Ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να προτείνει τον γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ φέρεται να ζήτησε από τον βουλευτή Μάικ Γουόλτς να αναλάβει καθήκοντα συμβούλου εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, όπως μετέδωσαν σήμερα New York Times και Washington Post.
Η επιλογή θεωρείται ότι φέρνει στην Ουάσιγκτον δύο Ρεπουμπλικάνους της Φλόριντα με απόψεις για την εξωτερική πολιτική άκρως επιθετικές, κόντρα στην εκστρατεία Τραμπ που προέβαλε ιδιαίτερα το ζήτημα της αποκατάστασης της ειρήνης σε έναν κόσμο που καταρρέει από τους πολέμους.
Ο Ρούμπιο, γιος Κουβανών μεταναστών, έχτισε το πολιτικό του προφίλ υποστηρίζοντας την ανατροπή αυταρχικών κυβερνήσεων από τη Λατινική Αμερική έως τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Τα τελευταία χρόνια έχει αμβλύνει τις κάποτε νεοσυντηρητικές κοσμοθεωρίες του για την οικονομία, τη μετανάστευση και την εξωτερική πολιτική.
Είναι αντιπρόεδρος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας και ήταν μεταξύ εκείνων που είχε θεωρηθεί ότι θα ήταν υποψήφιοι για την αντιπροεδρία προτού η θέση παραχωρηθεί στον γερουσιαστή Τζέι Ντι Βανς του Οχάιο, εκλεγμένο πλέον αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Γουόλτς, πρώην αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων που εργαζόταν για τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι, είναι από τους πιο σφοδρούς επικριτές της Κίνας στο Κογκρέσο και στο παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ της απεριόριστης στρατιωτικής δέσμευσης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Εχει συμμετάσχει σε σειρά βασικών επιτροπών Εθνικής Ασφάλειας.
Οι επιλογές θα μπορούσαν να προμηνύουν το είδος των συγκρούσεων μεταξύ του Τραμπ και των συνεργατών του που κυριάρχησαν κατά την πρώτη θητεία του, όταν είχε προσπαθήσει να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Συρία και να διαπραγματευτεί συμφωνία πυρηνικών όπλων με τη Βόρεια Κορέα.
Ωστόσο, ο Τραμπ, πάνω από τις όποιες πολιτικές διαφωνίες, έχει τοποθετήσει την πίστη και την αφοσίωση, ως απόλυτη προϋπόθεση για να εντάξει κάποιον στην κυβέρνησή του.
Ελλάδα – Τουρκία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πάντως για την Ελλάδα και τη θέση της στην περιοχή η επιλογή Ρούμπιο, εφόσον επιβεβαιωθεί.
Ηταν ο Ρεπουμπλικανός που, μαζί με τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, συνυπέγραψαν τη νομοθεσία EAST MED ACT το 2019, στο πλαίσιο διακομματικής πρωτοβουλίας. Η εν λόγω νομοθεσία αποτέλεσε τη βάση της αμερικανικής πολιτικής στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου η Ελλάδα και η Κύπρος κατέχουν κεντρικό ρόλο ως «πυλώνες σταθερότητας» στην περιοχή.
Αντίθετα για την Τουρκία, η επιλογή του Μάρκο Ρούμπιο από τον Τραμπ θα μπορούσε να προκαλέσει εκνευρισμό. Και αυτό, επειδή, όπως εξηγεί σε ανάρτησή του ο Τούρκος δημοσιογράφος Ρατζίπ Σοϊλού «διατηρεί τακτικές επαφές με Γκιουλενιστές, συμπεριλαμβανομένου του Ενές Καντέρ, αντιτάχθηκε σθεναρά στην τουρκική εισβολή του 2019 στη Συρία και στην απόφαση αποχώρησης του Τραμπ, είναι επικριτικός για τη σχέση Μαδούρο – Ερντογάν και θεωρεί το τουρκικό κράτος εξίσου αυταρχικό με τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βενεζουέλα».
Αντίστοιχα, και η επιλογή του Μάικ Γουόλτς θα μπορούσε να περιπλέξει τα πράγματα για την Αγκυρα, σύμφωνα με τον Σοϊλού, ο οποίος σε άλλη ανάρτησή του υπενθυμίζει ότι ήταν εκείνος που είχε προτείνει «ειδικό πρόγραμμα βίζας για να φέρει μέλη του YPG/PKK στις ΗΠΑ για να τα ευχαριστήσει για τον αγώνα τους κατά του ISIS», ενώ έχει κατηγορήσει την Τουρκία ότι αποτελεί καταφύγιο για μέλη της Χαμάς.
