Kathimerini.gr
Το 2024 είναι μια κρίσιμη εκλογική χρονιά για τον πλανήτη με τις πρώτες καθοριστικές κάλπες του νέου έτους να στήνονται πολύ σύντομα στην Ταϊβάν.
Η μικρή ασιατική δημοκρατία διεξάγει προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές το Σάββατο, το αποτέλεσμα των οποίων αναμένεται να αντηχήσει πολύ πέρα από τα σύνορα της χώρας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ανάλυση του CNN.
Οι εξελίξεις στην Ταϊβάν βρίσκονται, άλλωστε, στο επίκεντρο της Κίνας η οποία από καιρό διεκδικεί την ενοποίηση της γειτονικής χώρας με την επικράτειά της.
Οπως αναφέρει η ανάλυση του CNN, η πλειοψηφία των πολιτών στην Ταϊβάν δεν επιθυμεί να ελέγχεται από την Κίνα, της οποίας ο ηγέτης, Σι Τζινπίνγκ, έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια μια πιο επιθετική πρόσέγγιση προς τη γειτονική χώρα.
Η Κίνα είναι ανοιχτά αντίθετη με το σημερινό κυβερνών κόμμα της Ταϊβάν και θεωρεί ότι στις επικείμενες εκλογές οι πολίτες της χώρας θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ «πόλεμου και ειρήνης, ευημερίας και παρακμής». Ο Σι, μάλιστα, σε ομιλία που πραγματοποίησε κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, είχε δηλώσει: «Η επανένωση της μητέρας πατρίδας είναι ιστορικά αναπόφευκτη».
Το προβάδισμα σε μια οριακή έως τώρα εκλογική κούρσα φαίνεται να έχει ο Λάι Τσινγκ-τε, σημερινός αντιπρόεδρος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP), το οποίο υπερασπίζεται την de facto κυριαρχία της Ταϊβάν. Φωτ. REUTERS
Την ίδια στιγμή, η Ταϊβάν παραμένει μια από τις μεγαλύτερες πηγές έντασης μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ, την ώρα που οι δεύτερες αποτελούν και τον κύριο προμηθευτή εξοπλισμών του νησιού, σε μια συγκυρία, μάλιστα, κατά την οποία οι σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων παραμένουν τεταμένες.
Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα θα ανταποκριθεί στη δημοκρατική επιλογή των ψηφοφορών της Ταϊβάν αναμένεται να παίξει καταλυτικό ρόλο στο εάν και κατά πόσο Πεκίνο και Ουάσιγκτον θα καταφέρουν να διαχειριστούν τις μεταξύ τους εντάσεις, τόσο σε σχέση με την Ταϊβάν όσο και ευρύτερα.
Οπως επισημαίνει ανάλυση του Politico, το Πεκίνο είναι αποφασισμένο να αποτραπεί μια τρίτη θητεία για το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, το οποίο έχει οδηγήσει την Ταϊβάν σε στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Ποιοι είναι οι υποψήφιοι;
Τρεις άνδρες θα διεκδικήσουν να διαδεχθούν την πρόεδρο Τσάι Ινγκ-γουέν, η οποία κατέχει το αξίωμα για οκτώ χρόνια και δεν δύναται να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα.
Το οριακό προβάδισμα, σε μια οριακή έως τώρα εκλογική κούρσα, φαίνεται να έχει ο Λάι Τσινγκ-τε, σημερινός αντιπρόεδρος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP), το οποίο υπερασπίζεται την de facto κυριαρχία της Ταϊβάν.
Ο Λάι, ο οποίος πριν εμπλακεί ενεργά στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν γιατρός, έχει περιγράψει στο παρελθόν τον εαυτό του ως έναν «εργάτη» για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν – μια φράση που είχε προκαλέσει την οργή του Πεκίνου και την ανησυχία της Ουάσιγκτον.
Εκτοτε έχει μετριάσει τη στάση του στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δεσμευόμενος να διατηρήσει το status quo και να συνομιλήσει με το Πεκίνο «υπό τις αρχές της ισότητας και της αξιοπρέπειας». Το Πεκίνο, πάντως, απέρριψε την προσέγγισή του, χαρακτηρίζοντας τον «καταστροφέα της ειρήνης».
Οπως τονίζει το Politico, η βασική πολιτική γραμμή που διαδίδεται από το φιλοκινεζικό στρατόπεδο είναι ότι ο Λάι είναι ένας «δικτάτορας» του οποίου η «απερίσκεπτη επιδίωξή για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν» θα οδηγήσει σε πόλεμο.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Λάι είναι ο Χου Γιού-ιχ, ο οποίος προέρχεται από το Kuomintang (KMT), το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης της Ταϊβάν που παραδοσιακά τάσσεται υπέρ των στενότερων δεσμών με την Κίνα.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Λάι είναι ο Χου Γιού-ιχ, πρώην αστυνομικός, ο οποίος προέρχεται από το Kuomintang (KMT), το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης της Ταϊβάν που παραδοσιακά τάσσεται υπέρ των στενότερων δεσμών με την Κίνα. Φωτ. Reuters
Ο Χου κατηγορεί το DPP για προκλητική στάση απέναντι στην Κίνα και υποστηρίζει τις «ειρηνικές σχέσεις» και την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με τη γείτονα χώρα. Επιπλέον, ανάμεσα στις βασικές προεκλογικές του δεσμεύσεις, είναι η ενίσχυση της άμυνας της Ταϊβάν.
Ο τρίτος υποψήφιος, ο Κο Γουέν-Ζε, προέρχεται από το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν (TPP), το οποίο ιδρύθηκε το 2019. Ο χαρισματικός πρώην δήμαρχος της Ταϊπέι αυτοχαρακτηρίζεται ως πολιτικό αουτσάιντερ και είναι αρκετά επιδραστικός στους νεότερους ψηφοφόρους, πολλοί από τους οποίους έχουν απογοητευτεί με το παραδοσιακό πολιτικό δίπολο της Ταϊβάν.
Όσον αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, ο Ko προωθεί μια «μέση οδό», κατηγορώντας το DPP ότι είναι υπερβολικά εχθρικό και επικρίνοντας το KMT για υπέρμετρη «ευαισθησία».
Οπως επισημαίνει το CNN, κανένα πολιτικό κόμμα στην Ταϊβάν δεν έχει εκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη θητεία, για αυτό τον λόγο η ενδεχόμενη νίκη του Λάι και του κυβερνώντος DPP θα ήταν ένα γεγονός άνευ προηγουμένου στην ιστορία του νησιού, αλλά και ένα αρνητικό μήνυμα προς την Κίνα όσον αφορά τη στρατηγική της προσέγγιση.
Οι σχέσεις Κίνας και Ταϊβάν
Η Κίνα έχει υιοθετήσει εδώ και καιρό τη στρατηγική του «καρότου και του μαστιγίου» απέναντι στην Ταϊβάν, με σκοπό να πείσει τη γειτονική χώρα να συμβιβαστεί με το σχέδιο «επανένωσής» της.
Από την πρώτη εκλογή της Τσάι Ινγκ-γουέν πριν από οκτώ χρόνια, το Πεκίνο έχει περιορίσει τις διπλωματικές επαφές με την Ταϊπέι και έχει αυξήσει σημαντικά τη στρατιωτική πίεση προς τη χώρα.
Οι εν λόγω κινήσεις της Κίνας έχουν οδηγήσει τις διμερείς σχέσεις στο ναδίρ, ενώ, όπως αναφέρει το CNN, ο λαός της Ταϊβάν έχει αποξενωθεί από την Κίνα. Ειδικότερα, λιγότερο από το 3% των πολιτών αναγνωρίζονται πλέον κυρίως ως Κινέζοι και λιγότερο από το 10% υποστηρίζει μια άμεση ή οριστική ενοποίηση με την Κίνα.
Ταυτόχρονα, η Ταϊβάν έχει εμβαθύνει τις σχέσεις της με τη Δύση τα τελευταία οκτώ χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, προκαλώντας την ανησυχία του Πεκίνου. Σημειώνεται ότι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αξιωματούχοι της Ταϊβάν έχουν κατηγορήσει την Κίνα ότι προσπαθεί να παρέμβει στις εκλογές.
REUTERS
Η Κίνα συνεχίζει, πάντως, να ασκεί στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν, στέλνοντας πολλάκις μαχητικά αεροσκάφη, drones και πολεμικά πλοία κοντά στην επικράτειά της.
Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των αναλυτών δεν αναμένει πιθανή στρατιωτική εισβολή της Κίνας, το Πεκίνο διατηρεί πολλά μέσα ώστε να δείξει τη δυσαρέσκειά του ή να ασκήσει πιέσεις προς τη γειτονική χώρα. Η αύξηση των στρατιωτικών ασκήσεων και η περαιτέρω αναστολή των εμπορικών δεσμών με την Ταϊβάν αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ποια η σχέση των ΗΠΑ με την Ταϊβάν;
Το 1979, η Ουάσιγκτον διαρρηγνύει στις διπλωματικές της σχέσεις με την Ταϊπέι για να αναγνωρίσει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Εκτοτε, οι ΗΠΑ διατηρούν ανεπίσημα στενούς δεσμούς με την Ταϊβάν και δεσμεύονται να παρέχουν στο νησί μέσα για να αμυνθεί. Παρόλα αυτά εδώ και πολύ καιρό παραμένει ασαφές το αν θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης.
Στη διάρκεια της θητείας του Τζο Μπάιντεν, αλλά και του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ αύξησαν την υποστήριξή τους καθώς και τις πωλήσεις εξοπλισμών στην Ταϊβάν. Σημειώνεται ότι ο Μπάιντεν έχει αναφέρει στο παρελθόν ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν εάν η Κίνα προχωρούσε σε εισβολή, πυροδοτώντας ερωτηματικά για το εάν οι ΗΠΑ απομακρύνονται από τη μακροχρόνια γραμμή της «στρατηγικής ασάφειας».
Η προσέγγιση αυτή είχε προκαλέσει τον εκνευρισμό του Πεκίνου, το οποίο προειδοποιεί ότι το ζήτημα της Ταϊβάν είναι «η πρώτη κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να ξεπεραστεί στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ».
Την ίδια στγμή, η Ουάσιγκτον αναφέρει ότι δεν υποστηρίζει κανέναν υποψήφιο για την προεδρία στην Ταϊβάν. Ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε προειδοποιήσει ρητά τον Σι να μην παρέμβει στις εκλογές στη διάρκεια της συνάντησής τους στο Σαν Φρανσίσκο τον Νοέμβριο.
Με πληροφορίες από CNN και Politico