ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Μπορεί η Ευρώπη να δημιουργήσει ενιαίο μέτωπο για την Ουκρανία;

Οι ηγέτες της Ευρώπης αγωνιούν. Η βιαστικά συγκληθείσα σύνοδος κορυφής για την ασφάλεια στο Παρίσι σήμερα Δευτέρα είναι απόδειξη αυτού, σημειώνεται σε ανάλυση του BBC

Καθώς οι ΗΠΑ και η Ρωσία αρχίζουν διαπραγματεύσεις για την τύχη της Ουκρανίας και την ευρωπαϊκή ασφάλεια, Ουάσιγκτον και Μόσχα επιδεικνύουν ανοιχτά την περιφρόνησή τους για τους ηγέτες της Ευρώπης, σημειώνεται σε ανάλυση της Wall Street Journal.

Οι προσεχείς εξελίξεις θα καθορίσουν το αν η συμμαχία των ευρωπαϊκών χωρών, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα παραμείνει σημαντικός παίκτης στην ολοένα και πιο βίαιη διεθνή σκηνή, καθώς η διεθνής τάξη όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταβάλλεται, προστίθεται στην ανάλυση του αμερικανικού Μέσου.

Στο ίδιο πνεύμα, το βρετανικό BBC επισημαίνει πως οι ηγέτες της Ευρώπης αγωνιούν, κάτι που αποδεικνύεται από τη βιαστικά συγκληθείσα σύνοδο κορυφής για την ασφάλεια στο Παρίσι σήμερα Δευτέρα.

«Το μήνυμα είναι σαφές: Είναι καιρός να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για την ασφάλειά μας», δήλωσε ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας, Μπενζαμέν Χαντάντ, προσθέτοντας: «Η πρώτη δοκιμασία θα ήταν να αρνηθούμε συνθηκολόγηση στην Ουκρανία».

Συναγερμός σε «δύσκολη στιγμή»

Είναι η Ευρώπη σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποκαλούν ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ασφάλειά της εδώ και πολλές γενιές; Αυτό θα απαιτούσε άμεση αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ενίσχυση της πολιτικής συνοχής και αποδοχή του γεγονός ότι οι διατλαντικές σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1945 μπορεί να καταρρεύσουν, σημειώνει η WSJ.

«Επειτα από δέκα χρόνια προειδοποιήσεων, έφτασε η ώρα για αφύπνιση», ανέφερε ο Νίκο Λάνγκε, πρώην ανώτερος Γερμανός αξιωματούχος της άμυνας και ανώτερος συνεργάτης της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια.

Το BBC θέτει περίπου το ίδιο ερώτημα: «Μπορεί η Ευρώπη, υπό πίεση, να αφήσει στην άκρη τις πολιτικές διαφορές και τις οικονομικές ανησυχίες στο εσωτερικό, παρουσιάζοντας ενιαίο μέτωπο σχετικά με τις δαπάνες για την ασφάλεια και το μέλλον της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής αποστολής στρατευμάτων εκεί – για να επιβάλει μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;».

Ο συναγερμός έρχεται σε δύσκολη στιγμή, σχολιάζει η WSJ. Η μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και φαίνεται πως δεν θα έχει σταθερή κυβέρνηση για μήνες. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση μειοψηφίας είναι ευάλωτη, ενώ κάποιες χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία είχαν επιδιώξει να ρίξουν τους τόνους με τη Μόσχα ακόμη και πριν από την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.

Παρά τις δυσκολίες, «όλοι καταλαβαίνουν ότι τώρα είναι η ώρα της Ευρώπης και το μόνο ερώτημα είναι αν το τράνταγμα θα είναι αρκετό για να ξυπνήσει ο ασθενής», τόνισε ο Γκαμπριέλιους Λάντσμπεργκις, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας. «Ανησυχώ ότι το τράνταγμα μπορεί απλώς να σκοτώσει τον ασθενή», πρόσθεσε.

«Αποκατάσταση της τάξης»

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εδώ και καιρό αντιμετωπίζει την Ευρώπη -η οποία, μαζί με τη Βρετανία, έχει οικονομία 12 φορές μεγαλύτερη από τη ρωσική και σχεδόν τετραπλάσιο πληθυσμό από τη Ρωσία– σαν ελαφριάς βαρύτητας γεωπολιτικό παίκτη.

Σε δηλώσεις του στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Πούτιν είπε με χαμόγελο ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα «αποκαταστήσει την τάξη» στην Ευρώπη και ότι τα ευρωπαϊκά κράτη «θα σταθούν όλα στα πόδια του αφέντη και θα κουνάνε τρυφερά την ουρά τους».

