Για ποιο λόγο η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τείνει να μετατραπεί στον μεγαλύτερο «ταραχοποιό» της Ε.Ε.;
Σε μια προσπάθεια της να προστατεύσει την κραταιά βιομηχανία αυτοκινήτων της από τις αλλαγές που προωθούνται σε σχέση με το οριστικό τέλος που δρομολογείται για τα οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης, η Γερμανία θέτει εμπόδια στην τελική έγκριση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει σκοπό να απαγορεύσει την πώληση νέων αυτοκινήτων που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα από το 2035.
Το γεγονός αυτό προκαλεί αναταραχή στους κόλπους της Ε.Ε., καθώς η στάση της Γερμανίας ενδέχεται να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθεια της Ένωσης να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Ταυτόχρονα, όμως, γεννιέται ακόμα ένας προβληματισμός: Μπορεί η τακτική της Γερμανίας να λειτουργήσει σαν «κακό παράδειγμα» και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ενδεχομένως θελήσουν να προστατεύσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα;
Η απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση φάνταζε μέχρι πρόσφατα μια «τελειωμένη υπόθεση». Όπως σημειώνει δημοσίευμα του Politico, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όσο και τα κράτη μέλη της Ε.Ε. είχαν συμφωνήσει στην απαγόρευση πώλησης νέων αυτοκινήτων και φορτηγών οχημάτων που θα εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα από το 2035. Μια τέτοια κίνηση θα καθιστούσε, επί της ουσίας, τα ηλεκτρικά οχήματα, κανόνα στις χώρες της Ένωσης. Κι ενώ οι υπουργοί της Ε.Ε. επρόκειτο να δώσουν την τελική έγκριση την Τρίτη, η γερμανική πλευρά φαίνεται πως θέτει εμπόδια.
Η αιτία; Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του Politico, το FDP, ένα από τα τρία κόμματα που συναπαρτίζουν τον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας, ζητά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συμπεριλάβει στη νομοθεσία ένα «παράθυρο» που θα επιτρέπει την πώληση οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης, εφόσον χρησιμοποιούν τα λεγόμενα «ηλεκτρονικά καύσιμα» (e-fuels). Πρόκειται για συνθετικά καύσιμα, κλιματικά ουδέτερα, τα οποία όμως, απαιτούν πολύ περισσότερη ενέργεια να παραχθούν από όση χρειάζεται η φόρτιση ενός ηλεκτρικού οχήματος.
«Ο Σολτς να μην μείνει στην ιστορία ως αυτός που “σκότωσε” την “Πράσινη Συμφωνία”»
Ο Πασκάλ Κανφίν, Γάλλος Ευρωβουλευτής από το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν και πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωκοινοβουλίου λέει χαρακτηριστικά πως «η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη».
«Είναι απαράδεκτο μια χώρα να μην τηρεί τον λόγο της. Η Γερμανία είχε εγκρίνει τη συμφωνία» σημειώνει ο Κανφίν, καλώντας ταυτόχρονα τον Όλαφ Σολτς «να μην μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που “σκότωσε” την Πράσινη Συμφωνία».
Το FDP, όμως, επιμένει επικαλούμενο την ανάγκη «ανοίγματος» σε νέες τεχνολογίες. Έπειτα από μια σειρά οδυνηρών ηττών στις περιφερειακές εκλογές τον προηγούμενο χρόνο, το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών έχει καταστήσει το ζήτημα αυτό πολιτική του προτεραιότητα – τόσο σε συμβολικό επίπεδο, όσο και σε ουσιαστικό, μιας και η βιομηχανία αυτοκινήτων στη Γερμανία αποτελεί σημαντικό τομέα απασχόλησης.
Παρά το γεγονός ότι η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συναντήθηκε με την γερμανική κυβέρνηση την Κυριακή ώστε να πιέσει για μια υποχώρηση, τη Δευτέρα ο Όλαφ Σολτς κατέστησε σαφές ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να υποχωρήσει μέχρι η Επιτροπή να παρουσιάσει μια πρόταση που θα περιλαμβάνει και τη δυνατότητα χρήσης ηλεκτρονικών καυσίμων στη νομοθεσία.
Ο Γερμανός καγκελάριος τόνισε ότι «η κυβέρνηση είναι ενωμένη και προσδοκά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια πρόταση που θα μεριμνά για τη συμπερίληψη των ηλεκτρονικών καυσίμων και μετά το 2035».
Μαζί με την Ιταλία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία – χώρες που επίσης έχουν εκφράσει αντιρρήσεις όσον αφορά τη νομοθεσία της Ε.Ε., η Γερμανία αποτελεί μέρος αυτής της μειοψηφίας που φαίνεται να εμποδίζει την υιοθέτηση του σχεδίου της Ένωσης.
Από το Βερολίνο, όμως, έρχονται διαφορετικά «μηνύματα» αναφορικά με τη στάση που πρέπει να κρατήσει τελικά η χώρα, με τους Πρασίνους – επίσης εταίρους στον κυβερνητικό συνασπισμό – να εκφράζουν ενστάσεις ως προς την αρνητική στάση του Σολτς.
