Reuters, A.P.
Σε μια επιπόλαιη ανάγνωση της είδησης, θα έλεγε κανείς ότι ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Οι δύο προηγούμενες δικαστικές διώξεις εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ κατά το τελευταίο τετράμηνο όχι μόνο δεν τον έφθειραν πολιτικά, αλλά ενίσχυσαν τη θέση του ως αδιαφιλονίκητου φαβορί στην εσωκομματική αναμέτρηση των Ρεπουμπλικανών για το προεδρικό χρίσμα ενόψει των εκλογών του 2024. Επομένως η τρίτη δίωξη, που ανακοινώθηκε την Τρίτη από τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ, θα μπορούσε απλώς να επιταχύνει το σφράγισμα του διαβατηρίου του για την αναμενόμενη μονομαχία – ρεβάνς με τον Τζο Μπάιντεν.
Δυστυχώς για τον 77χρονο πολιτικό, αυτή η περίπτωση κάνει τις προηγούμενες να μοιάζουν με τρικυμία σε ένα ποτήρι νερό. Δεν πρόκειται πλέον για λογιστικές παραβάσεις γύρω από την εξαγορά της σιωπής μιας πορνοστάρ ή για την επιπόλαιη αποθήκευση απόρρητων κρατικών ντοκουμέντων στην ιδιωτική του έπαυλη, στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα. Για πρώτη φορά στα 247 χρόνια της αμερικανικής Δημοκρατίας, ένας πρώην πρόεδρος, που διεκδικεί την επανεκλογή του, κατηγορείται ότι προσπάθησε συνειδητά να υπονομεύσει την εκφρασμένη βούληση του λαού που καλούνταν να υπηρετήσει, ποδοπατώντας το σύνταγμα στο οποίο είχε ορκιστεί. Μια εξέλιξη που τον απειλεί με ποινή φυλάκισης αρκετών δεκαετιών και βάζει φωτιά στην ήδη τεταμένη προεκλογική εκστρατεία, αν και είναι πολύ νωρίς για να προδικάσει κανείς τις πολιτικές επιπτώσεις της.
Η τρίτη κατά σειρά δίωξη του Τραμπ αφορά την αμφισβήτηση, από την πλευρά του, της εκλογικής ήττας του από τον Μπάιντεν, τον Νοέμβριο του 2020 και την αιματηρή εισβολή αφιονισμένων οπαδών του στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου του 2021, ώστε να εμποδιστεί η (τυπική) επικύρωση του αποτελέσματος από το Κογκρέσο. Στηριγμένο σε ενάμιση χρόνο ερευνών της προηγούμενης Βουλής των Αντιπροσώπων, που ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς, το κατηγορητήριο στην υπόθεση «ΗΠΑ εναντίον Ντόναλντ Τραμπ» εκτείνεται σε 45 σελίδες και καθιστά τον τέως πρόεδρο υπόλογο για τρεις συνωμοσίες: Συνωμοσία για «εξαπάτηση της Αμερικής», συνωμοσία για «παρεμπόδιση συνταγματικής διαδικασίας» (την επικύρωση των αποτελεσμάτων από το Κογκρέσο), συνωμοσία «κατά της άσκησης πολιτικού δικαιώματος του λαού» (της καταμέτρησης των ψήφων του). Το κατηγορητήριο αναφέρεται επίσης σε έξι ακόμη συνωμότες – συνεργάτες του Τραμπ, τους οποίους δεν κατονομάζει, αλλά κατά κάποιον τρόπο φωτογραφίζει. Ο αναφερόμενος «συνωμότης νούμερο ένα» είναι, πιθανότατα, ο προσωπικός του δικηγόρος και πρώην δήμαρχος Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι, ενώ ο «συνωμότης νούμερο δύο» πρέπει να είναι ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τζον Ιστμαν. Στις σύντομες δηλώσεις του, ο Τζακ Σμιθ υποστήριξε ότι ο Τραμπ γνώριζε πως οι καταγγελίες του περί νοθείας των Δημοκρατικών στις εκλογές ήταν παντελώς αστήρικτες, αλλά τις εκτόξευσε ώστε «να δημιουργήσει στη χώρα ατμόσφαιρα έντασης, οργής και δυσπιστίας στην εκλογική διαδικασία». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο ηττημένος των εκλογών έστησε ένα ολόκληρο δίκτυο παρεμβάσεων ώστε να ανατραπούν τα αποτελέσματα στις κρίσιμες πολιτείες που είχε χάσει, πίεσε το υπουργείο Δικαιοσύνης να υιοθετήσει τα περί νοθείας και τον απερχόμενο αντιπρόεδρο Μάικ Πενς να εμποδίσει την επικύρωση των αποτελεσμάτων από το Κογκρέσο. Επιπλέον, ο Τραμπ κατηγορείται ότι ενθάρρυνε τη μοιραία 6η Ιανουαρίου, παρότι γνώριζε ότι οι οπαδοί του ήταν οργισμένοι και έτοιμοι για έκτροπα.
Σχολιάζοντας τις ανακοινώσεις του Σμιθ, το επιτελείο της καμπάνιας του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου διερωτήθηκε «γιατί περίμεναν δυόμισι χρόνια προτού αναγγείλουν αυτές τις κατηγορίες, στο μέσο της νικηφόρας εκστρατείας του προέδρου Τραμπ για το 2024» και δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι «η έκνομη δίωξη του προέδρου παραπέμπει στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση». Ο ίδιος ο Τραμπ εμφανίστηκε ατάραχος, υποστηρίζοντας ότι «ποτέ δεν είχε τόση υποστήριξη» από τους ψηφοφόρους» και ότι οι διώκτες του «αφύπνισαν τον κόσμο, αποκαλύπτοντας τη διαφθορά, τα σκάνδαλα και τις αποτυχίες που μαστίζουν την Αμερική την τελευταία τριετία».
Τα περισσότερα ηγετικά στελέχη των Ρεπουμπλικανών έσπευσαν να τον καλύψουν. Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, μίλησε για «επίθεση στον επικρατέστερο υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, τον Ντόναλντ Τραμπ» και υποστήριξε ότι πρόκειται για κίνηση αντιπερισπασμού των Δημοκρατικών στις έρευνες της Βουλής για τον Χάντερ Μπάιντεν, και τις πιθανές ευθύνες του πατέρα του. Για «εργαλειοποίηση του υπουργείου Δικαιοσύνης» εναντίον των Ρεπουμπλικανών έκανε λόγο ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις. Παραφωνία αποτέλεσε ο Μάικ Πένς, σημειώνοντας ότι το πόρισμα Σμιθ «υπενθυμίζει πως όποιος τοποθετεί εαυτόν υπεράνω του συντάγματος δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ πρόεδρος των ΗΠΑ».
Σήμερα το απόγευμα ο Τραμπ αναμένεται να παρουσιαστεί σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσιγκτον για να του απαγγελθούν οι κατηγορίες. Η δικαστής που έχει αναλάβει την υπόθεση είναι η Τάνια Τσούτκαν, διορισμένη από τον Δημοκρατικό πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και γνωστή για τις βαριές ποινές που είχε επιβάλει σε οπαδούς του Τραμπ για τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου. Το αμερικανικό σύνταγμα επιτρέπει στον Τραμπ να διεκδικήσει την επανεκλογή του ακόμη και αν έχει καταδικαστεί από δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή την ώρα των εκλογών.