Ο Τραμπ αναδημοσίευσε γρήγορα τη δήλωση του Πούτιν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς ανέβασε τα αίματα στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια την Παρασκευή. Είπε στους συγκεντρωμένους Ευρωπαίους ηγέτες ότι οι δημοκρατίες τους είναι προβληματικές και ότι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη δεν προέρχεται από τη Ρωσία ή την Κίνα, αλλά από τη μαζική μετανάστευση και την άρνηση των πολιτικών ελίτ να φέρουν στην εξουσία ακροδεξιά κόμματα.

Οι παρατηρήσεις του Βανς, οι οποίες ώθησαν πολλούς Ευρωπαίους αξιωματούχους να αποχωρήσουν, συνέπεσαν με την ανοιχτή εκστρατεία του Ελον Μασκ υπέρ των ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων, ιδίως της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.

Το Σάββατο, ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για την Ουκρανία, ο απόστρατος αντιστράτηγος Κιθ Κέλογκ, μοιράστηκε το βήμα με Ευρωπαίους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων σε γεύμα. Τους είπε ευθέως ότι δεν θα επιτραπεί στην Ευρώπη να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Ουκρανίας – παρόλο που η Ουάσιγκτον αναμένει από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να επιβλέψουν ενδεχόμενη κατάπαυση του πυρός και επιδιώκει η Ευρώπη να πληρώσει για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.

Οι σχέσεις με την Κίνα

Για πολλούς Ευρωπαίους αξιωματούχους στο Μόναχο, η ωμότητα της διάλεξης του Βανς ήρθε σε αντίθεση με την κατευναστική ρητορική του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο οποίος μίλησε αμέσως μετά, σύμφωνα με τη WSJ.

Ο Γουάνγκ επανέλαβε δηλώσεις για την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου και του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών -έννοιες αγαπητές στους Ευρωπαίους σε μια εποχή που οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και απειλούν να προσαρτήσουν τον Καναδά και τη Γροιλανδία.

Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ είναι ακόμη θολή για πολλούς συμμάχους των ΗΠΑ, ωστόσο ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να είναι αποφασισμένος να τερματίσει γρήγορα τον πόλεμο στην Ουκρανία -ακόμη και αν αυτό σημαίνει σημαντικές παραχωρήσεις από το Κίεβο και στρατηγικό κέρδος για τη Ρωσία.

Μέρος αυτής της επείγουσας ανάγκης είναι η επιθυμία -που απορρίπτεται από Ευρωπαίους αξιωματούχους ως ουτοπική και λανθασμένη- να αποδυναμωθεί ο αυξανόμενος δεσμός μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας. «Δεν είναι προς το συμφέρον του Πούτιν να είναι ο μικρός αδελφός σε έναν συνασπισμό με την Κίνα», δήλωσε ο Βανς σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Wall Street Journal.

Ωστόσο, η Ευρώπη -και ακόμη και η Ουκρανία- μπορεί να ανταποδώσει με το να έρθει πιο κοντά στην Κίνα, αίροντας τους οικονομικούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν, εν μέρει, στο όνομα της διατλαντικής συνεργασίας για την ασφάλεια, επισημαίνεται στην ανάλυση της WSJ.

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Ουκρανίας και της Κίνας συναντήθηκαν ήδη το Σάββατο στο Μόναχο. «Η Κίνα βλέπει την Ουκρανία ως φίλο και εταίρο και προσεγγίζει και προωθεί πάντα τις σχέσεις Κίνας-Ουκρανίας από μια μακροπρόθεσμη προοπτική», δήλωσε στη συνέχεια ο Γουάνγκ.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν την πολυτέλεια να είναι πολιτικά αφελείς, ανέφερε ο Κροάτης πρωθυπουργός Αντρέι Πλένκοβιτς. «Η Ρωσία δαπανά το 10% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες και το 40% του προϋπολογισμού, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βραχυπρόθεσμο μέτρο. Πρόκειται για ‘πολεμική οικονομία’ με μακροπρόθεσμους στόχους», πρόσθεσε ο Πλένκοβιτς. «Και είναι στο χέρι μας να το λάβουμε αυτό υπόψη στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων», κατέληξε ο ίδιος.

«Παράθυρο ευκαιρίας»

Το πρωί της Δευτέρας, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Κιρ Στάρμερ δήλωσε «έτοιμος και πρόθυμος να στείλει στρατεύματα στο έδαφος» της Ουκρανίας.

Επιπλέον και στη Γερμανία, ενόψει των εκλογών, ο εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής του κόμματος CDU, που αναμένεται να συγκεντρώσει τις περισσότερες κοινοβουλευτικές έδρες, δήλωσε ότι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης θα ήταν επίσης πρόθυμη να δεσμεύσει στρατεύματα σε «ειρηνευτικό» ρόλο, με διεθνή εντολή.

Η κυβέρνηση Τραμπ είναι σαφές ότι δεν είναι 100% σίγουρη για το τι θέλει να κάνει στην Ουκρανία. Υπήρξαν διάφορα ανάμεικτα μηνύματα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.

Η Ευρώπη αποτελεί για την Ευρώπη μικρό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου να προσπαθήσει να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο ότι είναι ανεκτίμητος εταίρος, σύμφωνα με το BBC.

Ελπίζει να το επιτύχει μέσω της συνάντησης στο Παρίσι, ξεκινώντας την προσπάθεια για δύο σημαντικά ζητήματα που έθεσε ο Τραμπ: Η Ευρώπη να δαπανά και να κάνει περισσότερα για τη δική της άμυνα, και να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία μετά την κατάπαυση του πυρός.

Η Ευρώπη βασίζεται σε ομπρέλα ασφαλείας υπό τις ΗΠΑ από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα των συνομιλιών Ρωσίας-ΗΠΑ για την Ουκρανία, και το πόσο ενθαρρυμένος μπορεί να βγει ο Πούτιν από αυτές, οι Ευρωπαίοι ανησυχούν ότι οι εξελίξεις θα μπορούσαν να μεταβάλλουν την αρχιτεκτονική ασφαλείας της ηπείρου.

Ο Πούτιν δυσανασχετεί ιστορικά με την εξάπλωση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Ενώ οι γείτονες της Ρωσίας – οι πρώην σοβιετικές χώρες της Βαλτικής και επίσης η Πολωνία – αισθάνονται ιδιαίτερα εκτεθειμένοι.

Παρά την κρισιμότητα της συνάντησης του Παρισιού ωστόσο, θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να υπάρξουν συγκεκριμένες αποφάσεις για αυξήσεις των αμυντικών δαπανών. Η Πολωνία σχεδιάζει να δαπανήσει το 4,47% του ΑΕΠ της για την άμυνα το 2025, ενώ η Βρετανία έχει θέσει ως στόχο το 2,5% του ΑΕΠ και δεν το έχει φτάσει ακόμη.

Οι ηγέτες ενδέχεται να δεσμευτούν ότι θα συντονίζονται καλύτερα, θα δαπανούν περισσότερα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και θα επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Η Ε.Ε. αναμένεται να ενισχύσει επίσης την αμυντική της προσπάθεια.

Τριπλό μήνυμα

Ως προς την παρουσία ευρωπαϊκών στρατευμάτων, ο στόχος θα ήταν τριπλός, σύμφωνα με το BBC. Θα στείλει μήνυμα στους Ουκρανούς ότι δεν είναι μόνοι τους. Αλλο μήνυμα προς τις ΗΠΑ, θα επιδεικνύει ότι η Ευρώπη «κάνει το χρέος της» για την άμυνα της ηπείρου, και το τελευταίο μήνυμα προς τη Μόσχα, θα προειδοποιεί ότι αν παραβιάσει τους όρους ενδεχόμενης εκεχειρίας, δεν θα έχει να κάνει μόνο με το Κίεβο.

Ωστόσο η ιδέα είναι αμφιλεγόμενη και επίσης δεν είναι δημοφιλής στους ψηφοφόρους. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, το 50% των ερωτηθέντων δεν θέλουν να στείλουν άλλα όπλα στην Ουκρανία, πόσο μάλλον στρατεύματα.

Η Τζούλιαν Σμιθ, μέχρι πρόσφατα πρέσβειρα των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, ανέφερε ότι αυτού του είδους οι περίπλοκες διπλωματικές προσπάθειες απαιτούν συνήθως εβδομάδες συναντήσεων.

Η ίδια πρόσθεσε πως ό,τι και αν πετύχουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες στο Παρίσι, αν το χρησιμοποιήσουν για να απαιτήσουν απλά μία θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία δεν έχουν να κερδίσουν πολλά.

Μετά τη συνάντηση του Παρισιού πάντως, αναμένεται να οριστεί απεσταλμένος στην Ουάσιγκτον για να υποστηρίξει τα επιχειρήματα της Ευρώπης. Σημειώνεται ότι η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, βρίσκεται κοντά στην κυβέρνηση Τραμπ, ενώ ο Κιρ Στάρμερ έχει προγραμματίσει επίσκεψη στην Ουάσιγκτον σε λίγες ημέρες.

«Αυτή θα μπορούσε να είναι η ευκαιρία του να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ», σύμφωνα με το BBC.

Ποιοι συμμετέχουν στη σύνοδο

Στη σύνοδο κορυφής της Δευτέρας συμμετέχουν η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ισπανία και η Δανία, η οποία αναμένεται να εκπροσωπήσει τις χώρες της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας, καθώς και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Ε.Ε. και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ.

Αλλες χώρες θα έχουν, σύμφωνα με πληροφορίες, μεταγενέστερες συναντήσεις.

Πηγή: BBC, Wall Street Journal

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση