
Kathimerini.gr
Η (δημοσκοπικά αναμενόμενη) άνοδος του κόμματος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) έρχεται πια, σε συνδυασμό με τον «τυφώνα Τραμπ» που πνέει «μαινόμενος» από τις ΗΠΑ, να αναδιαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, ακριβώς τρία χρόνια έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ενώ οι κ. Μακρόν και Στάρμερ ετοιμάζονται να μεταβούν στον Λευκό Οίκο για τις πρώτες διά ζώσης επαφές με τη νέα διοίκηση Τραμπ.
Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώθηκαν μεν, πλην όμως το «σοκ» παραμένει, καθώς το AfD κατέκτησε για πρώτη φορά τη δεύτερη θέση σε ομοσπονδιακό επίπεδο, διπλασιάζοντας το ποσοστό του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές του 2021.
Σημαντική σημείωση: πέρα την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, το μόνο άλλο κόμμα το οποίο σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές ήταν εκείνο της Αριστεράς (Die Linke). Για το SPD, από την άλλη πλευρά, η επίδοση της Κυριακής ήταν η χειρότερη που έχει σημειώσει σε εθνικό επίπεδο επίπεδο όχι μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μετά το… 1887.
Εν μέσω προκλήσεων
Η επομένη της κάλπης βρίσκει το κέντρο βάρους των γερμανικής πολιτικής σκηνής να έχει μετακινηθεί σαφώς προς τα δεξιά και τις γερμανικές πολιτικές δυνάμεις να ανασυντάσσονται εν μέσω προκλήσεων: εσωτερικών (οικονομία, ενέργεια, μεταναστευτικό) και εξωτερικών (Τραμπ, δασμοί, Ουκρανικό).
Υπενθυμίζεται ότι οι ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου ήταν οι πρώτες που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία έπειτα από την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Θα πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι η συμμετοχή, που άγγιξε το 83%, ήταν η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990.
Με βάση τα έως τώρα αποτελέσματα:
οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Φρίντριχ Μερτς παρουσιάζονται να συγκεντρώνουν 28,5%
το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) της Αλις Βάιντελ 20,8%
οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Ολαφ Σολτς 16,4%
οι Πράσινοι του Ρόμπερτ Χάμπεκ 11,6%
η Αριστερά (Die Linke) της Χάιντι Ράιχινεκ 8,8%
και το κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) 5,0%
οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ 4,3%
Με βάση αυτά τα ποσοστά το FDP μένει εκτός Βουλής, ενώ το BSW κινείται στο όριο.
Υπενθυμίζεται ότι οι δημοσκοπήσεις έδιναν περίπου 30% στην Ενωση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), περίπου 20% στην Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), 15% στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), 13% στους Πράσινους, 7% στο Die Linke και από περίπου 4% σε Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW).
Συγκριτικά, στις προηγούμενες εκλογές του 2021:
οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) είχαν έρθει πρώτοι με 25,7%
οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), του Αρμιν Λάσετ τότε, είχαν έρθει δεύτεροι με 24,1%
οι Πράσινοι ακολουθούσαν στην τρίτη θέση με 14,7%
οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) είχαν λάβει 11,4%
η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είχε εξασφαλίσει 10,4%
και η Αριστέρα (Die Linke) μόλις 4,9%
Νικητές και ηττημένοι
Μεταξύ των νικητών ξεχωρίζουν πια ο 69χρονος Φρίντριχ Μερτς των Χριστιανοδημοκρατών ο οποίος προαλείφεται για καγκελάριος (αν και το κόμμα του ήθελε ποσοστό υψηλότερο από το 28,6% που εξασφάλισε), η 46χρονη Αλις Βάιντελ του AfD που είδε το κόμμα της να αγγίζει για πρώτη φορά το 20% σε ομοσπονδιακό επίπεδο και το δικό της προσωπικό πολιτικό «άστρο» να αποκτά ξαφνικά διεθνή «λάμψη» (με την στήριξη των Βανς, Μασκ, Ορμπαν κ.ά.), αλλά και η 36χρονη Χάιντι Ράιχινεκ του κόμματος της Αριστεράς που είδε το ποσοστό της δικής της παράταξης να ανεβαίνει σημαντικά στην τελική ευθεία προς την κάλπη.
Μεταξύ των ηττημένων από την άλλη πλευρά, ξεχωρίζουν ο Ολαφ Σολτς των Σοσιαλδημοκρατών, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ των Πρασίνων, ο Κρίστιαν Λίντνερ των Φιλελευθέρων, αλλά και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ η οποία αποχώρησε από το Die Linke και μετακινήθηκε προς τα δεξιά χωρίς όμως τελικώς να επιτύχει την εκλογική επίδοση που επιθυμούσε σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Ειδικά για τον Σολτς, το μέλλον διαγράφεται πια εξαιρετικά δυσοίωνο, καθώς εκείνος αναμένεται να χάσει έδαφος εσωκομματικά στις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών. Ήδη πριν από τις κάλπες της Κυριακής, υπενθυμίζεται άλλωστε ότι πολλοί εντός του SPD είχαν δείξει ότι θα το προτιμούσαν εάν δεν ήταν εκείνος ο υποψήφιος της παράταξης για την καγκελαρία, αλλά κάποιος άλλος περισσότερο δημοφιλής, όπως για παράδειγμα ο απερχόμενος υπουργός Αμυνας Μπόρις Πιστόριους.
Η επόμενη κυβέρνηση και ο χρόνος που πιέζει
Το επόμενο στοίχημα είναι, πια, εκείνο του σχηματισμού της νέας συγκυβέρνησης, η οποία θα είναι δικομματική ή τρικομματική.
Ο Φρίντριχ Μερτς είναι σαφές ότι δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του, καθώς οι εξελίξεις καλπάζουν πια διεθνώς με αιχμή κυρίως τις στροφές 180 μοιρών που κάνει η διοίκηση Τραμπ στη διεθνή σκηνή και τις εξελίξεις στο Ουκρανικό.
Η ηγεσία του CDU, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά, θα ήθελαν ο επόμενος γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός να ήταν έτοιμος… χθες, προκειμένου έτσι η νέα γερμανική κυβέρνηση να πάρει άμεσα θέση απέναντι στους Τραμπ, Βανς και Μασκ (οι οποίοι υπενθυμίζεται ότι έκαναν προεκλογική εκστρατεία υπέρ της Αλις Βάιντελ και του AfD).
Αναφερόμενος στις ΗΠΑ, ο ηγέτης του CDU και επόμενος καγκελάριος είπε με νόημα το βράδυ των εκλογών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν ενδιαφέρονται πια για την τύχη της Ευρώπης. Προχωρώντας πολλά βήματα παραπέρα (στη θεωρία έστω), ο νικητής των γερμανικών εκλογών υποστήριξε μάλιστα ότι η Ευρώπη θα πρέπει τώρα, κατά απόλυτη προτεραιότητα, να ανεξαρτητοποιηθεί σταδιακά, βήμα βήμα, από τις ΗΠΑ.
Μερτς – Τραμπ
Ο Φρίντριχ Μερτς, ένας πολιτικός που προέρχεται από τον χώρο των επιχειρήσεων και «φημίζεται» για τη ρητορική του «ωμότητα», θα είναι πιο ταιριαστός συνομιλητής του Ντόναλντ Τραμπ από ό,τι θα ήταν, για παράδειγμα, ο Σολτς.
Ποιες παρατάξεις θα έχει, όμως, ο επερχόμενος Γερμανός καγκελάριος στο πλευρό του ως κυβερνητικούς εταίρους; Σημαντική σημείωση: ο Μερτς μάλλον θα προτιμούσε έναν δικομματικό συνασπισμό, αντί άλλα τρικομματικά (και ως εκ τούτου περισσότερο δυσκίνητα) σχήματα συγκυβέρνησης. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι είναι οι μόνες προφανείς επιλογές (εάν, πέρα από τους Ελεύθερους Δημοκράτες, και το κόμμα της Βάγκενκνεχτ μείνει εκτός Βουλής), καθώς ο Μερτς επιμένει ότι δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει με την παράταξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Ωστόσο, ο Μάρκους Ζέντερ και οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών είναι «στα μαχαίρια» με τους Πρασίνους. Με άλλα λόγια, υπάρχουν «καραμπόλες» που θα πρέπει να παρακαμφθούν προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Σενάρια
Το AfD, ως δεύτερο κόμμα πια, διαμηνύει ότι θα ήθελε να ενταχθεί σε μια συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες. Η νέα αμερικανική διοίκηση θα ήθελε κι εκείνη να δει έναν τέτοιου τύπου κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία. Υπενθυμίζονται όσα είπε ως προς αυτό ο Αμερικανός πρόεδρος Τζει Ντι Βανς στο Μόναχο για τα «τείχη προστασίας» (firewalls) που έχουν υψωθεί ενάντια στο AfD και που, σύμφωνα με την πλευρά Τραμπ, πρέπει να πέσουν ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Ο 69χρονος Μερτς επιμένει να υπογραμμίζει, στον αντίποδα, ότι δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει με το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι προεκλογικά ο Μερτς είχε προσέλθει στην Μπούντεσταγκ με μια πρόταση σκλήρυνσης της μεταναστευτικής πολιτικής την οποία είχε υποστηρίξει το AfD.
Η άνοδος του AfD θα μπορούσε να σπρώξει πιο δεξιά τη γερμανική (κεντρο)δεξιά. Πόσο εύκολο θα ήταν, όμως, για παράδειγμα το να συνυπάρξει ένα πιο δεξιό CDU με κόμματα της κεντροαριστεράς στο πλαίσιο ενός κυβερνητικού συνασπισμού; Και πώς θα πορευθούν τα κόμματα της κεντροαριστεράς, τώρα που είδαν το Linke να ανεβαίνει; Υπάρχει περίπτωση, άραγε, να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα σκηνικό στο οποίο οι δεξιοί θα κινούντα δεξιότερα λόγω AfD και οι αριστεροί αριστερότερα λόγω Linke;
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων με τους Φιλελεύθερους (FDP) κατέρρευσε πρόωρα τον περασμένο Νοέμβριο, εν μέσω διαφωνιών για τα δημοσιονομικά και τις δαπάνες.
Στην οικονομία, οι Χριστιανοδημοκράτες θα μπορούσαν να τα βρουν με Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους, αν και έχουν διαφωνίες (σχετικές με τις πηγές χρηματοδότησης των αυξημένων αμυντικών δαπανών και τη χαλάρωση του φρένου χρέους, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων). Στο Ουκρανικό επίσης θα μπορούσαν να τα βρουν, αν και ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας εκεί είναι πλέον άλλος και ακούει στο όνομα Τραμπ. Πόσο πιθανό είναι, όμως, να υπάρξουν περιθώρια για συγκλίσεις στο μεταναστευτικό (βλ. μαζικές απελάσεις); Οι Πράσινοι είχαν παρουσιαστεί προεκλογικά να κινούνται δεξιότερα σε κάποια θέματα, όπως στο μεταναστευτικό για παράδειγμα. Το ποσοστό τους ωστόσο υποχώρησε και, ως εκ τούτου, εκείνοι δεν αποκλείεται να επιλέξουν να αναθεωρήσουν κάποιες από εκείνες τις επιλογές τους στο μέλλον.
Αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι η Γερμανία οδεύει πια προς μια κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Φρίντριχ Μερτς και τους Χριστιανοδημοκράτες. Δεδομένες είναι όμως παράλληλα και οι προκλήσεις της «πολυκρίσης» που περιμένουν αυτήν τη νέα κυβέρνηση σε εσωτερικό (πληθωρισμός, ύφεση, ασφάλεια, μεταναστευτικό) και εξωτερικό (Τραμπ, Κίνα, Ουκρανία, Ε.Ε., δασμοί, ασφάλεια). Ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι πια ζήτημα χρόνου (λιγότερων από οχτώ εβδομάδων, στην καλύτερη περίπτωση). Οι προκλήσεις ωστόσο, θα είναι εδώ για καιρό.