Kathimerini.gr
Η διπλωματία αποκτά το πάνω χέρι και τα πολεμικά σενάρια στο Ουκρανικό περνούν, για την ώρα τουλάχιστον, σε δεύτερο πλάνο. Αυτή την αίσθηση άφηναν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα οι πρώτες αντιδράσεις της Μόσχας στις γραπτές απαντήσεις που της διαβίβασε μία ημέρα νωρίτερα η Ουάσιγκτον πάνω στις εγγυήσεις ασφαλείας που είχε ζητήσει το Κρεμλίνο.
«Είναι απολύτως σαφές ότι στα βασικά ζητήματα που θέσαμε οι σκέψεις μας δεν φαίνεται να ελήφθησαν υπόψη», δήλωσε χθες ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ. Έσπευσε, όμως, να προσθέσει ότι η Ρωσία «δεν θα βιαστεί στην εκτίμηση» της αμερικανικής απάντησης, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο για περαιτέρω διαβουλεύσεις. Από την πλευρά του, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σημείωσε ότι διαφαίνονται ελπίδες για την έναρξη ενός «σοβαρού διαλόγου» με τις ΗΠΑ, αλλά μόνο σε δευτερεύοντα θέματα, καθώς «δεν υπήρξε θετική απάντηση στο κεντρικό ζήτημα που θέσαμε».
Η Ουάσιγκτον απέρριψε, όπως αναμενόταν, την κεντρική αξίωση που είχε θέσει η Ρωσία από τις 17 Δεκεμβρίου για μη περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και απόσυρση των στρατευμάτων και των οπλικών συστημάτων της Συμμαχίας στα προ του 1997 όρια. Με αφορμή την παράδοση της αμερικανικής απάντησης στη Μόσχα –για την οποία δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα λεπτομέρειες– ο Αμερικανικός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν είπε εμφαντικά ότι η πολιτική «ανοιχτών θυρών» της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν τίθεται υπό αίρεση. Ωστόσο, η αμερικανική πλευρά εμφανίστηκε ανοιχτή σε μέτρα διαφάνειας, εμπιστοσύνης και σε αμοιβαίες εγγυήσεις γύρω από θέματα εξοπλισμών, γυμνασίων και πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη, ανοίγοντας ένα δρόμο διπλωματικής διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία.
Η προσπάθεια μείωσης της έντασης ήταν εμφανής και στη χθεσινή παρέμβαση του πρώην προέδρου και νυν ανώτατου αξιωματούχου ασφαλείας της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος χαρακτήρισε «καταστροφικό σενάριο» ενδεχόμενη σύγκρουση της χώρας του με τις ΗΠΑ για την Ουκρανία. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Αλεξέι Ζάιτσεφ υπογράμμισε ότι «ακόμη και η σκέψη ενός πολέμου (μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας) θα ήταν απαράδεκτη». Αλλά και ο Ρώσος πρεσβευτής στη Βενεζουέλα, Σεργκέι Μελίκ- Μπαγκντασάροφ, τόνισε ότι το σύνταγμα της χώρας απαγορεύει ρητά την εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων. Υπενθυμίζεται ότι προ ημερών ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Ριαμπκόφ, είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο εγκατάστασης ρωσικών βάσεων σε Κούβα και Βενεζουέλα.
Δυνατότητες αποκλιμάκωσης της κρίσης διαβλέπει και το Κίεβο έπειτα από τη συνάντηση εκπροσώπων των τεσσάρων χωρών της ειρηνευτικής «διαδικασίας της Νορμανδίας» (Ρωσία, Ουκρανία, Γερμανία, Γαλλία) στο Παρίσι. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιώδης προσέγγιση σε επίμαχα θέματα για την κρίση στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας, που ελέγχεται από ρωσόφωνους αυτονομιστές, ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Ντμίτρο Κουλέμπα χαρακτήρισε θετικό το γεγονός ότι συμφωνήθηκε νέα συνάντηση εντός δεκαπενθημέρου στο Βερολίνο και προσέθεσε: «Αντιλαμβανόμαστε ότι κρατούν στην τσέπη τους (οι Ρώσοι) το χαρτί μιας στρατιωτικής επιχείρησης, αλλά δεν είναι αυτή η πρώτη τους επιλογή».
Παρά τη διπλωματική κινητικότητα που αρχίζει να διαγράφεται, οι δύο πλευρές συνεχίζουν τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων και τα γυμνάσια γύρω από την Ουκρανία. Χθες, ο υπουργός Εξωτερικών της Σλοβακίας Ιβάν Κορτσόκ έκανε γνωστό ότι το ΝΑΤΟ εξετάζει την ανάπτυξη δυνάμεων και στη δική του χώρα, στο πλαίσιο των μέτρων για την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας.
Πίεση μέσω κυρώσεων
Συνεχίζεται παράλληλα η προσπάθεια άσκησης πίεσης στη Ρωσία μέσω οικονομικών κυρώσεων. Στην Ουάσιγκτον, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις προεξόφλησε με κατηγορηματικό τρόπο ότι «αν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο αγωγός Nord Stream 2 (που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία) θα ακυρωθεί». Την εκτίμηση αυτή φάνηκε να ενισχύει και η Γερμανίδα πρεσβευτής στις ΗΠΑ, Εμιλι Χάμπερ, η οποία έγραψε στο Twitter πως, «αν υπάρξει νέα παραβίαση της ουκρανικής εθνικής κυριαρχίας, η Ρωσία θα κληθεί να καταβάλει υψηλό αντίτιμο». Τόσο ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς όσο και η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ δηλώνουν ότι «όλα θα μπουν πάνω στο τραπέζι» εάν τελικά η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία.