Kathimerini.gr
Η αυξανόμενη παραγωγή τροφίμων, έχει ταυτόχρονα οδηγήσει σε εντυπωσιακή αύξηση των απωλειών και της σπατάλης (food waste) για αυτά τα προϊόντα. Αυτό έχει το παράδοξο αποτέλεσμα 40% όλων των τροφίμων να μην καταναλώνεται και παρόλα αυτά το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού να υποφέρει από πείνα. Παράλληλα, τα βρώσιμα απόβλητα, συνεισφέρουν επίσης στην κλιματική αλλαγή που με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο για «επισιτιστική ανασφάλεια».
Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε παγιδευμένοι. Ενώ ο αυξανόμενος πληθυσμός έχει ανάγκη από περισσότερα τρόφιμα, δεν μπορούμε να σπαταλήσουμε περισσότερους πόρους για να τα παράγουμε. Μήπως όμως έχουμε μπροστά μας τη λύση;
Η γεωργική γη καταλαμβάνει το 38% της ξηράς – δηλαδή 5 δισεκατομμύρια εκτάρια περίπου. Η κάλυψη των αναγκών διατροφής ενός αυξανόμενου και με μεγαλύτερες απαιτήσεις για ποιοτικά τρόφιμα ανθρώπινου πληθυσμού, απαιτεί τη σημαντική επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Η επείγουσα αυτή ανάγκη μας για παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας τροφίμων έχει ως συνέπεια καλλιεργητικές μεθόδους που αφαιρούν θρεπτικά στοιχεία από το έδαφος, τροφοδοτούν την κλιματική αλλαγή και οδηγούν σε απώλεια της βιοποικιλότητας. Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος υποβάθμισης της δυνατότητας των επερχόμενων γενεών για να παράγουν τη δική τους τροφή.
Ωστόσο, υπάρχει τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε να αυξήσουμε την ποσότητα τροφίμων που παράγουμε, χωρίς να επεκτείνουμε τις γεωργικές εκτάσεις, να αναπτύξουμε περισσότερες καλλιέργειες ή να εκθρέψουμε περισσότερα ζώα. Τεράστιες ποσότητες εδώδιμων τροφίμων πετιούνται κάθε μέρα από τους αγρότες, τους προμηθευτές, τους μεταποιητές, το λιανεμπόρια και τελικά τους καταναλωτές. Θα μπορούσε ο περιορισμός των απωλειών και της σπατάλης να βοηθήσει στο να τραφεί ο κόσμος;
Παρά το γεγονός ότι οι καταναλωτές καλούνται να επιδείξουν υπευθυνότητα σχετικά με τις ποσότητες τροφίμων που αγοράζουν και καλύτερη χρησιμοποίηση των περισσευμάτων τους, εκτιμάται ότι κάθε χρόνο χάνονται 1.2 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων πριν καν φτάσουν στη λιανική. Τα τρόφιμα χάνονται μέσα από την εφοδιαστική αλυσίδα, από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή, κατά τη διάρκεια της μεταποίησης κατά τη μεταφορά.
Οι κύριες αιτίες απώλειας τροφίμων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι η έλλειψη κατάλληλης τεχνολογίας και εργατικού δυναμικού, χρηματοδότησης καθώς και υποδομών στις μεταφορές και την αποθήκευση. Στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, αντίθετα, οι τιμές της αγοράς μπορούν να ενθαρρύνουν τη σπατάλη: όταν αυτές είναι πολύ χαμηλές, οι αγρότες μπορεί να αποφασίσουν να μην συγκομίσουν όλη την παραγωγή τους εγκαταλείποντας τα λιγότερο τέλεια προϊόντα που οι καταναλωτές συνήθως αποφεύγουν να αγοράζουν. Τα υπερώριμα φρούτα, τα κακοσχηματισμένα λαχανικά ή τα προϊόντα χαμηλής ποιότητας συχνά καταλήγουν σε χωματερές ή απλά αφήνονται στο χωράφι.
Η μείωση των απωλειών και της σπατάλης τροφίμων αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την εξάλειψη της επισιτικής ανασφάλειας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι λύσεις, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικές και έτσι οι επιστήμονες του γεωργικού τομέα πρέπει να αναπτύσσουν καινοτόμες ιδέες για να αντιμετωπίσουν όλα τα σχετικά προβλήματα.
Πώς θα αποτρέψουμε τις απώλειες
Ένας τρόπος μπορεί είναι η χρήση ρομπότ για αυτοματοποίηση της συγκομιδής αφού προηγουμένως έχουν αναπτυχθεί ποικιλίες κατάλληλες για μηχανική συγκομιδή. Ακόμα όμως και τα προηγμένα μηχανήματα αντιμετωπίζουν προβλήματα στην επιλογή των ώριμων καρπών. Επίσης, είναι επιθυμητή η πλήρης αξιοποίηση των υποπροϊόντων μιας γεωργικής παραγωγής (όπως π.χ. άχυρα σιτηρών, στελέχη καλαμποκιού κ.λ.π. για παραγωγή βιοκαυσίμων).
Μέχρι το 2050, το 80% περίπου όλων των τροφίμων θα καταναλώνεται στις πόλεις. Ο αυξανόμενος αστικός πληθυσμός σε συνδυασμό με τα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα σημαίνει ότι οι αλυσίδες τροφίμων έχουν γίνει περίπλοκες και μεγάλες, γεγονός το οποίο οδηγεί σε απώλειες και σπατάλη. Κατά μέσο όρο, το 14% των τροφίμων χάνεται μεταξύ της συγκομιδής και της διανομής με τις Βόρεια Αμερική και Ευρώπη να είναι πιο σπάταλες από την Ωκεανία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Αυτό ίσως συμβαίνει εν μέρει επειδή οι ανεπτυγμένες οικονομίες καταναλώνουν περισσότερα ευπαθή προϊόντα όπως τα φρέσκα φρούτα, τα λαχανικά και το κρέας, σε σύγκριση με τις λιγότερο ανεπτυγμένες που βασίζονται σε σιτηρά και αποξηραμένα προϊόντα. Το σχετικά χαμηλότερο κόστος των τροφίμων σε σύγκριση με το εισόδημα ίσως να συνεισφέρει σε πιο σπάταλες συνήθειες σε ανεπτυγμένα έθνη. Αλλά η αστικοποίηση επιδεινώνει το πρόβλημα, προσθέτοντας περισσότερους κρίκους στην αλυσίδα μεταξύ του αγροκτήματος και της κατανάλωσης που μπορούν να οδηγήσει στην απώλεια.
«Η συντριπτική πλειονότητα των αστικών αποβλήτων, είναι λύματα – το τελικό υποπροϊόν των τροφίμων που μπορεί να ανακυκλωθεί για την παραγωγή χρήσιμων. Αλλά υπάρχουν και τα οικιακά και εμπορικά απόβλητα. Η παραγωγή και μεταποίηση τροφίμων οδηγεί σε κάθε είδους χρήσιμα υποπροϊόντα», λέει στο BBC η Έμμα Τσόου, ηγέτιδα της πρωτοβουλίας τροφίμων Έλεν ΜακΆρθουρ.
Επαναχρησιμοποίηση των πόρων
Η επαναχρησιμοποίηση των πόρων μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της σπατάλης, αλλά τι θα γίνει αν αυτή η ιδέα οδηγηθεί στα άκρα;
Μερικά αγροκτήματα απορρίπτουν μεγάλες ποσότητες αγροχημικών και οργανικών ουσιών. Οι γεωργικές απορροές μολύνουν τα υδρόβια οικοσυστήματα, δημιουργώντας κίνδυνο όχι μόνο στους οικότοπους και την άγρια ζωή, αλλά και την ανθρώπινη υγεία. Η ρύπανση από λιπάσματα μπορεί επίσης να προκαλέσει ευτροφισμό με την έκρηξη ανάπτυξης φυκών να οδηγεί σε νεκρές ζώνες για την υδρόβια ζωή.
Θα μπορούσε να απομονωθεί η γεωργία και ένα τέτοιο κλειστό σύστημα να ανακυκλώσει όλα τα απόβλητά του χωρίς να αφήσει αποτύπωμα στο περιβάλλον;
Τα τελευταία χρόνια, έχει υπάρξει αύξηση της γεωργικής παραγωγής σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως σε θερμοκήπια, αποθήκες, τοξωτά θερμοκήπια με τη χρήση συστημάτων κατακόρυφης καλλιέργειας, υδροπονίας και αεροπονίας.