Ζήτημα αξιοπιστίας
Ο βουλευτής των Πρασίνων, Άντον Χοφρέιτερ, σημειώνει πως «είναι πάντα δύσκολο να αλλάζει κανείς γραμμή λίγο πριν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας», ενώ εκφράζει τον προβληματισμό ότι «η Γερμανία με αυτή τη στάση διακινδυνεύει την αξιοπιστία της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που», όπως τονίζει, «δεν πρέπει να συμβεί, ανεξαρτήτως του ζητήματος που διακυβεύεται».
Συναγερμός έχει σημάνει και στις Βρυξέλλες. Ενδεικτικός είναι ο φόβος που εκφράζει Ευρωπαίος διπλωμάτης, αναφορικά με τον κίνδυνο και άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, να υιοθετήσουν παρόμοιες προσεγγίσεις, οι οποίες θα συνιστούν «επιθέσεις» και σε άλλες πρωτοβουλίες της Ευρώπης για την κλιματική αλλαγή.
Ο Ράσμους Άντερσεν, Ευρωβουλευτής των Πρασίνων από την Γερμανία, προειδοποιεί ότι το Βερολίνο δημιουργεί ένα «τετελεσμένο», το οποίο ενδεχομένως να εκμεταλλευτούν άλλες χώρες της Ε.Ε. ή άλλοι παράγοντες του Ευρωκοινοβουλίου, για να «πλήξουν» την «Πράσινη Συμφωνία». Για αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Άντερσεν, «η συμφωνία ανάμεσα στην Κομισιόν και την Γερμανία, κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμη σε πολιτικό επίπεδο».
Την ίδια στιγμή, σημειώνει πως στο παρελθόν η Γερμανία είχε κατακρίνει χώρες, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, όταν απειλούσαν να μπλοκάρουν νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο Ευρωβουλευτής της ομάδας των Πρασίνων, εκτιμά πως «δεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις, όπως της Ιταλίας ή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, θα μπορούσαν μελλοντικά να “αντιγράψουν” την γερμανική στάση και να θέσουν σε “ομηρεία” την Ευρώπη».
Συμπληρώνει επίσης, πως η Γερμανία «είναι το ισχυρότερο κράτος-μέλος της Ε.Ε.» για αυτόν τον λόγο, όπως σημειώνει ο Άντερσεν, η στάση της μπορεί να εγείρει ζήτημα αξιοπιστίας. Όπως σχολιάζει η αξιοπιστία είναι κομβική όσον αφορά τη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Διαφωνίες και αμφιθυμία
Παρόλα αυτά, η πλευρά του FDP, δεν συμμερίζεται την άποψη ότι η στάση της κυβέρνησης ενδέχεται να πλήξει την αξιοπιστία της Γερμανίας.
Ο Τόρστεν Χερμπστ, εκπρόσωπος του κόμματος, υποστηρίζει πως «θα ήταν παραπλανητικό να εξαχθούν συμπεράσματα σε σχέση με την αξιοπιστία της Γερμανίας από τη συζήτηση αυτή». Για τον Χερμπστ, το ζήτημα που έχει ανακύψει είναι «απλώς μέρος μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας».
Το FDP αναφέρει πως το Βερολίνο είχε δώσει αρχικά την έγκριση του για τη συμφωνία πέρυσι, θεωρώντας πως σε αυτήν θα περιλαμβανόταν η εξαίρεση για τα ηλεκτρονικά καύσιμα.
Η υπουργός Μεταφορών της Γερμανίας Βόλκερ Βίσιγκ – προερχόμενη από το FDP – ρίχνει τα «βέλη» της προς της Κομισιόν, υποστηρίζοντας πως «είχε υποσχεθεί τη ρύθμιση, δεν την τήρησε και μετά εκπλήσσεται που εμείς δεν αποδεχόμαστε αυτή την εξέλιξη».
Και μπορεί το κόμμα των Φιλελευθέρων να διακηρύττει πως παλεύει για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αυτοκινητοβιομηχανιών, όμως η ίδια η βιομηχανία μοιάζει να δηλώνει αμφιθυμία όσον αφορά τη στρατηγική που ακολουθεί το Βερολίνο.
Οπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο γενικός διευθυντής της Ford στην Ευρώπη, Μάρτιν Σάντερ, το «παζάρι» για τους όρους της συμφωνίας, δημιουργεί αβεβαιότητα στους καταναλωτές, αλλά και στην ίδια τη βιομηχανία, η οποία επενδύει σε ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες και υποδομές για τη φόρτιση των οχημάτων.
Άλλωστε, η Ford έχει δεσμευτεί να γίνει πλήρως ηλεκτρική από το 2026, ενώ η ανταγωνιστική Volkswagen στοχεύει να μειώσει την παραγωγή αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης στην Ευρώπη, έως το 2033.
Πηγή: Politico