Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε σήμερα, Δευτέρα, ότι ο Αμερικανός πρόεδρος «ρίχνει λάδι στη φωτιά» με την απόφασή του να επιτρέψει στο Κίεβο τη χρήση πυραύλων ATACMS για πλήγματα σε ρωσικό έδαφος, χωρίς πάντως ο εκπρόσωπός του να αναφέρει αν και πώς θα απαντήσει η Μόσχα.
Μετά την επίθεση στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, το ΝΑΤΟ, η Δύση και ο Λευκός Οίκος βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη βασική πρόκληση να παράσχουν στο Κίεβο στρατιωτική υποστήριξη χωρίς να συρθούν σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Το δίλημμα παραμένει και συχνά διχάζει Δυτικούς αξιωματούχους στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ενώ επανέρχεται στο προσκήνιο μόλις δύο μήνες πριν από την επιστροφή στην προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θεωρείται ευρέως πιο επιφυλακτικός ως προς τη στρατιωτική υποστήριξη του Κιέβου.
Κάποιοι, μεταξύ των οποίων πρώην στρατηγοί σε ΗΠΑ και Βρετανία, κινούνται σε επιθετική γραμμή, υποστηρίζοντας ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν μπλοφάρει με τις απειλές για αντίποινα, ώστε να αποτρέψει την αποστολή όπλων που χρειάζεται απεγνωσμένα η Ουκρανία.
Αλλοι, όπως ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, εμφανίζονται ενοχλημένοι από τη στάση της Βρετανίας υπέρ της αποστολής βαρέων όπλων, αρμάτων μάχης και μαχητικών αεροσκαφών F-16 στο Κίεβο.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, διαθέτει το μεγαλύτερο οπλοστάσιο στον κόσμο με πυρηνικές κεφαλές, ωστόσο, εάν τις χρησιμοποιούσε εναντίον δυτικών πόλεων, γνωρίζει ότι η Μόσχα θα αφανιζόταν μέσα σε λίγα λεπτά, σημειώνει ο Φρανκ Γκάρντνερ, σε ανάλυσή του στο BBC.
Υπάρχουν πάντως και λιγότερο ακραίοι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να απαντήσει η Μόσχα σε αντίποινα για τη χρήση πυραύλων ATACMS εναντίον της Ρωσίας, όπως π.χ. προκαλώντας δολιοφθορές ή εξοπλίζοντας τους Χούθι με ισχυρούς πυραύλους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πλήγματα σε πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα.
Τι θα κάνει ο Τραμπ
Το ερώτημα-κλειδί είναι εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θα διατηρήσει την υποστήριξη στην Ουκρανία στο ίδιο επίπεδο ως πρόεδρος, όταν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, καθώς η Δύση θα ζυγίζει εκ νέου τον βαθμό στον οποίο θα συνεχίσει τη δική της στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, ο γιος του Τραμπ, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέφερε σχολιάζοντας την απόφαση Μπάιντεν: «Το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα φαίνεται ότι θέλει να βεβαιωθεί ότι θα ξεκινήσει ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πριν ο πατέρας μου έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει ειρήνη και να σώσει ζωές».
Ο ίδιος ο επερχόμενος πρόεδρος δεν έχει διευκρινίσει ποια πολιτική θα ακολουθήσει στην Ουκρανία, πέραν του ότι έχει υποσχεθεί να τερματίσει τη σύγκρουση σε μία ημέρα, χωρίς όμως ποτέ να εξηγήσει πώς θα το κάνει. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών τον έχουν επίσης κατηγορήσει ότι καλοπιάνει τον Πούτιν, για τον οποίο έχει εκφράσει θαυμασμό.
Πολλοί από τους κορυφαίους αξιωματούχους του Τραμπ, όπως ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να προσφέρουν περισσότερη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Συζήτηση των «27»
Αντίστοιχα, η Ευρώπη «ζυγίζει» τη στάση της μετά τη στροφή Μπάιντεν ως προς την υποστήριξη της Ουκρανίας, αλλά και ενόψει της επιστροφής του Τραμπ στην εξουσία. To ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που συναντώνται σήμερα στις Βρυξέλλες.
Ο απερχόμενος επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, εξέφρασε, μάλιστα, την ελπίδα να μπορεί πλέον να γίνει χρήση και ευρωπαϊκών πυραύλων εντός του εδάφους της Ρωσίας.
Εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης ανακοίνωσε από την πλευρά του ότι η απόφαση της Ουάσιγκτον δεν επηρεάζει τη «γερμανική πορεία», ενώ η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκ είχε δηλώσει λίγο νωρίτερα ότι η απόφαση δεν σηματοδοτεί αλλαγή της στρατηγικής της Δύσης στον πόλεμο.
«Η Γερμανία εμμένει στην απόφασή της να μην παράσχει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία», δήλωσε εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης.
Ο εκπρόσωπος ρωτήθηκε εάν θα υπάρξει αλλαγή αυτής της πολιτικής μετά την απόφαση των ΗΠΑ να επιτρέψουν στην Ουκρανία να εκτοξεύσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στο ρωσικό έδαφος και απάντησε ότι «η απόφαση της καγκελαρίου παραμένει αμετάβλητη».
Η Γερμανία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος χορηγός στρατιωτικής βοήθειας της Ουκρανίας μετά τις ΗΠΑ, αλλά ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς επέλεξε να μην εξοπλίσει την Ουκρανία με γερμανικής κατασκευής πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς Taurus.
Σημειώνεται ότι ο Σολτς δέχθηκε κριτική την περασμένη εβδομάδα επειδή μίλησε τηλεφωνικά με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, κίνηση την οποία ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σχολίασε κάνοντας λόγο για «κουτί της Πανδώρας» που αποδυναμώνει τις προσπάθειες για την απομόνωση του Πούτιν.
Με πληροφορίες από Reuters, BBC, New York Times