Kathimerini.gr
Ελβίρα Κρίθαρη
«Ξεκίνησα να τρέχω, με τους συγκατούμενούς μου που έτρεχαν κι αυτοί. Υπήρχε πολύς καπνός. Αμάξια που καίγονταν. Αλλά δεν είδα κανέναν να πεθαίνει».
Καθώς ο Μοχάμεντ Ζαουίς ξεδιπλώνει στην «Κ» το χρονικό της φυλάκισης αλλά και της αναπάντεχης απελευθέρωσής του από τις οργανώσεις των ανταρτών που ανέτρεψαν το καθεστώς Ασαντ της Συρίας, διαφορετικά συναισθήματα ποτίζουν την αφήγησή του. Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα από τη στιγμή που άκουσε τον τοίχο της φυλακής Αντρα στη Δαμασκό να σπάει και δεν είχε προλάβει να συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα εκτός φυλακής, ύστερα από δύο χρόνια και δέκα μήνες εγκλεισμού, από τα συνολικά είκοσι στα οποία είχε καταδικαστεί.
Ο Μοχάμεντ Ζαουίς, λίγο μετά τα 30, εργαζόμενος στη ΜΚΟ «Γουαντάτ Γκρουπ» που διοργάνωνε ψυχοκοινωνικές δραστηριότητες για παιδιά, βρέθηκε στο εδώλιο με την κατηγορία της «σύμπραξης με τον εχθρό». «Ποιος ήταν ο εχθρός κανείς δεν ξέρει. Ούτε και ο δικαστής ήξερε. Καταδικάστηκα στο όνομα του συριακού λαού και –khalas– αυτό ήταν», λέει.
Ακόμα δεν θυμάται τίποτα σχεδόν. Βλέπει μόνο τα βίντεο που τράβηξαν οι δικοί του όταν τον υποδέχθηκαν με μια μεγάλη γιορτή στην πόλη του, το Χαλέπι. «Μόνο τη μαμά μου, τον μπαμπά μου και τον αδερφό μου κατάλαβα αμέσως. Γιατί αυτούς δεν τους είχα βγάλει στιγμή από το μυαλό μου», λέει.
Το χρονικό της φυλάκισης ενός εχθρού του καθεστώτος
«Μόνο να κοιτάω κάτω μπορούσα. Ημουν με χειροπέδες δεμένες στο κρεβάτι. Υστερα από επτά ώρες δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν μέρα ή νύχτα».
Η ιστορία του Μοχάμεντ Ζαουίς ξεκινάει με τη σύλληψή του και την προσωρινή κράτησή του πριν μεταφερθεί στη Κεντρική Φυλακή της Δαμασκού, που είναι γνωστή ως «Αντρα». Παραδέχεται ότι ήταν παράδεισος, σε σχέση με άλλες στρατιωτικές φυλακές της χώρας. «Εκεί πήγαιναν τους εργαζόμενους σε ΜΚΟ, όπως της Ερυθράς Ημισελήνου και τους δημοσιογράφους. Φαντάσου για να φτάνω να λέω παράδεισο την Αντρα, τι συνέβαινε αλλού».
«Δεν έκανα τίποτα. Ημουν απλώς μέλος μιας ΜΚΟ που έκανε ανθρωπιστική δουλειά. Ελεγα στον επιθεωρητή που με ανέκρινε και ρωτούσε για τη δουλειά μου, ότι εργαζόμουν με παιδιά και οργανώναμε ψυχοκοινωνικές δραστηριότητες. Με ρωτούσε συγκεκριμένα για τον ρόλο μου, του έλεγα ότι είχα συμβουλευτική δράση για τους project managers των δράσεων. Δεν ξέρω αν ήταν σε θέση καν να καταλάβει τι του έλεγα. Στο τέλος της ημέρας έγραψε στην αναφορά ό,τι ήθελε να γράψει. Και όταν μου είπε να υπογράψω και του ζήτησα να δω το έγγραφο δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε. Και έτσι υπέγραψα. Γιατί δεν είχα καμία επιλογή.
