJ.

Aξιωματούχος του Λευκού Οίκου αντέκρουσε την άποψη ότι το προχωρημένο της ηλικίας του Μπάιντεν «φάνηκε» κατά την προετοιμασία, λέγοντας ότι οι ανησυχίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτών των συνεδριών σχετίζονταν με την τάση του Μπάιντεν να «μοιράζεται υπερβολικά πολλά».

Η ακρόαση δεν πήγε καλά. Οι απομαγνητοφωνήσεις έφεραν στο φως διάφορες γκάφες – ο Μπάιντεν δεν θυμόταν στις συνεδρίες προετοιμασίας του είχαν δείξει το δικό του χειρόγραφο υπόμνημα με το οποίο επιχειρηματολογούσε κατά της αύξησης στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.

Η έκθεση για την υπόθεση κατέληγε με τη σύσταση να μην διωχθεί ο Μπάιντεν για την κατοχή διαβαθμισμένων εγγράφων στο σπίτι του, επειδή οι ένορκοι ήταν πιθανό να τον θεωρήσουν απλώς έναν «συμπαθητικό, καλοπροαίρετο ηλικιωμένο άνδρα με κακή μνήμη».

Απομονωμένος στην προεκλογική εκστρατεία

Η ομάδα του Μπάιντεν τον «προστάτευσε» και στην τελευταία προεκλογική εκστρατεία. Το καλοκαίρι του 2023, ένας επιφανής δωρητής των Δημοκρατικών οργάνωσε μια μικρή εκδήλωση υπέρ της υποψηφιότητας Μπάιντεν. Ο δωρητής σοκαρίστηκε όταν ένας αξιωματούχος της προεκλογικής εκστρατείας του ανακοίνωσε πως οι παρευρισκόμενοι δεν θα μπορούσαν να ρωτήσουν «ελεύθερα» τον πρόεδρο. Αντ’ αυτού, προτάθηκε να στείλουν εκ των προτέρων δύο ή τρεις ερωτήσεις για να τις απαντήσει ο Μπάιντεν.

Σε ορισμένες εκδηλώσεις, η προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν τύπωνε τέτοιες προεγκεκριμένες ερωτήσεις σε σημειωματάρια και στη συνέχεια μοίραζε στους παρευρισκόμενους δωρητές τις κάρτες για να διαβάσουν τις ερωτήσεις. Ακόμη και με όλη αυτή την προετοιμασία, ο Μπάιντεν έκανε γκάφες, γεγονός που προβλημάτισε τους δωρητές που γνώριζαν ότι ο Μπάιντεν γνώριζε τις ερωτήσεις εκ των προτέρων.

«Δεν τον άφηναν από τα μάτια τους»

Ορισμένοι δωρητές παρατήρησαν πώς το προσωπικό παρενέβαινε για να καλύψει και άλλα σημάδια ύφεσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του -και ιδίως προς το τέλος της θητεία του- ο Μπάιντεν φαινόταν να ακολουθείται από μια μικρή ομάδα συνεργατών που τον πρόσεχαν με «πολύ διαφορετικό τρόπο» από ό,τι όταν ήταν αντιπρόεδρος ή από τον τρόπο με τον οποίο οι πρώην πρόεδροι Κλίντον ή Ομπάμα ακολουθούνταν από βοηθούς τους κατά τη διάρκεια της προεδρίας τους.

Σε αυτούς τους συνεργάτες του Μπάιντεν συμπεριλαμβάνονται η Ανι Τομασίνι και η Ασλεϊ Γουίλιαμς, που ταξίδευαν συχνά μαζί με τον πρόεδρο και παρέμεναν σε «απόσταση αναπνοής» και οπτικής επαφής, σύμφωνα με πηγές. Συχνά του επαναλάμβαναν βασικές οδηγίες, όπως για παράδειγμα από πού να μπει ή να βγει από μια σκηνή.

Ο Λευκός Οίκος απαντά ότι η καθοδήγηση του Μπάιντεν στις εκδηλώσεις είναι συνηθισμένη αρμοδιότητα των υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Αυτόπτες μάρτυρες πάντως, έχουν διαφορετική άποψη, σημειώνει η WSJ.

