ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η χρονιά της τιμωρίας – Η ανατομία των εκλογών σε 80 χώρες

Από την Ινδία έως τη Βενεζουέλα και από τη Σενεγάλη έως τις ΗΠΑ, η δημοκρατία δοκιμάστηκε, καθώς ψήφισαν περισσότεροι άνθρωποι από κάθε άλλη χρονιά

Το 2024 χαρακτηρίστηκε έτος εκλογών παγκοσμίως, καθώς περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ άλλοτε στην ιστορία οδηγήθηκαν στις κάλπες, αναδεικνύοντας τόσο την αντοχή όσο και την ευθραυστότητα της Δημοκρατίας.

Τον περασμένο Ιανουάριο, καθώς ξεκινούσε αυτή η χρονιά, σειρά άρθρων προανήγγειλαν τους δυνητικούς κινδύνους, κάνοντας σαφές ότι το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.

Η χρονιά ξεκίνησε με αναλύσεις που χαρακτήριζαν το 2024 «σημείο καμπής για τη δημοκρατία»

Το περιοδικό Time χαρακτήρισε το 2024 μία «χρονιά που μπορεί να κλυδωνιστεί το δημοκρατικό κεκτημένο», ενώ άλλοι έκαναν λόγο για «τη μεγαλύτερη δοκιμασία της Δημοκρατίας», θέτοντας το ερώτημα για το εάν θα μπορούσε να φτάσει άθικτη μέχρι τον Δεκέμβριο.

Το 2024, δισεκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν σε περισσότερες από 80 χώρες, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις πιο πολυπληθείς, πιο αυταρχικές και πιο εύθραυστες.

Οι Ρώσοι όδευσαν σε κάλπες που χαρακτηρίστηκαν από φαινόμενα καταστολής, ενώ στη Σενεγάλη, μια απόπειρα καθυστέρησης των εκλογών οδήγησε στην πτώση του απερχόμενου προέδρου.

Ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ βρήκε μια φόρμουλα για να κερδίσει τις εκλογές μέσω της άγριας καταστολής των συμμοριών, ενώ ένα σύντομο πείραμα με τη Δημοκρατία φαινόταν να σβήνει στην Τυνησία, τη γενέτειρα της αραβικής άνοιξης.

Σε όλα τα μήκη και πλάτη, οι πολιτικές διαδικασίες τέθηκαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση, ενώ ο κόσμος έγινε μάρτυρας πρωτοφανών κινημάτων διαμαρτυρίας αλλά και απρόσμενων δημοκρατικών επιτυχιών.

Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο IDEA, μεταξύ 2020 και 2024, το 20% των εκλογών αμφισβητήθηκε επίσημα, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό απορρίφθηκε από τους ηττημένους. Η αποχή από τις εκλογές και η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς ήταν κοινές ανησυχίες παγκοσμίως.

Οι βουλευτικές εκλογές του 2024 στο Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησαν σε σχεδόν ιστορικά αποτελέσματα υπέρ του Εργατικού Κόμματος, καθώς η πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος κατέρρευσε. Καταγράφηκαν επίσης ρεκόρ αποχής αφού μόλις οι μισοί από τους ενήλικες Βρετανούς ψήφισαν.

Η κατάσταση της δημοκρατίας παγκοσμίως το 2024 παρουσιάζει μια αντιφατική εικόνα.

Ενώ τα εκλογικά αποτελέσματα στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν εξαίρεση, η γενικότερη εικόνα δείχνει μια αλλαγή στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Σύμφωνα με δεδομένα από τη βάση της International IDEA, η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές αυξήθηκε για πρώτη φορά ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες.

Αυτή η αναζωογόνηση της συμμετοχής συμβαίνει εν μέσω σοβαρών προκλήσεων. Βασικοί πυλώνες των δημοκρατικών συστημάτων –η ελευθερία του λόγου, η ισότιμη συμμετοχή και η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης– αντιμετωπίζουν άνευ προηγουμένου απειλές.

Παρά τις προκλήσεις, παραδείγματα αντίστασης στις αυταρχικές τάσεις προσφέρουν έναν τόνο αισιοδοξίας.