Ο Μοχάμεντ Ζαουίς, εργαζόμενος σε ΜΚΟ, πριν από τη φυλάκισή του.[Φωτογραφία: Μοχάμεντ Ζαουίς]
»Μπροστά στον δικαστή που μου έλεγε ότι κατηγορείσαι για αυτά και αυτά, είπα ότι δεν αποδέχομαι καμία από τις κατηγορίες. Μου φώναξε απλώς “khalas khalas” (αρκετά) “Στο όνομα το συριακού λαού αποφασίζουμε 20 χρόνια φυλάκισης και πρόστιμο 3 εκατομμυρίων λιρών”. Και γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Μου έλεγαν ότι πήρα το μέρος του εχθρού. Αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο εχθρός. Ούτε και ο δικαστής. Και μέχρι τώρα σκέφτομαι: πώς ήταν δυνατόν να κάνουν τέτοιο πράγμα; Για μένα, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να συλλάβει κανέναν χωρίς στοιχεία. Αλλά το έκαναν αυτό. Και δεν έκαναν μόνο αυτό. Κατέστρεψαν τα πάντα. Εμάς και το μέλλον μας, τη ΜΚΟ που είχαμε φτιάξει. Ακόμα και τις οικογένειές μας. Ολα αυτά συνέβησαν».
Στη φυλακή, που ήταν πολιτική και συνεπως πιο ήπια, ο Μοχάμεντ Ζαουίς συνάντησε ανθρώπους που κρατούνταν για μια δεκαετία χωρίς καταδικαστική απόφαση. Και άλλους που ύστερα από χρόνια κράτησης αθωώνονταν. «Είχαν αφήσει τα παιδιά τους μικρά όταν μπήκαν και τα βρήκαν μετά ενήλικες». Παρότι στην Αντρα οι φύλακες δεν οπλοφορούσαν και δεν συνέβαιναν τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα σε άλλα καταστήματα κράτησης του καθεστώτος, ο Μοχάμεντ ήξερε τι συνέβαινε αλλού, όπως στη διαβόητη φυλακή Σεντνάγια, τη λεγόμενη και «σφαγείο».
«Ακούγαμε πολλές ιστορίες για τη λευκή και την κόκκινη Σεντνάγια», λέει. «Οταν κάποιος ερχόταν στην Αντρα από τη Σεντνάγια, το καταλαβαίναμε. Θα ήταν πολύ αδύνατος, με κίτρινο πρόσωπο, χωρίς μαλλιά. Ισως οι περισσότεροι από αυτούς να ήταν άρρωστοι. Και δεν ήταν μόνο η Σεντάγια, ήταν και άλλες φυλακές. Οπότε η Αντρα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να έχουμε. Οταν με έβαλαν στην Αντρα, είπα δόξα τω Θεώ».
«Ίσως πούμε καλημέρα έξω από τη φυλακή»
Οι πληροφορίες για τους αντάρτες που προέλαυναν από το Ιντλίμπ στο Χαλέπι, άρχισαν να διακινούνται μια εβδομάδα πριν από την τελική ανατροπή του καθεστώτος και παρεισέφρησαν σε όλες τις φυλακές της χώρας.
«Ολα ξεκίνησαν μια εβδομάδα πριν», θυμάται ο Μοχάμαντ. «Εφταναν σε εμάς τα νέα από το Χαλέπι για την προέλαση των επαναστατών. Αρχικά φοβόμουν γιατί η οικογένειά μου μένει στο Χαλέπι. Φοβόμουν ότι θα ξεκινούσαν πάλι επιθέσεις από αέρος, θα έβγαιναν τα όπλα και η πόλη θα καταστρεφόταν. Είχε ξανασυμβεί αυτό και η πόλη είχε ισοπεδωθεί. Ομως τα μηνύματα που έρχονταν από τις οικογένειές μας ήταν ότι τα πράγματα ήταν ήρεμα, η κατάσταση ασφαλής. Ολα έγιναν με βελούδινο τρόπο. Ομως εμείς ακούγαμε τα νέα από την τηλεόραση, από τα κανάλια του καθεστώτος που δεν αναμετέδιδαν την πραγματικότητα. Μιλούσαμε όμως με τις οικογένειές μας μέσω τηλεφώνου και μας έλεγαν να μην ανησυχούμε. Ακούσαμε ότι άνοιξαν τη φυλακή στο Χαλέπι και έπειτα τη φυλακή στη Χάμα. Και τότε ήταν που άρχισα να ελπίζω πως θα έρθουν κι εδώ.