Πόση επαφή είχε με τις δημοσκοπήσεις;

Η ομάδα δημοσκόπων του προέδρου είχε επίσης περιορισμένη πρόσβαση στον Μπάιντεν. Μέσα στο 2024 οι δημοσκόποι δεν μιλούσαν απευθείας στον πρόεδρο, και έστελναν τα υπομνήματα τους στα κορυφαία στελέχη της εκστρατείας.

Ανθρωποι στο περιβάλλον του προέδρου δήλωσαν ότι ένας από τους βασικούς συμβούλους του εσωτερικού κύκλου του Μπάιντεν, ο Μάικ Ντόνιλον, με εμπειρία στις δημοσκοπίσεις, ήταν εκείνος που φίλτραρε τις πληροφορίες για να τις παρουσιάσει στον πρόεδρο.

Ο Μπέιτς δήλωσε ότι ο Μπάιντεν παρέμενε ενήμερος για τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων.

Ομως φέτος το καλοκαίρι, Δημοκρατικοί θορυβήθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο ο Μπάιντεν μιλούσε για τις δημοσκοπήσεις, χαρακτηρίζοντας δημοσίως την κούρσα ως αμφίρροπη, την ώρα που οι σφυγμομετρήσεις που διεξήχθησαν τις εβδομάδες μετά το καταστροφικό ντιμπέιτ του Ιουνίου έδειχναν τον Τραμπ να προηγείται σταθερά. Ανησύχησαν ότι δεν είχε μια καθαρή εικόνα της θέσης του στην κούρσα.

Το «τείχος» γύρω από τον Μπάιντεν

Αυτοί οι φόβοι εντάθηκαν στις 11 Ιουλίου, όταν κορυφαίοι σύμβουλοι του Μπάιντεν συναντήθηκαν κεκλεισμένων των θυρών με Δημοκρατικούς γερουσιαστές, και παρουσίασαν έναν οδικό χάρτη για τη νίκη του Μπάιντεν. Η θέση των συμβούλων ήταν τόσο αποσυνδεδεμένη από τις δημόσιες δημοσκοπήσεις -οι οποίες έδειχναν ότι ο Τραμπ προηγείται του Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο- που άφησε τους γερουσιαστές άναυδους.

Αυτό ώθησε τον ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας Τσακ Σούμερ να μιλήσει απευθείας στον Μπάιντεν, σύμφωνα με ανθρώπους που έχουν γνώση των γεγονότων, ελπίζοντας να διαπεράσει αυτό που οι γερουσιαστές χαρακτήριζαν «τείχος» που είχε υψωθεί από τον Ντόνιλον για να προστατεύσει τον Μπάιντεν από δυσάρεστες πληροφορίες.

Ο Ντόνιλον δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για κάποιο σχόλιο.

Στις 13 Ιουλίου, ο Μπάιντεν είχε μια δυσάρεστη τηλεφωνική επικοινωνία με μια ομάδα Δημοκρατικών βουλευτών, την New Democrat Coalition, με στόχο να τους καθησυχάσει σχετικά με την ικανότητά του να παραμείνει στην κούρσα και να νικήσει τον Τραμπ.

Ο πρόεδρος διαβεβαίωσε τους συμμετέχοντες ότι οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως τα πήγαινε καλά. Θύμωσε όταν τον αμφισβήτησαν, σύμφωνα με τους βουλευτές που συμμετείχαν στην κλήση. Σε κάποιο σημείο, ο Μπάιντεν σήκωσε το κεφάλι του και ανακοίνωσε έξαφνα στην ομάδα ότι «έπρεπε να πάει στην εκκλησία». Ορισμένοι από τους βουλευτές που συμμετείχαν στην βιντεόκληση, υπέθεσαν πως κάποιος «πίσω από την κάμερα» έσπευσε να την κλείσει.

Ο Μπάιντεν παραιτήθηκε από την προεκλογική κούρσα οκτώ ημέρες αργότερα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΗΠΑ  |  Εκλογές  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση