ΠΗΓΗ: Reuters
Τμήμα της τέφρας ενός νεκρού μπορεί να φυλάσσεται σε χώρο «σημαντικό για την ιστορία του» και όχι σε εκκλησία ή νεκροταφείο, δήλωσε την Τρίτη το Βατικανό, αμβλύνοντας τη μέχρι σήμερα στάση του στο θέμα.
Σε οδηγίες του το 2016, το Βατικανό υποστήριζε ότι οι στάχτες πρέπει να φυλάσσονται σε «ιερούς χώρους» και επομένως ούτε στο σπίτι, ούτε να μοιράζονται στους συγγενείς του εκλιπόντος, ούτε να σκορπίζονται στον άνεμο. Προειδοποιούσε, μάλιστα, ότι η χριστιανική κηδεία θα μπορούσε να απορριφθεί, για όσους επιθυμούσαν η τέφρα τους να διασκορπιστεί.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε το Βατικανό την Τρίτη, οι οδηγίες αυτές εξακολουθούν να ισχύουν, πρόσθεσε όμως ότι πλέον οι συγγενείς μπορούν να ζητήσουν «ένα ελάχιστο μέρος της τέφρας του συγγενή τους», ώστε να φυλάσσεται «σε ένα μέρος που έχει σημασία για την ιστορία του αποθανόντος».
Αυτό μπορεί να γίνει υπό την προϋπόθεση ότι «αποκλείονται» αντιχριστιανικά δόγματα όπως ο πανθεϊσμός καθώς και ότι το υπόλοιπο τμήμα της τέφρας θα φυλάσσεται σε ιερό χώρο, επισημαίνεται.
Η φύλαξη της τέφρας σε έναν ιερό χώρο «διασφαλίζει ότι δεν αποκλείονται από τις προσευχές και τη μνήμη της οικογένειάς τους ή της χριστιανικής κοινότητας» και αποτρέπει το ενδεχόμενο «να ξεχαστούν οι νεκροί ή να τύχουν έλλειψης σεβασμού τα λείψανά τους», αναφέρει το Βατικανό στην ανακοίνωση.
Σημειώνεται πως για αιώνες, η Καθολική Εκκλησία απαγόρευε την αποτέφρωση, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με τις διδασκαλίες για την ανάσταση του σώματος κατά την Τελική Κρίση στο τέλος του κόσμου. Η απαγόρευση ήρθη το 1963, αλλά η Εκκλησία εξακολουθεί να την αποδοκιμάζει.
Η δήλωση της Τρίτης, την οποία υπογράφει ο επικεφαλής του Βατικανού για τη διδασκαλία της πίστης, Αργεντινός καρδινάλιος Βίκτορ Μανουέλ Φερνάντεζ, εγκρίθηκε από τον Πάπα Φραγκίσκο, ενώ αποτελεί απάντηση σε ερωτήματα που έθεσε ο επικεφαλής της Ιταλικής Καθολικής Εκκλησίας, καρδινάλιος Ματέο Ζούπι.
Είπε επίσης ότι οι στάχτες των νεκρών μπορούν να αναμειγνύονται σε κοινή τεφροδόχο, αντί να φυλάσσονται χωριστά, εφόσον η ταυτότητα κάθε νεκρού επισημαίνεται «ώστε να μη χαθεί η μνήμη των ονομάτων τους».