Η Ρέιτσελ Μπέτι Ριντλ, διευθύντρια του Κέντρου για την Παγκόσμια Δημοκρατία στο Πανεπιστήμιο Cornell, αναφέρει τη Σενεγάλη ως μία τέτοια περίπτωση: Μια απόπειρα καθυστέρησης των εκλογών από τον πρόεδρο προκάλεσε μαζική αντίδραση. Ο νέος ηγέτης Μπασιρού Ντιομάγιε Φάγιε εκλέχθηκε με πρωτοφανή λαϊκή υποστήριξη, αποδεικνύοντας ότι η πίεση των πολιτών μπορεί να διαφυλάξει τη δημοκρατία.

«Βλέπουμε πραγματικές δυνατότητες που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε», σημειώνει η Ριντλ, υπογραμμίζοντας τη σημασία της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών και της αντιπολίτευσης στην ανάσχεση της αυταρχικής διολίσθησης.

Αυτός ο διπλός άξονας, που περιλαμβάνει κινδύνους και ελπίδα, αναδεικνύει τις προκλήσεις και τις δυνατότητες της δημοκρατίας σε μια ταραχώδη περίοδο.

Στο Μπαγκλαντές, οι φοιτητικές διαδηλώσεις ανέτρεψαν την κυβέρνηση της Σέιχ Χασίνα, που είχε καταπνίξει την αντιπολίτευση με βίαιες μεθόδους. Οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν γρήγορα σε ένα ευρύτερο μαζικό κίνημα κατά της διάβρωσης της δημοκρατίας που χαρακτήριζε τη θητεία της Χασίνα στην εξουσία.

Μια προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον νομπελίστα Μοχάμεντ Γιούνους, έχει τώρα αναλάβει φιλόδοξες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις για την οικοδόμηση βασικών κρατικών θεσμών «εκ του μηδενός». Σύμφωνα με αναλυτές οι προσπάθειες αυτές μπορεί να διαρκέσουν χρόνια.

«Η καλύτερη απάντηση σε αυτούς που αμφισβητούν τη δημοκρατία είναι συνήθως περισσότερη δημοκρατία», αναφέρει η έκθεση του Cornell για την παγκόσμια δημοκρατία το 2024, επισημαίνοντας τη «μεγαλύτερη συμμετοχή και εκπροσώπηση των δημοκρατικών πολιτών εντός των υφιστάμενων θεσμικών διαύλων».

Ακόμη και σε περιπτώσεις όπως η Βενεζουέλα, όπου οι δημόσιες διαμαρτυρίες δεν πέτυχαν τον δηλωμένο στόχο τους, η απονομιμοποιητική επίδραση μιας πιθανής κλοπής των εκλογών θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία μακροπρόθεσμα.

Παρά την ανακήρυξη της νίκης στις προεδρικές εκλογές του Αυγούστου, η αποτυχία του Νικολάς Μαδούρο να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία της ψηφοφορίας και η καταστολή των ηγετών της αντιπολίτευσης προκάλεσαν ένα κύμα διαμαρτυριών που έπληξε βαθιά την εξουσία του.

Ακόμη και χώρες με μακροχρόνιους δεσμούς με το πολιτικό κίνημα του Μαδούρο –όπως η Βραζιλία και η Κολομβία– αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα των εκλογών.

Το βέτο της Βραζιλίας κατά της εισδοχής της Βενεζουέλας στην ομάδα των αναδυόμενων οικονομιών Brics τον περασμένο μήνα θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστική στιγμή για τον Μαδούρο.

Η «θεραπεία» για τα ελαττώματα της δημοκρατίας

Αλλά αν η λαϊκή διαμαρτυρία ήταν ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του 2024, το ίδιο ήταν και μια αναδυόμενη παθητικότητα όσον αφορά τον ενθουσιασμό για το τι θα μπορούσε να προσφέρει η Δημοκρατία στους ψηφοφόρους.

Στις ΗΠΑ, σχεδόν οι μισοί από όλους τους ψηφοφόρους δήλωσαν ότι η Δημοκρατία δεν κάνει καλή δουλειά στην εκπροσώπηση των απλών ανθρώπων, ενώ σε δημοσκόπηση σε περισσότερες από 30 αφρικανικές χώρες η υποστήριξη προς τη Δημοκρατία μειώθηκε.

«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο να πούμε ότι οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη δημοκρατία, αλλά νομίζω ότι έχουν λιγότερες προσδοκίες για το τι μπορεί να προσφέρει», δήλωσε ο Βέντι Χαντίζ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ασίας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.

Τον Φεβρουάριο, η Ινδονησία εξέλεξε πρόεδρο τον Πραμπόβο Σουμπιάντο, έναν πρώην στρατηγό που καταγγέλλεται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αντίπαλοί του ισχυρίστηκαν ότι η ψηφοφορία είχε υπονομευθεί από άδικες αλλαγές στους κανόνες, ενώ ο απερχόμενος πρόεδρος, Τζόκο Γουιντόντο, κατηγορήθηκε ότι παρενέβη στις εκλογές προκειμένου να προστατεύσει την κληρονομιά του.

Το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας απέρριψε αυτά τα επιχειρήματα, αλλά η εκλογική διαδικασία είναι πιθανό να άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα πολλών ψηφοφόρων.

Η υφέρπουσα επιρροή των δισεκατομμυριούχων

Σύμφωνα με τη Ριντλ, η δημοκρατική οπισθοδρόμηση παρατηρείται και σε έναν πρωτοφανή αριθμό πλούσιων χωρών που κάποτε θεωρούνταν άτρωτες σε τέτοιες δυνάμεις. Τέτοιες διαδικασίες είναι σταδιακές και πιο δύσκολο να αναγνωριστούν σε πραγματικό χρόνο, αναφέρει, σημειώνοντας ότι μπορεί να αποδυναμώσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία.

Αντίθετα, αυτές οι τάσεις «οπισθοδρόμησης» έχουν επίσης αποδειχθεί ότι αποτελούν κινητήρια δύναμη για την ενοποίηση των φιλοδημοκρατικών υποψηφίων, σε αντιπαράθεση με αυταρχικές φιγούρες.

Είναι αυτό που βοήθησε να σχηματιστεί ένας μεγάλος συνασπισμός υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και να φτάσει στη νίκη στις εκλογές του 2023 στην Πολωνία. Και είναι αυτό που έπεισε την Κάμαλα Χάρις να προσεταιριστεί τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους που μπορεί να έχουν απομακρυνθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Τα exit polls που δημοσιεύθηκαν τη νύχτα της 5ης Νοεμβρίου έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι των ΗΠΑ τοποθέτησαν τη «δημοκρατία» ως το πιο σημαντικό ζήτημα όταν αποφάσιζαν πώς θα ψηφίσουν. Το τελικό αποτέλεσμα λοιπόν –η εκλογή ενός υποψηφίου που κατηγορήθηκε για απόπειρα υπονόμευσης προηγούμενων εκλογών και ο οποίος υποσχέθηκε να γίνει δικτάτορας από την «πρώτη μέρα– μπορεί να αποτέλεσε έκπληξη για τους εξωτερικούς παρατηρητές.

Από πολλές απόψεις, οι ΗΠΑ βρίσκονται στην αιχμή των τάσεων που είναι πιο ενδεικτικές αναφορικά με τον δημοκρατικό κίνδυνο: μια εκλογική διαδικασία στην οποία παρεμβαίνουν ξένες δυνάμεις, μια χιονοστιβάδα παραπληροφόρησης και μια αυξανόμενη πλουτοκρατική τάξη που έχει καταφέρει να εξαγοράσει τον δρόμο της προς την εξουσία.

Στις ΗΠΑ, η παρέμβαση του Ελον Μασκ, με χρηματοδότηση ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων και τη μετατροπή της πλατφόρμας X σε πολιτικό εργαλείο, συνέβαλε στη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.

Η παρέμβασή του στη δημοκρατική διαδικασία της χώρας φαίνεται ότι απέδωσε καρπούς για τον ίδιο: Η καθαρή αξία του Μασκ αυξήθηκε κατά 70 δισ. δολάρια την εβδομάδα μετά τη νίκη του Τραμπ και ο εκλεγμένος πρόεδρος τον διόρισε επικεφαλής ενός «υπουργείου κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» για να τον συμβουλεύσει σχετικά με την αναδιάρθρωση των ομοσπονδιακών υπηρεσιών, πολλές από τις οποίες επηρεάζουν τις εταιρείες του Μασκ.