Από το Tea Party στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ
Παρά τη μακροχρόνια φήμη που έχουν αποκτήσει για επιθετική στάση στην εξωτερική πολιτική, τόσο ο Ρούμπιο όσο και ο Γουόλτς προσπάθησαν να ευθυγραμμίσουν τις απόψεις τους με εκείνες του Τραμπ, ιδιαίτερα για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος γίνεται όλο και πιο αντιδημοφιλής στους κύκλους των Ρεπουμπλικανών, καθώς μετατρέπεται σε δαπανηρό πόλεμο φθοράς.
Ο Ρούμπιο έχει μιλήσει με σκληρούς όρους για τη Ρωσία στο παρελθόν, ωστόσο πιθανότατα θα προωθήσει το σχέδιο του Τραμπ να πιέσει την Ουκρανία να βρει έναν τρόπο να έρθει σε συμφωνία με τη Ρωσία και να παραμείνει εκτός ΝΑΤΟ. Δεν είναι σαφές εάν οι ηγέτες της Ουκρανίας ή της Ρωσίας θα ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν συνομιλίες με παρότρυνση του Τραμπ.
Ο Ρούμπιο έχει επίσης υποστηρίξει τις απόψεις του Τραμπ σχετικά με τις στρατιωτικές δαπάνες για την άμυνα της Ευρώπης. «Στον 21ο αιώνα, η Ευρώπη πρέπει να πρωτοστατήσει στην Ευρώπη. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία είναι περισσότερο από ικανές να διαχειριστούν τη σχέση τους με τους πυρηνικά οπλισμένους εμπόλεμους γείτονες στα ανατολικά τους», έγραψε ο Ρούμπιο στο American Conservative πέρυσι. «Αλλά δεν θα αποκτήσουν ποτέ την ‘κυριότητα’ όσο βασίζονται στην Αμερική», πρόσθεσε.
Ως προς τις σχέσεις με την Κίνα, ο Ρούμπιο ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της άποψης ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υιοθετήσει πιο επιθετική στάση απέναντι στο Πεκίνο. Εισήγαγε θέσεις που αρχικά θεωρήθηκαν ακραίες, αλλά στη συνέχεια έγιναν ευρύτερα αποδεκτές και στα δύο κόμματα.
Για παράδειγμα, ενώ υπηρετούσε στο Κογκρέσο κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ, υποστήριξε μία βιομηχανική πολιτική που θα οχύρωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στον ανταγωνισμό από την Κίνα και την οικονομία της που κατευθύνεται από το κράτος.
Υπηρέτησε επίσης ως συμπρόεδρος της δικομματικής Κογκρέσου-Εκτελεστικής Επιτροπής για την Κίνα, η οποία είχε ως στόχο να χαράξει επιθετική πολιτική, ειδικά στην προσπάθεια αντιμετώπισης των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 2020, υποστήριξε νομοσχέδιο που προσπαθούσε να αποτρέψει την εισαγωγή κινεζικών προϊόντων που παρήχθησαν με καταναγκαστική εργασία της μειονότητας των Ουιγούρων. Ο πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε σχετικό νόμο τον επόμενο χρόνο.
Το 2019, ο Ρούμπιο βοήθησε να πειστεί ο Τραμπ να υιοθετήσει πολιτική σκληρών κυρώσεων κατά της Βενεζουέλας για να ανατρέψει τον πρόεδρό της, Νικολάς Μαδούρο. «Εχει επιλέξει μια μάχη που δεν μπορεί να κερδίσει», είχε δηλώσει ο Ρούμπιο για τον Μαδούρο σε συνέντευξή του στους New York Times προσθέτοντας: «Είναι απλά θέμα χρόνου. Το μόνο που δεν γνωρίζουμε είναι πόσος χρόνος θα χρειαστεί – και αν θα γίνει με ειρηνικό ή αιματηρό τρόπο».
Αν και οι Βενεζουελάνοι έχουν υποφέρει από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ, ο Μαδούρο παραμένει στην εξουσία.
Πιο πρόσφατα, ο Ρούμπιο εξέφρασε την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα. Οταν ρωτήθηκε από ακτιβιστή της ειρήνης στα τέλη του περασμένου έτους τι πιστεύει για τους πολλούς θανάτους Παλαιστινίων αμάχων, απάντησε: «Νομίζω ότι φταίει 100% η Χαμάς».
Εάν γίνει υπουργός Εξωτερικών, βασικό ερώτημα είναι το αν θα παραιτηθεί από την πολιτική των παρεμβάσεων των ΗΠΑ σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο, ώστε η Ουάσιγκτον να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της Κίνας. Αυτή η προσέγγιση θα ευθυγραμμιζόταν με το δόγμα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», αλλά θα ήταν αντίθετη με κάποιες παλαιότερες θέσεις του.
Ο Ρούμπιο εξελέγη για πρώτη φορά στη Γερουσία το 2010 ως μέρος μιας νέας γενιάς συντηρητικών ηγετών του Tea Party. Ωστόσο, κάποιοι συντηρητικοί τον θεώρησαν διστακτικό όσον αφορά το Μεταναστευτικό, κάτι που αποδείχθηκε ότι του κόστισε ακριβά πολιτικά, ιδίως όταν έθεσε υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων το 2016 απέναντι στον Τραμπ και άλλους.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ τον είχε αποκαλέσει υποτιμητικά «Μικρό Μάρκο» και ο Ρούμπιο απάντησε με έντονες επιθέσεις.
Αλλά μετά τη νίκη του Τραμπ το 2016, ο Ρούμπιο «τακτοποίησε» τη σχέση του μαζί του, υπηρετώντας ως άτυπος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής και βοηθώντας τον να προετοιμαστεί για το πρώτο του ντιμπέιτ εναντίον του Μπάιντεν το 2020.
Η ανάδειξη του Ρούμπιο στην ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εφόσον επιβεβαιωθεί, θα σηματοδοτήσει τη δραματική εξέλιξη της σχέσης του με τον επερχόμενο πρόεδρο, ο οποίος κάποτε τον είχε χαρακτηρίσει επίσης «υπερβολικά ελαφρύ», προσθέτοντας ότι δεν θα τον προσλάμβανε ούτε για τη θέση του διευθυντή σε κάποια από τις μικρότερες εταιρείες του και επικρίνοντάς τον ως «πολύ υπερεκτιμημένο πολιτικό!».
Δεν είναι σαφές εάν θα υποστηρίξει μεγάλης κλίμακας περικοπές στο εργατικό δυναμικό του υπουργείου, όπως ελπίζουν κάποιοι σύμμαχοι του Τραμπ, αλλά πιθανότατα θα υποστηρίξει μεταρρυθμίσεις.
Η υποψηφιότητά του αναμένεται να περάσει εύκολα από τη Γερουσία. Οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν πλειοψηφία 53 εδρών και οι γερουσιαστές σπάνια έχουν σταθεί εμπόδιο σε συναδέλφους τους, πρώην ή νυν, που προτείνονται να αναλάβουν βασικούς ρόλους στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ποιος είναι ο Μάικ Γουόλτς
Ο Μάικ Γουόλτς από την πλευρά του, θεωρούνταν ευρέως ο βασικός υποψήφιος για ανώτερη θέση εθνικής ασφάλειας στη νέα κυβέρνηση Τραμπ. Υπήρξε σθεναρός επικριτής της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Τζο Μπάιντεν, εξαιτίας της οποίας, κατά τη γνώμη του, η Κίνα ωφελήθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Κατέκρινε επίσης τον Λευκό Οίκο για τους χειρισμούς στο Αφγανιστάν, ενώ αμφισβήτησε την απεριόριστη υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία. Επιπλέον, έχει χαρακτηρίσει «θλιβερό» το γεγονός ότι λιγότεροι από τους μισούς συμμάχους του ΝΑΤΟ εκπληρώνουν τους στόχους αμυντικών δαπανών που έχει θέσει η στρατιωτική συμμαχία.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας είναι ανώτερος βοηθός του προέδρου που συντονίζει την πολιτική εθνικής ασφάλειας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, συνεργαζόμενος με την ηγεσία πολλών υπηρεσιών για να το κάνει. Η θέση βρίσκεται εκτός υπουργικού συμβουλίου και δεν απαιτεί έγκριση από τη Γερουσία, ωστόσο η ισχύς της είναι σημαντική.
Ο Γουόλτς υπήρξε μία από τις πιο σημαίνουσες φωνές των Ρεπουμπλικανών στο Καπιτώλιο στην εθνική ασφάλεια τα τελευταία χρόνια, υπηρετώντας στις επιτροπές της Βουλής που επιβλέπουν τις ένοπλες δυνάμεις, τις πληροφορίες και τις εξωτερικές υποθέσεις. Υπηρέτησε επίσης αυτό το καλοκαίρι στην ειδική ομάδα που ερευνούσε τις απόπειρες δολοφονίας κατά του Τραμπ.
Στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο Γουόλτς ζήτησε από την κυβέρνηση Μπάιντεν να προσφέρει σταθερά όπλα και εκρηκτικά στις ουκρανικές δυνάμεις, ώστε να επιτίθενται στις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού. Αλλά πλέον έχει υιοθετήσει τη ρητορική του Τραμπ για τη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ που ενισχύει την Ουκρανία, επικρίνοντας τα κράτη μέλη της για το ότι δεν κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και να ενισχύσουν την άμυνά τους.
Τον Απρίλιο, ο Γουόλτς ανέφερε κατά τη διάρκεια ακρόασης της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Βουλής ότι η «τυραννία των χαμηλών προσδοκιών» είχε μολύνει τη συμμαχία, ενώ αμφισβήτησε τη βιωσιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, που παρέχουν τα περισσότερα όπλα.
«Αμερικανοί, ψάξτε πιο βαθιά στις τσέπες σας γιατί οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν μπορούν και δεν θα κάνουν τους ανθρώπους τους να σκάψουν πιο βαθιά στις δικές τους», ανέφερε ο Γουόλτς. «Είναι καλή συμφωνία για αυτούς. Είναι κακή συμφωνία για τον αμερικανικό λαό».
Σε εμφάνισή του στο Fox News την περασμένη εβδομάδα, ο Γουόλτς ανέφερε ότι ο Τραμπ «ήταν πολύ ξεκάθαρος» ως προς το ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει με κάποιον τρόπο να τελειώσει.
«Η λευκή επιταγή είναι σύνθημα, δεν είναι στρατηγική», τόνισε ο Γουόλτς, επικρίνοντας την απεριόριστη παροχή στρατιωτικών όπλων από την κυβέρνηση Μπάιντεν στο Κίεβο.
Ο βουλευτής υπήρξε επίσης ένθερμος υποστηρικτής του Ισραήλ και αμφισβήτησε το ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις και αποφάσισε να μην αντεπιτεθεί πιο δυναμικά όταν το Ιράν και συνεργαζόμενες με την Τεχεράνη οργανώσεις, που συνδέονται με τον πόλεμο στη Γάζα επιτέθηκαν στα στρατεύματα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αν το Ισραήλ άκουγε τον Μπάιντεν, ανέφερε πρόσφατα ο Βαλτς, δεν θα είχε σκοτώσει επιτυχώς τον Χασάν Νασράλα, τον αρχηγό της Χεζμπολάχ, και τον Γιαχία Σινουάρ, τον ηγέτη της Χαμάς. Και οι δύο οργανώσεις έχουν χαρακτηριστεί τρομοκρατικές από τις Ηνωμένες Πολιτείες και συμμάχους τους.
Ο Γουόλτς είναι παράλληλα σφοδρός επικριτής της Κίνας και έχει προκαλέσει την οργή των κινεζικών κρατικών μέσων ενημέρωσης και αξιωματούχων για επιθετικές κινήσεις – όπως το μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου του 2022 και η έκκληση να τιμωρηθεί η Κίνα για τον ρόλο της στην πανδημία του Covid-19.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως βουλευτής, εισήγαγε σειρά από νομοσχέδια που στόχευαν την κυβέρνηση της Κίνας, με νόμους για τον περιορισμό της επιρροής του Πεκίνου στον Ινδο-Ειρηνικό.
Ο Γουόλτς, βετεράνος του πολέμου στο Αφγανιστάν, έχει επικρίνει τόσο τους χειρισμούς του Μπάιντεν σχετικά με την αποχώρηση από τη χώρα το 2021 όσο και την επακόλουθη εκκένωση από την Καμπούλ που έληξε την 20ετή σύγκρουση.
Ζήτημα όπου οι θέσεις του Τραμπ και του Γουόλτς δεν ταυτίζονται πλήρως είναι η επίθεση της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Ενώ ο Τραμπ την έχει χαρακτηρίσει «ημέρα αγάπης», ο Βαλτς σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά την πρώτη επέτειό της έκανε λόγο για «τρομερή μέρα», τονίζοντας ότι «όλοι οι εμπλεκόμενοι θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη».
Ομως ο Γουόλτς επέκρινε επίσης την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις και άλλους αξιωματούχους που συνέκριναν την 6η Ιανουαρίου 2021 με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ή την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, που ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχουν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό το σχόλιο, ανέφερε, «είναι τρελό και προκαλεί περισσότερο διχασμό». Ο Βαλτς ήταν μεταξύ των Ρεπουμπλικανών που αμφισβήτησαν τη νίκη του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020, αλλά άλλαξε πορεία μετά τα βίαια επεισόδια στο Καπιτώλιο, ψηφίζοντας υπέρ της πιστοποίησης των εκλογών.
Με πληροφορίες από Reuters, NYT, WP