»Οταν άκουσα ότι είχαν φτάσει στη Χομς ήταν Πέμπτη. Και τότε είπα “yalla” (πάμε). Τώρα είναι η Χομς, αύριο θα είναι η Δαμασκός. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, την ίδια στιγμή ήμουν ανήσυχος. Θεωρούσα ότι το κάνουν αυτό μόνο και μόνο για να έχουν ένα χαρτί στο τραπέζι και να διαπραγματευθούν με το καθεστώς. Τα μηνύματα που μας έρχονταν από τη Χομς ήταν διφορούμενα. Ομως υπήρχαν σημάδια και στη δική μας φυλακή ότι κάτι θα συνέβαινε. Οι φύλακες ήταν ανήσυχοι. Ανησυχούσαν κατ’ αρχάς για τις οικογένειές τους, όσοι διέμεναν στις επαρχίες του Χαλεπιού, της Χάμα και της Χομς. Ακούγαμε ότι το υπουργείο τους είχε παραγγείλει να μένουν στη φυλακή συνεχώς. Είχαν ανακληθεί οι άδειές τους και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να φύγει. Το Σάββατο άκουγα από τους συγκρατούμενούς μου ότι οι φύλακες ήταν αγριεμένοι και οπλοφορούσαν. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο στην Αντρα. Σκεφτόμουν ότι η κατάσταση περιπλεκόταν. Αποφάσισα να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Εβαλα τα χρήματα που μου είχαν δώσει οι δικοί μου στο μπουφάν μου και σκεφτόμουν –khalas– ίσως κοιμηθούμε απόψε μέσα και ίσως τελικά πούμε ο ένας στον άλλο καλημέρα έξω από τη φυλακή».
Η μεγάλη έξοδος
«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου οι φύλακες έκλεισαν τις πόρτες όπως συνήθιζαν να κάνουν. Μεταξύ 10 και 11 μ.μ. γινόταν η καταμέτρηση των κρατουμένων. Αλλά εκείνο το βράδυ οι φύλακες δεν ήρθαν. Πήραμε τηλέφωνο τις οικογένειές μας, τους ακούγαμε αναστατωμένους: “Πού είστε; Είστε έξω”, ρωτούσαν, γιατί διακινούνταν τέτοιες πληροφορίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τους λέγαμε ότι δεν ξέρουμε ακόμα τι συμβαίνει. Ακούγαμε όμως πυροβολισμούς και αναταραχή απ’ έξω. Πήρα τον αδερφό μου, του είπα “είμαστε μέσα, αλλά ακούμε κάτι”. Ομως τίποτα δεν συνέβαινε ακόμα. Η πόρτα ήταν κλειστή.
»Περίπου στις 2 τη νύχτα, άκουσα ξαφνικά τους συγκρατούμενούς μου να φωνάζουν “Allahou Akbar”. Να καταστρέφουν κάτι… Δεν ήξερα τι ήταν. Ενας πολύ δυνατός θόρυβος. Νομίζω κατάφεραν να κάνουν μια τρύπα στον τοίχο. Και έτσι άνοιξαν την πρώτη πόρτα, σε ένα δωμάτιο, σε ολόκληρη τη φυλακή. Και ξεκίνησαν να κινούνται οι κρατούμενοι και άνοιξαν όλες τις πόρτες. Γινόταν χαμός. Για να είμαι ειλικρινής, αποφάσισα να παραμείνω. Γιατί υπήρχαν πολλοί πυροβολισμοί, φωνές. Περίπου 11.000 άνθρωποι βρισκόμασταν σε αυτή τη φυλακή. Και όλοι βγαίνανε. Και εγώ είπα –khalas– θα μείνω, θα παραμείνω ψύχραιμος και σε 15 λεπτά θα βγω. Και βγήκα».
«Οταν βγήκα έξω, για μένα ήταν περίπλοκο, ανάμεικτα συναισθήματα. Είμαι ή δεν είμαι χαρούμενος, τι πρέπει να κάνω, δεν ήξερα. Τα χαρτιά, η ταυτότητα, το διαβατήριό μου, khalas, δεν υπήρχε τίποτα. Είχα μόνο τον εαυτό μου, έξω από τη φυλακή.
»Ανησυχούσα ακόμα για τα όπλα στο πάτωμα, τα rpgs. Υπήρχαν πολλά όπλα και οι κρατούμενοι τα έπαιρναν. Ηταν χάος. Και την ίδια στιγμή φοβόμουν. Ξεκίνησα να τρέχω με τους ανθρώπους που έτρεχαν κι αυτοί. Υπήρχε πολύς καπνός. Αμάξια που καίγονταν. Αλλά δεν είδα κανέναν να πεθαίνει.
»Βγήκα από τη φυλακή. Εμεινα όλη τη νύχτα σε ένα σπίτι σε ένα μικρό χωριό εκεί κοντά. Την επόμενη μέρα πήγα στη Δαμασκό. Ημουν σοκαρισμένος που έβλεπα τανκς και στρατιωτικά οχήματα. Τους ανθρώπους με τα στρατιωτικά ρούχα. Οπλα παντού. Είχαν όλοι από ένα. Εφτασα στη Δαμασκό, είδα μερικούς φίλους. Είχα αρκετό χρόνο να τηλεφωνήσω στην οικογένειά μου. Να τους πω απλώς ότι είμαι ασφαλής και να περιμένω κάποιον να με πάει στο Χαλέπι».
Η επιστροφή του φυλακισμένου
Ο Μοχάμεντ Ζαουίς βγήκε από τη φυλακή με τη μεγάλη έξοδο των κρατουμένων, το Σάββατο μία ημέρα πριν από τη φυγή του Ασαντ στη Ρωσία. Τρεις ημέρες μετά βρισκόταν πίσω στην οικογένειά του στο Χαλέπι, ύστερα από σχεδόν τρία χρόνια απουσίας.
Ολοι είχαν αλλάξει, λέει. Είχαν μεγαλώσει, τα μαλλιά του αδερφού του που κλαίει όσο ο Μοχάμεντ διηγείται την ιστορία του, είχαν ασπρίσει. Και ο ίδιος άλλαξε μέσα στη φυλακή. «Αλλά δεν αλλάξαμε μόνο εμείς. Είχε αλλάξει όλη η χώρα. Για 53 χρόνια δεν είχαμε άλλη παρόμοια εμπειρία στη Συρία».
Ο νέος αποφυλακισθέντας δεν ξέρει ακόμα πώς θα διαχειριστεί την καινούρια του ζωή. Ελπίζει όμως ότι το νέο καθεστώς της χώρας του θα τον καλέσει να παρουσιαστεί για να εξηγήσει τι του συνέβη και να του ζητήσει συγγνώμη για όσα υπέμεινε στις φυλακές της Συρίας του Ασαντ.
«Ελπίζω ότι θα με καλέσουν τώρα ξανά, αλλά θα μου αποδώσουν τα δικαιώματά μου», λέει. «Γιατί, πιστεύω πως ό,τι συνέβη ήταν λάθος. Θέλω να μου πουν τώρα ότι έχω το δικαίωμα να εξηγήσω. Γιατί έχασα τόσα πολλά. Αν με καλέσουν τώρα και μου πουν ότι λυπούνται για ό,τι συνέβη και ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο, θα προσπαθήσω να ανακάμψω και θα πω “ό,τι έγινε, έγινε. Ας δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα”».
Ομως δεν πιστεύει πραγματικά ότι κάποιος θα τον καλέσει. Οι υποθέσεις λέει είναι πολλές και το ζήτημα περίπλοκο. «Ας ελπίσουμε έστω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να χτίσουμε τη χώρα μας όπως θέλουμε», λέει.
Στα χρόνια που πέρασε στη φυλακή Αντρα της Δαμασκού, ο Μοχάμεντ θυμάται κάποιους φύλακες και αστυνομικούς να φέρονται καλά στους κρατουμένους. Δεν τους κατηγορεί. Λέει πως ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν διαταγές. «Αναγνώριζα στα μάτια μερικών την επανάσταση και, ακόμα και σε έναν πολύ ασήμαντο κρατικό υπάλληλο, μπορούσες να διακρίνεις πως το καθεστώς έχει παρεισφρήσει μέσα του. Ομως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όσοι είναι στις φυλακές είναι κακοί. Λογικό. Και εγώ αυτή την εντύπωση είχα. Υπήρχαν όμως πολλοί καλοί άνθρωποι μέσα. Μακάρι να ζήσουν τώρα τη ζωή όπως τη θέλουν. Με την οικογένεια, τους φίλους και τους συντρόφους τους. Υπήρξαν και άλλοι που οι δικοί τους περίμεναν να τους βρουν αλλά αυτοί δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Χάθηκαν για πάντα».
Οσο για εκείνους που διέπραξαν αξιόποινες πράξεις, ο Μοχάμεντ Ζαουίς πιστεύει ότι θα καταλήξουν και πάλι στη φυλακή. Αλλά με μια διασφάλιση. «Οτι αυτό θα γίνει με δικαιοσύνη».