Η υφέρπουσα επιρροή των δισεκατομμυριούχων στην κυβέρνηση και στην εκλογική διαδικασία έγινε έντονα αισθητή από τους ψηφοφόρους, από την Ινδία, την Ταϊλάνδη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Οταν βλέπεις κάποιον σαν τον Μασκ να πηγαίνει μπροστά σε ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώπων και να χοροπηδάει πάνω κάτω στη σκηνή σαν να βιώνει κάποιο είδος εξωσωματικής οργασμικής εμπειρίας, τότε δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα τα οποία τους κάνουν να σηκωθούν από το κρεβάτι τους», τόνισε ο Βέντι Χαντίζ.

Η έμφυλη ανισότητα παρέμεινε έντονη. Παρά το γεγονός ότι περισσότερες γυναίκες ψήφισαν από ποτέ, οι ηγετικές υποψηφιότητες ήταν σπάνιες. Στις ΗΠΑ, η Καμάλα Χάρις δεν κατάφερε να κινητοποιήσει τις γυναίκες όπως ο Τζο Μπάιντεν το 2020.

Ωστόσο, υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η νίκη της Κλαούντια Σέινμπαουμ στο Μεξικό, που ανέδειξε τη χώρα ως παράδειγμα έμφυλης ισότητας στο πολιτικό επίπεδο.

Πλήγμα στο κατεστημένο

Το 2024 ήταν επίσης η χρονιά της «τιμωρίας των εν ενεργεία ηγετών». Σε πολλές χώρες, οι κυβερνώντες πλήρωσαν το τίμημα για την ακρίβεια και την οικονομική στασιμότητα, χωρίς να υπάρχουν σαφείς ιδεολογικές τάσεις προς τα αριστερά ή τα δεξιά.

Ερευνα των Financial Times διαπίστωσε ότι κάθε κυβερνών κόμμα στον ανεπτυγμένο κόσμο που έθεσε υποψηφιότητα για εκλογές το 2024 έχασε μερίδιο ψήφων.

Σε μια σειρά από χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Αυστρία και η Πορτογαλία, οι ψηφοφόροι που εξοργίστηκαν από τις ανησυχίες για το κόστος ζωής και την αντιληπτή αποτυχία αντιμετώπισής τους, προκάλεσαν τεράστιο πόνο στα κατεστημένα κόμματα και τους πολιτικούς.

Στο τέλος, τα διδάγματα του 2024 είναι πιθανό να μην αντληθούν από τους πολιτικούς που αναδείχθηκαν νικητές, αλλά από εκείνους που δέχθηκαν τις ήττες τους με χάρη και εντιμότητα.

Υστερα από μια σκληρή εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, όπου υπήρξαν απειλές για βόμβες σε εκλογικά κέντρα, απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ και ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας που παρακολουθούσαν τα εκλογικά κέντρα, η Χάρις ανέβηκε στη σκηνή για να παραδεχθεί την ήττα της, υποσχόμενη να συνεχίσει τον αγώνα.

Η θεμελιώδης αρχή της αμερικανικής δημοκρατίας, είπε, είναι ότι όταν κάποιος χάνει, τα αποτελέσματα γίνονται αποδεκτά. Ηταν ένα συναίσθημα που μόλις πριν από λίγα χρόνια θα μπορούσε να φανεί χιλιοειπωμένο ή κλισέ, αλλά που αντήχησε σκληρά σε μια χώρα που αντιμετώπιζε πρωτοφανείς απειλές για τους θεσμούς της.

Ομως, παρά τη βία και την τιμωρία που χαρακτήρισαν τόσο πολύ το 2024, ήταν ένα συναίσθημα που υπήρχε στις εκλογές σε όλο τον κόσμο, από τη Λιθουανία μέχρι την Ταϊβάν και τα καταπράσινα προάστια της Αγγλίας, απ’ όπου ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου Τζέρεμι Χαντ μίλησε στο πλήθος στις 5 Ιουλίου, έχοντας μόλις κρατήσει την έδρα του, γνωρίζοντας ότι το Συντηρητικό κόμμα αντιμετώπιζε μια ήττα ιστορικών διαστάσεων.

«Είμαστε απίστευτα τυχεροί που ζούμε σε μια χώρα όπου αποφάσεις όπως αυτή δεν λαμβάνονται με βόμβες ή σφαίρες», είπε. «Αυτή είναι η μαγεία της δημοκρατίας».

Πηγή: The Guardian

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση